Ο Στοππάκιος Παπένγκους, κάτοικος μιας φανταστικής Γάνδης, βρίσκεται σε χώρα της Αφρικής εξομολογούμενος τα φρικτά του εγκλήματα – παρά τις αμφιβολίες ότι τα διέπραξε. Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος Εξώστης του Νίκου Καχτίτση μας εισάγει στον φανταστικό κόσμο ενός πολύ μοντέρνου συγγραφέα που πολλοί αγνοούν και λίγοι θυμούνται.
Τα βιβλία του, εξαντλημένα από χρόνια, επανεκδίδονται τώρα από τις εκδόσεις Κίχλη, έτσι ώστε να γνωρίσουμε ή να ξαναθυμηθούμε έναν πρωτοπόρο συγγραφέα, ο οποίος μαζί με τον Ν.Γ. Πεντζίκη, τον Γ. Δέλιο, τον Ε.Χ. Γονατά και ολίγους άλλους συνιστούν την «άλλη» ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, λιγότερο φανταχτερής, ελάχιστα μιντιακής, αλλά μοντέρνας και ριζοσπαστικής. Το έργο τού Ν. Καχτίτση είναι μια απόδειξη ότι η ελληνική πεζογραφία διαθέτει ακόμη πολλά ονόματα που «πνίγονται» στην ευτέλεια και στη βιασύνη της εποχής μας.
Στον Εξώστη υπάρχει ένας αφηγητής με τα αρχικά Σ.Π. (παραπέμπουν στο Στοππάκιος Παπένγκους, ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε ως άλτερ έγκο ο Καχτίτσης), ο οποίος σε προχωρημένη ηλικία διηγείται τα πάθη του. Είναι αρχαιοπώλης με μεγάλη περιουσία. Τα τελευταία επτά χρόνια διαμένει σε μια γαλλική αποικία της Αφρικής και όπως καταλαβαίνουμε από την ιστορία του έχει περάσει πολλά «φριχτά» στη ζωή του. Ο αφηγητής μιλάει για τη Γάνδη όπως την έχει πλάσει ο συγγραφέας στο μυαλό του: μια φανταστική πόλη της Δυτικής Ευρώπης που στις αρχές του 20ού αιώνα γνώρισε μια ανελέητη πολιορκία. Ο Σ.Π. φέρεται να έχει κάνει κάποια «εγκλήματα» εκεί, τα οποία δεν μαθαίνουμε ποτέ, και μετά το τέλος της πολιορκίας, φοβούμενος για τη ζωή του, αφού εκποιήσει πρώτα την περιουσία του, καταφεύγει στην Αφρική.
Τα πράγματα όμως δεν είναι όπως φαίνονται. Ο ίδιος ο αφηγητής Σ.Π. δεν είναι σίγουρος για την αλήθεια των όσων έζησε. Εχει κατά διαστήματα παραισθήσεις, κάπου λέει ότι δεν πρόκειται να πει την αλήθεια, ενώ στο τέλος αμφιβάλλει για το ποια είναι η αλήθεια. Τα «εγκλήματα» που λέει ότι έχει διαπράξει παραμένουν άγνωστα στον αναγνώστη, με εξαίρεση δύο παραπτώματα: μια φορά στη Γάνδη, την εποχή της έλλειψης νερού, που δεν έδωσε νερό σε φίλο που του ζήτησε, και άλλη μία φορά που έδειξε αδιαφορία προς μια νεαρή ανθοπώλιδα. Αρχικώς την περιέθαλψε και αργότερα την εγκατέλειψε.
Το κείμενο κυλάει μέσα σε μια συνεχή αβεβαιότητα. Η ρευστότητα των όσων διαβάζει ο αναγνώστης υπονομεύεται τελικά με αποτέλεσμα, ενώ έχουμε ένα πλήρες αφήγημα με αρχή, μέση και τέλος, τελειώνοντας το μυθιστόρημα να μην έχουμε μάθει απολύτως τίποτε βέβαιο, ούτε καν το όνομα του αφηγητή. Είναι χαρακτηριστικό ότι έπειτα από μια έντονη πρωινή παραίσθηση στον εξώστη του ξενοδοχείου «Ατλάντικ», στη χώρα της Κεντρικής Αφρικής όπου διαμένει, ο Σ.Π. λέει: «Επαναλαμβάνω ότι αυτά που λέω μπορεί να μη συνέβησαν όπως τα περιγράφω».

Στον Εξώστη δεν μαθαίνουμε ποτέ την αλήθεια, ίσως επειδή και ο ίδιος ο συγγραφέας πίστευε ότι η αλήθεια και τα νοήματα είναι πολύ τυραννικά και καταπιεστικά απέναντι στους φορείς τους, τους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρει ο κριτικός Γιώργος Αράγης, «ο Καχτίτσης υποσκάπτει και σχεδόν εμπαίζει την αληθοφάνεια των όσων, με το πρόσωπο του Σ.Π., αφηγείται. Θα έλεγε κανείς πως κατά έναν τρόπο θέλει να δείξει πόσο τρωτό και επισφαλές είναι το άλλοθι της παραδοσιακής αφηγηματικής αληθοφάνειας».
Ο Νίκος Καχτίτσης στα βιβλία του καλλιεργεί την αίσθηση της «πολιορκίας», του αποκλεισμού, της απομόνωσης. Στη μυθολογία του υπάρχει η Γάνδη, μια πόλη που την έχει σχεδιάσει εκείνος, «φανταστική και διηνεκώς πολιορκημένη πόλη», όπως υπάρχει και το όραμά του για ένα κοινόβιο λογοτεχνικό στο οποίο θα ζούσε με τους φίλους του.
Ο Καχτίτσης ανήκει σε μια ομάδα λογοτεχνών με τους περισσότερους από τους οποίους συνδεόταν με ισχυρή προσωπική και λογοτεχνική φιλία και οι οποίοι αποτελούν ψηφίδες μια ισχυρής μειοψηφικής τάσης στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε ως μεταμοντέρνα. Είναι ο Ν. Γ. Πεντζίκης, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Γιώργος Δέλιος, ο Ε. Χ. Γονατάς, ο Γ. Παυλόπουλος, ο Σ. Καψάσκης και ορισμένοι ακόμη. Ο Καχτίτσης «ζούσε» με τους φίλους του κυρίως μέσω αλληλογραφίας. Αφησε πίσω του εκατοντάδες επιστολές προς αυτούς οι οποίες, αν ποτέ δημοσιευθούν, θα αποτελούν το corpus ενός άλλου – άγνωστης μέχρι στιγμής εμβέλειας – λογοτεχνικού έργου.
Η κριτική τον υποδέχτηκε μουδιασμένα. Ηταν «δύσκολος» και εξ επιλογής εκτός κυκλωμάτων. Οι Αλκης Θρύλος, Στρατής Τσίρκας και Βάσος Βαρίκας, από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με το έργο του, υπήρξαν επιφυλακτικοί – αν και τόνισαν ορισμένα χαρακτηριστικά του, όπως τη «μαστορική δομή της αφήγησης», την «οδυνηρή λεπτολογία», την «ικανότητα ψυχολογικής διείσδυσης» κτλ. Για τον Καχτίτση έχουν γράψει κυρίως οι φίλοι του Τάκης Σινόπουλος, Γ. Δανιήλ, Η. Παπαδημητρακόπουλος, Π. Τρωγάδης, αλλά και ορισμένοι νεότεροι μελετητές. Η επανακυκλοφορία όλων των έργων του ρίχνει τον σπόρο για να αναδιατάξουμε κάποιες βεβαιότητες και θέσφατα που καθόρισαν την ελληνική λογοτεχνία.

Ζωή περιπλανώμενη
Ο Νίκος Καχτίτσης γεννιέται το 1926 στη Γαστούνη. Τα παιδικά του χρόνια τα περνάει στη Μανωλάδα και τα εφηβικά του κυρίως στην Πάτρα. Μαθαίνει από νωρίς ξένες γλώσσες με αποτέλεσμα να υπηρετήσει στον στρατό ως αξιωματικός διερμηνέας. Ανήσυχη φύση, ταξιδεύει στην Αφρική, όπου και εργάζεται για λίγο, αλλά φεύγει καθώς το κλίμα δεν τον σηκώνει. Στη συνέχεια ταξιδεύει στην Ευρώπη, ενώ το 1953 μεταναστεύει στο Μόντρεαλ του Καναδά. Εκεί παντρεύεται τη Θάλεια Τσαπουλάρη και βιοπορίζεται κυρίως διδάσκοντας αγγλικά και γαλλικά ή ως διερμηνέας σε δικαστήρια. Σε ηλικία 44 ετών προσβάλλεται από λευχαιμία και επιστρέφει στην Πάτρα, όπου και πεθαίνει στις 25 Μαΐου του 1970.
Τα πρώτα του αφηγήματα δημοσιεύθηκαν στη «Διαγώνιο» της Θεσσαλονίκης. Ο εξώστης κυκλοφόρησε με μεγάλη καθυστέρηση το 1964 στη Θεσσαλονίκη. Οι διαφωνίες του Καχτίτση με τον τυπογράφο του έδωσαν την αφορμή να τυπώσει λίγο αργότερα τις Περιπέτειες ενός βιβλίου. Το 1967 τυπώθηκε στο Μόντρεαλ το μυθιστόρημά του Ο ήρωας της Γάνδης. Εκτοτε κάποια βιβλία του επανεκδόθηκαν από τον Κέδρο και τη Στιγμή.
Πολύ γνωστή υπήρξε η μανία του Καχτίτση με την τυπογραφία και γενικότερα με την αισθητική των βιβλίων του. Από νεαρή ηλικία προτίμησε να εκφραστεί κυκλοφορώντας χειρόγραφα περιοδικά ανάμεσα στους φίλους του. Στο Μόντρεαλ αγόρασε ένα παλιό μικρό τυπογραφείο και ανέπτυξε τις καλλιτεχνικές τυπογραφικές ανησυχίες του. Γενικότερα, ήθελε να έχει ολική εποπτεία του λογοτεχνικού προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης της αισθητικής του εμφάνισης.

Ευχαριστούμε τη Γιώτα Κριτσέλη για την παραχώρηση των άρθρων που μας βοήθησαν στη σύνταξη του κειμένου.



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ