«Οποιητής που γράφει σε «ελεύθερο στίχο» μοιάζει με τον Ροβινσώνα Κρούσο στο ερημικό νησί του. Πρέπει να κάνει τα πάντα μόνος του: το μαγείρεμα, το πλύσιμο και το μαντάρισμα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αυτή η ανδρική ανεξαρτησία παράγει στίχους πρωτότυπους και εντυπωσιακούς. Συνηθέστερα όμως, το αποτέλεσμα είναι άθλιο – βρώμικα σεντόνια στο άστρωτο κρεβάτι και άδεια μπουκάλια στο ασκούπιστο πάτωμα». Δύσκολα φαντάζεται κάποιος πιο ευφυή, πνευματώδη, ευθύβολη και γλαφυρή υπεράσπιση της έμμετρης ποίησης από τα παραπάνω λόγια του Γ. Χ. Ωντεν (1907-1973).
Ο ίδιος προτιμούσε τις συγκεκριμένες ποιητικές φόρμες, λάτρευε το σονέτο, το μέτρο, την ομοιοκαταληξία, διότι, όπως έλεγε, «η ποίηση, όπως κάθε παιχνίδι, έχει περισσότερη πλάκα όταν έχει κανόνες». Γέννημα της Βρετανίας και απόφοιτος της Οξφόρδης, θρέμμα, τρόπον τινά, των ΗΠΑ, όπου επέλεξε να περάσει την ενήλικη ζωή του, μικρός ήθελε να γίνει μηχανικός σε ανθρακωρυχείο ή γεωλόγος. Κατέληξε ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, λιμπρετίστας και δοκιμιογράφος, από τους πιο παραγωγικούς της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Τ. Σ. Ελιοτ και τον προκάτοχό του Γ. Μπ. Γέιτς. Συνδύαζε τον εκλεκτικό μοντερνισμό με τον θεωρητικό μαρξισμό, το ενδιαφέρον για την πολιτική, την ηθική και τη θρησκεία, και το έργο του μιλάει για τα πάντα.
Σε όποια τυχαία σελίδα και αν ανοίξει ο αναγνώστης τον τόμο δοκιμίων του Ο ποιητής και η πολιτεία, θα βρει απαντήσεις για όποιο ζήτημα τον απασχολεί, από τη γλώσσα, τη γραφή, την ανάγνωση και την τέχνη ως τις φυλετικές διακρίσεις, την οικολογία και τον καπιταλισμό. Τα κείμενα που συγκεντρώνονται στον τόμο διακρίνονται για έναν «τόνο φωνής», όπως έλεγε κι ο ίδιος ο Ωντεν επαινώντας τον δικό μας Καβάφη.
Στοχαστικό βάθος, αποφθεγματική πυκνότητα, λυρική κομψότητα, εκλεπτυσμένο χιούμορ, φρεσκάδα σκέψης, διαχρονική διάρκεια καθιστούν τον τόμο μόνιμο ανάγνωσμα. Είναι ο δεύτερος στη σειρά «Οι ποιητές μιλούν για την ποίηση» των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης, που διευθύνει ο νεοελληνιστής Νάσος Βαγενάς. Πρώτος «μίλησε» ο Μπόρχες. Είναι εξίσου αναγνωρίσιμο το όνομα και το ποιητικό έργο του Ωντεν στην Ελλάδα;
Το ευρύ κοινό τον ανακάλυψε στη δημοφιλή ταινία «Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία» το 1994, όπου στον συγκινητικό επικήδειο ακούστηκε το ποίημά του «Funeral Blues». Ποιήματά του έχουν μεταφράσει έλληνες ποιητές σποραδικά, με επιφανέστερη περίπτωση τον Σεφέρη, που τον συμπεριέλαβε στις Αντιγραφές (1965). Δυο επιλογές από το ποιητικό έργο του απέδωσαν στα ελληνικά ο Κλείτος Κύρου (Θεσσαλονίκη, 1973) και ο Αντώνης Δεκαβάλλες (Κέδρος, 2002). Αξίζει να γνωρίσουμε καλύτερα τον ποιητή πίσω από τον δοκιμιογράφο Ωντεν και, αν η παρούσα φροντισμένη έκδοση στοχασμών περιελάμβανε κάποιο εισαγωγικό σημείωμα ή επίμετρο με πληροφορίες για τον άνθρωπο, την εποχή και το λογοτεχνικό έργο του, η εκ νέου σύσταση του Ωντεν στο ελληνικό κοινό θα γινόταν με τρόπο καθοριστικό.

Πολιτική, σάτιρα και οικονομία
Ο Ωντεν υποστήριζε ότι οι ποιητές δεν γίνονται καλοί πολιτικοί μεν, ωστόσο «στις μέρες μας το έργο τέχνης από μόνο του αποτελεί πολιτική πράξη. Στον βαθμό που εξακολουθούν να υπάρχουν καλλιτέχνες, το να κάνουν αυτό που τους ευχαριστεί και που πιστεύουν ότι πρέπει να κάνουν, ακόμη και αν δεν είναι εξαιρετικό, ακόμη και αν απευθύνονται σε μια χούφτα ανθρώπων, υπενθυμίζει στη Διεύθυνση κάτι που οι διευθυντές οφείλουν να θυμούνται. Και συγκεκριμένα ότι οι διοικούμενοι είναι άνθρωποι με πρόσωπο και όχι αριθμοί, ότι ο Homo Laborans είναι επίσης Homo Ludens».
«Η σάτιρα ανθεί στις ομοιογενείς κοινότητες και μάλιστα σε εποχές σχετικής σταθερότητας και υλικής ευημερίας, επειδή η σάτιρα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα και τη δυστυχία», γράφει κάνοντάς μας να στοχαστούμε λίγο για το τι σήμαινε η κυριαρχία της σάτιρας στον δημόσιο λόγο, αλλά και στη λογοτεχνία, τις προηγούμενες δεκαετίες. Τι γίνεται σε εποχές όπου στη δημόσια ζωή τα προβλήματα και η δυστυχία είναι τόσο μεγάλα; «Η μέθοδος της σάτιρας φαίνεται κοινότοπη. Το μόνο αποδεκτό είδος επίθεσης είναι η προφητική καταγγελία».
Στις ΗΠΑ του άφθονου πλαστικού χρήματος της δεκαετίας του 1970, εκείνος ήταν κάτοχος μιας πιστωτικής κάρτας την οποία είχε χρησιμοποιήσει μόνο μία φορά. «Ανατράφηκα με την αντίληψη ότι δεν πρέπει να αγοράζεις τίποτε που δεν μπορείς να πληρώσεις μετρητοίς. Η ιδέα του χρέους με απωθεί. Υποθέτω ότι θα κατέρρεε όλη η οικονομία μας αν είχαν ανατραφεί οι πάντες όπως εγώ» έλεγε σε συνέντευξή του στο «Paris Review» το φθινόπωρο του 1972. Με ποια διατύπωση θα σχολίαζε άραγε τη σημερινή παγκόσμια κρίση χρέους;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ