«Δουλεύω επίσης σε ένα δύσκολο αλλά όχι πολύ μεγάλο ψυχολογικό μυθιστόρημα, που […] θα αποδεικνύει ότι η αδυναμία, ο «μισο-οίκτος», που δεν φτάνει μέχρι την τελική θυσία, είναι πιο καταστροφικός από τη βία» έγραφε στις 15 Νοεμβρίου 1937 ο βιεννέζος συγγραφέας Στέφαν Τσβάιχ προς τον φίλο του Ζίγκμουντ Φρόιντ, σε μία από τις αμέτρητες επιστολές που αντάλλαξαν στη διάρκεια της τριαντάχρονης αλληλογραφίας τους.
Πράγματι, το 1938, λίγο προτού ξεσπάσει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, κυκλοφόρησε το μοναδικό του μυθιστόρημα, Επικίνδυνος οίκτος (ο πρωτότυπος τίτλος ήταν Ungeduld des Herzens, που σημαίνει «Ανυπομονησία της καρδιάς»), το οποίο συνιστούσε «μια επιστροφή στον κόσμο» του θεμελιωτή της ψυχανάλυσης ο οποίος και «διεύρυνε την ειλικρίνεια του σύμπαντος» κατά τον Τσβάιχ.
Ο τελευταίος, γόνος εύπορης εβραϊκής οικογένειας και αυθεντικός κοσμοπολίτης, ένας από τους πλέον δημοφιλείς και πολυμεταφρασμένους συγγραφείς (γι’ αυτό τον ζήλευε ελαφρώς ο Τόμας Μαν) από τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, έγραψε αυτό το βιβλίο την περίοδο που είχε διαφύγει στο Λονδίνο, φοβούμενος τη ναζιστική έκρηξη που έμελλε να σαρώσει την Ευρώπη. Ηδη από το 1933 η χιτλερική νεολαία έκαιγε τα βιβλία του, ενώ το 1935 η όπερα «Σιωπηλή γυναίκα» του Ρίχαρντ Στράους κατέβηκε ύστερα από δύο μόνο παραστάσεις επειδή εκείνος είχε γράψει το λιμπρέτο της.
Η ιστορία μας αρχίζει με ένα αρχοντικό δείπνο το 1913 και τελειώνει το 1914 με τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας στο Σαράγεβο, τη σπίθα, θα λέγαμε, που άναψε τη φωτιά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η επιλογή του Τσβάιχ, βεβαίως, δεν είναι τυχαία καθώς ο ανώνυμος αφηγητής, στον οποίο (υποτίθεται ότι) αφηγείται ο ήρωάς μας – στο προοίμιο του μυθιστορήματος – τη βασική ιστορία έπειτα από πολλά χρόνια, ως διακριθείς στον Μεγάλο Πόλεμο, μάς λέει ότι όλα αυτά τα άκουσε σε ένα δείπνο το 1938, όπου συζητούσαν την ενδεχόμενη διολίσθηση σε μια νέα παγκόσμια πολεμική σύρραξη.
Η μελαγχολική και κάπως «προφητική» σύνδεση για τον ζόφο που καταπλάκωσε την Ευρώπη στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα είναι προφανής. Ο Τσβάιχ, ένας ανθρωπιστής και ιδεολόγος ευρωπαϊστής, ένας πασιφιστής που ωστόσο σιχαινόταν την πολιτική (πολλοί τον κατηγόρησαν επειδή δεν αποκήρυξε δημόσια τον ναζισμό) «υπήρξε άνθρωπος των γραμμάτων εν γένει, όχι τόσο ως συγγραφέας όσο ως «φωνή» – για μερικούς η φωνή της Ευρώπης», όπως σημειώνει η Τζόαν Ακοτσέλα στην εξαίρετη εισαγωγή της πρόσφατης αμερικανικής έκδοσης του βιβλίου (New York Review of Books, 2006) που είναι «το πρώτο εκτενές μυθιστορηματικό πορτρέτο συναισθηματικού εκβιασμού μέσω ενοχών».
Με ένα βαλς και λίγο κρασί
Ο εικοσιπεντάχρονος Αντον Χοφμίλερ είναι ένας πειθαρχημένος υπίλαρχος του αυστροουγγρικού ιππικού που υπηρετεί στη συνοριοφυλακή μιας κωμόπολης στην ουγγρική μεθόριο. Είναι το καλό παιδί, έχει ταπεινή καταγωγή αλλά και ορισμένα από τα (λανθάνοντα) χαρακτηριστικά του αριβίστα που συναντούμε στα μεγάλα ρεαλιστικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι δεν πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του σε στρατόπεδα αλλά στο κατηχητικό: είναι, αυτό που λέμε, ένα ηθικό στοιχείο.
Κάποια ημέρα λαμβάνει μια πραγματικά ξεχωριστή πρόσκληση: ο πιο πλούσιος άνθρωπος της περιοχής, ο αυτοδημιούργητος εβραίος «φεουδάρχης» Λάγιος φον Κεκεσφάλβα (η ενδιαφέρουσα ιστορία του συνιστά και μια αυτόνομη νουβέλα, είδος στο οποίο διέπρεψε ο συγγραφέας) του ανοίγει τον επιβλητικό πύργο του και τον υποδέχεται στη μακρόστενη τραπεζαρία του όπου τον περιμένουν όλα τα καλά του Θεού.
Ο Χοφμίλερ παραδίδεται (με ένα βαλς και λίγο κρασί παραπάνω) στη σαγηνευτική παραζάλη αυτής της πρωτόγνωρης αριστοκρατικής ατμόσφαιρας. Αφού έχει χορέψει την όμορφη Ιλόνα, ανιψιά του οικοδεσπότη του, σκέφτεται ότι είναι μεγάλη αγένεια να μη ζητήσει και από την κόρη του, Εντιθ, που είναι δεκαεπτά ή δεκαοκτώ ετών, να του χαρίσει έναν χορό. Ετσι λοιπόν την πλησιάζει και της το προτείνει ευγενικά. «Κι έξαφνα ξεσπάει ένας άγριος πρωτόγονος λυγμός σαν πνιγμένη κραυγή» γράφει ο Τσβάιχ για την αντίδραση της παράλυτης κοπέλας.
Μετά το ατυχές περιστατικό η καρδιά του νεαρού είναι «φλογισμένη από ντροπή» καθώς «μου φαινόταν σαν να ‘χα μαστιγώσει ένα μικρό παιδί». Για να επανορθώσει, αφού της στείλει ένα ακριβό μπουκέτο λουλούδια, τίθεται ολοκληρωτικά στις συναισθηματικές υπηρεσίες τής εύθραυστης μα ταυτοχρόνως μακιαβελικής Εντιθ, που ξέρει να εκμεταλλεύεται το πρόβλημά της και πασχίζει να τον κρατήσει κοντά της. Η σκηνή που είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και κυριολεκτικώς τον αρπάζει φιλώντας τον απεγνωσμένα στο στόμα είναι από τις κορυφαίες στιγμές αυτού του εκπληκτικού μυθιστορήματος που σφυγμομετρά την ένταση και τις αντίρροπες δυνάμεις που μπορεί να φωλιάζουν στο ίδιο ανθρώπινο συναίσθημα.

Συναισθηματικό δηλητήριο
Είναι αξιοσημείωτη η ευκαμψία του «υλικού» που εξορύσσει ο Τσβάιχ από τον εσώτερο κόσμο των ηρώων του: μας πείθει ότι η ιστορία του θα μας ενδιέφερε είτε ήταν 50 είτε 1.000 σελίδες. Μέχρι λοιπόν να καταλάβει ο Χοφμίλερ σε τι φουρτούνες τον πέταξε αυτή «η λεπτή ηδονή του οίκτου» του, την οποία παρομοιάζει με δηλητήριο, η σφόδρα ερωτευμένη Εντιθ του έχει σπρώξει το δαχτυλίδι των αρραβώνων στο δάχτυλο με το ζόρι.
Δεν υπάρχει βέβαια «πιο αβάσταχτο βασανιστήριο για έναν άντρα απ’ το ν’ αγαπιέται χωρίς τη θέλησή του», γι’ αυτό και η ιστορία δεν έχει ευτυχή κατάληξη – όπως συμβαίνει συνήθως στα έργα του υστερορομαντικού συγγραφέα (να γιατί μια καλή μουσική υπόκρουση για τον Τσβάιχ ήταν ο Γκούσταβ Μάλερ). Ο δαιμόνιος γιατρός Κόντορ (μια εκδοχή του Φρόιντ κατά τα φαινόμενα) που προσπαθεί να αντιμετωπίσει την ανίατη περίπτωση της Εντιθ στο μυθιστόρημα αποφαίνεται ότι τελικώς υπάρχουν «δύο είδη οίκτου» και ότι μάλλον ο ήρωας επέλεξε αυτόν που δεν έπρεπε.
Η μετάφραση της Μιμίκας Κρανάκη (με την οποία πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο στα ελληνικά το 1945 από τις Εκδόσεις των Φίλων υπό τον τίτλο Ανυπόμονη καρδιά) παραμένει χυμώδης, μία ακόμη απόδειξη ότι υπάρχουν και μεταφράσεις που δεν «γερνούν».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ