Ηταν η εποχή που στη Γαλλία «ακόμη και οι πιο απλές λέξεις οδηγούσαν καθημερινά στον θάνατο». Την ημέρα που οι Γερμανοί εισβάλλουν στο Παρίσι, στις 14 Ιουνίου 1940, ο Τόμας Ελεκ είναι ένα μικρό αγόρι 15 χρόνων. Τότε τους βλέπει για πρώτη φορά αλλά δεν του προξενούν την παραμικρή εντύπωση, κανέναν φόβο. Λίγες ημέρες μετά ο στρατάρχης Πετέν συνθηκολογεί με τους ναζί και εγκαθιδρύεται το κατοχικό «Κράτος του Βισί».
Εναν χρόνο αργότερα ο Τόμι (όπως ήταν η αντιστασιακή παραλλαγή του ονόματός του έκτοτε) έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε έναν ψυχρό εκτελεστή – η παιδική του ηλικία τερματίζεται κάπως απότομα. Ο ίδιος είχε «αγγελικό πρόσωπο, ξανθά μαλλιά, αδύνατο κορμί, λεπτά χαρακτηριστικά», ήταν το πρότυπο της «βόρειας ομορφιάς» που θα ικανοποιούσε τον μύθο της αρίας φυλής (θυμηθείτε τον Τάτζιο στην ταινία του Βισκόντι «Θάνατος στη Βενετία», βασισμένο στον νεαρό ήρωα της περίφημης νουβέλας του Τόμας Μαν).
Ο Τόμι, όμως, κεντρικός ήρωας στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλέν Μπλοτιέρ (1954, Νεϊγί) και ιστορικό πρόσωπο στην πραγματικότητα, ήταν εβραίος ουγγρικής καταγωγής και γόνος κομμουνιστικής οικογένειας. Η μητέρα του, Ελέν, με την οποία ανέπτυξε μια σχέση στα όρια της παθολογικής αγάπης, διατηρούσε εκείνα τα χρόνια ένα εστιατόριο όπου συνυπήρχαν μέλη των ναζιστικών στρατευμάτων με παράνομους αντάρτες τους οποίους εκείνη κάλυπτε.
Ο Τόμι δεν ήταν επομένως κανένας φτωχοδιάβολος, κάποιος κολασμένος που φυτοζωούσε στις όχθες του Σηκουάνα. Ηταν μεν κομμουνιστής, «αλλά με αέρα αριστοκράτη, επηρμένος, αλαζόνας, απέπνεε ανωτερότητα», χαρακτηριστικά που κληρονόμησε από την ιδιαιτέρως δυναμική μάνα του. Το κυριότερο, αρνούνταν να θυματοποιηθεί σε μια εποχή γενικευμένου μίσους και αποπνικτικών στερεοτύπων όπως ακριβώς τα άρθρωνε τον καιρό εκείνο ο μεγάλος συγγραφέας μεν, σφόδρα αντισημίτης δε, Λουί Φερντινάντ Σελίν.
Ετσι ο Τόμι, μόλις στα 16 του, μπήκε στον ένοπλο αγώνα των νεαρών εβραίων που πολεμούσαν τότε ολομόναχοι σχεδόν στο κατεχόμενο Παρίσι τα γερμανικά στρατεύματα, όταν είχαν ήδη αρχίσει οι μαζικές συλλήψεις από το καθεστώς των συνεργατών του Χίτλερ. Το 1942 ο Τόμι προσχώρησε στους FTP – ΜΟΙ (Ελεύθεροι Σκοπευτές και Παρτιζάνοι – Μετανάστες Εργάτες) που επιχειρούσαν να σπάσουν το ηθικό του κατακτητή με τρομοκρατικές ενέργειες, από βομβιστικές επιθέσεις στην αρχή (μάλιστα ο ήρωας δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει σε μία από αυτές και το «Κεφάλαιο» του Μαρξ) ως εντυπωσιακούς εκτροχιασμούς τρένων στη συνέχεια.

Η εκτέλεση και η αφίσα
Η οργάνωση αυτή είχε στις τάξεις της αγωνιστές της OS – MOI (Ειδική Οργάνωση των Μεταναστών Εργατών) που αποτελούνταν από ξένους κομμουνιστές της Αντίστασης, κυρίως Ρουμάνους, Ούγγρους, Πολωνοεβραίους, Ιταλούς και παλαίμαχους του Ισπανικού Εμφυλίου. Τις πιο ριψοκίνδυνες και θεαματικές αποστολές πάντως τις κατέστρωνε η «ειδική ομάδα» του Αρμένιου Μισάκ Μανουσιάν που προσχώρησε αργότερα σε αυτόν τον ιδιότυπο αγώνα.
Παρακολουθούμε την ιστορία αυτού του, κατά τον συγγραφέα, αληθινού και αφανούς ήρωα μέσα από την προσπάθεια ενός σκηνοθέτη (του αφηγητή του μυθιστορήματος) να δημιουργήσει μια ταινία βασισμένη στη ζωή του, 60 ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατό του. Ο Τόμι εκτελέστηκε διά τουφεκισμού στις 21 Φεβρουαρίου 1944 σε ηλικία 19 ετών στο προαύλιο των φυλακών της Φρεν μαζί με άλλους 22 συντρόφους του, νεαρά παιδιά, στην πλειονότητά τους προλεταριακών καταβολών.
Λίγο προτού συρθούν αλυσοδεμένοι στο απόσπασμα οι μελλοθάνατοι έτρωγαν γλυκίσματα από κάποια πακέτα του Ερυθρού Σταυρού και λίγο προτού πέσουν στο χώμα από τις παγωμένες σφαίρες πρόλαβε ο γερμανός φωτογράφος Τέομπλαντ να τους απαθανατίσει σε ό,τι αργότερα έγινε η περίφημη «Κόκκινη αφίσα» της «Ομάδας Μανουσιάν». Αυτή η αφίσα, την οποία η κατοχική προπαγάνδα χρησιμοποίησε κολλώντας την παντού για να κάμψει το ηθικό των κατακτημένων, είχε τελικά τον αντίθετο αντίκτυπο στη φοβισμένη κοινή γνώμη: πολλοί έσπευσαν να χαρακτηρίσουν τους νεκρούς «μάρτυρες» της Γαλλίας και της ελευθερίας.
Ο σκηνοθέτης ισχυρίζεται ότι διάλεξε για ήρωα της ταινίας του τον Τόμι «γιατί τα κίνητρά του ήταν πιο σύνθετα, λιγότερο κοινότοπα». Ο συγγραφέας Μπλοτιέρ όμως δεν πέρασε από το πεδίο της λογοτεχνικής διακήρυξης σε εκείνο της λογοτεχνικής απόδειξης. Τείνει περισσότερο προς την εξιδανίκευση του χαρακτήρα του. Το κάνει ωστόσο χωρίς μελοδραματισμούς. Ο σκηνοθέτης επινόησε μόνο τα πράγματα «χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα για την Ιστορία». Ετσι ο αφηγητής ξεδιπλώνει εναλλάξ δύο παράλληλες και συμπληρωματικές αφηγήσεις: την ιστορία του Τόμι σύμφωνα με τα απομνημονεύματα της μητέρας του και τις υπάρχουσες ιστορικές πηγές και την ιστορία του Τόμι όπως θα την παρακολουθούσαμε στη μεγάλη οθόνη μέσα από τις δυνατές σεκάνς της ταινίας του.
Το πιο ενδιαφέρον εύρημα αυτού του κομψού μέσα στη βιαιότητά του μυθιστορήματος είναι ο Γκάμπριελ. Πρόκειται για τον νεαρό σκέιτερ που συναντά τυχαία ο σκηνοθέτης κοντά στο Τροκαντερό του Παρισιού, ο οποίος, λόγω της ομοιότητάς του με τον νεκρό Τόμι, καλείται να τον υποδυθεί στην ταινία και τελικά ταυτίζεται ακραία μαζί του. Ο συγγραφέας ονομάζει αυτή την ιδέα «πνευματοληψία». Ακόμη όμως και ως εμμονική νεκρανάσταση, έχει το ενδιαφέρον της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ