Ο Ιρλανδός Ουίλιαμ Τρέβορ (γεν. 1928) σε ολόκληρη τη συγγραφική πορεία του, που καλύπτει περισσότερα από 60 χρόνια, έγραφε και εξέδιδε πάντοτε μυθιστορήματα παράλληλα με τα διηγήματά του. Για τα τελευταία μάλιστα τον συγκρίνουν με τον Τσέχοφ, αλλά τέτοια στερεότυπα αφθονούν τη σήμερον ημέρα.
Αν αφήσει κάποιος κατά μέρος τις σχηματοποιήσεις, μπορεί να ισχυριστεί ότι, όσον αφορά κυρίως την ατμόσφαιρα (και λιγότερο την τεχνική), το ας πούμε τσεχοφικό κλίμα κυριαρχεί στο σύνολο σχεδόν του έργου του – τηρουμένων, πάντα, των αναλογιών -, δηλαδή τόσο στα διηγήματα όσο και στα μυθιστορήματά του. Στα αντιπροσωπευτικότερα ανήκει το Καλοκαιρινό ειδύλλιο, μυθιστόρημα που πρωτοεκδόθηκε πριν από τρία χρόνια και κυκλοφορεί τώρα και στα ελληνικά. Μεταφρασμένα στη γλώσσα μας μπορεί να βρει κανείς άλλα επτά βιβλία του, από τα οποία δυστυχώς μόνο ένα (το Εργένηδες των λόφων, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα) αποτελείται από διηγήματα.
Στο Καλοκαιρινό ειδύλλιο δεν συμβαίνουν πολλά, με την έννοια ότι η πλοκή είναι στοιχειώδης. Δεν είναι δηλαδή ένα μυθιστόρημα που το διαβάζει κανείς για να δει… τι πρόκειται να γίνει παρακάτω. Μολονότι όμως η υπόθεση εκτυλίσσεται πριν από περίπου 60 χρόνια, ο αναγνώστης αισθάνεται εξαρχής τη βαθιά οικειότητα και τη συμπόνια που αναδίδονται από το βιβλίο, γιατί ο συγγραφέας αγαπά τους ήρωές του χωρίς ταυτοχρόνως να ταυτίζεται με κανέναν από αυτούς.

Ενας ξένος ανάμεσά τους
Βρισκόμαστε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1950 στην Ιρλανδία, και μάλιστα στην ανύπαρκτη κωμόπολη Ραθμόι, στην οποία όμως αυτός ο ευφυής και ευαίσθητος συγγραφέας έχει δώσει με ακρίβεια αλλά και επιλεκτική ευαισθησία όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της επαρχιακής ζωής εκείνης της εποχής.
Σε μια επαρχία δεν συμβαίνουν πολλά. Στην ουσία μπορεί και να μη συμβαίνει τίποτε. Αλλά πρόκειται για επιφανειακή διαπίστωση. Γιατί όταν ένας άγνωστος ονόματι Φλοριάν Κίλντερι εμφανίζεται την ώρα που κηδεύεται η γηραιά κυρία Κόναλτι, η οποία υπήρξε μια μητριαρχική φιγούρα, όλα αλλάζουν. Για ποιον λόγο ο άνθρωπος αυτός φωτογραφίζει σκηνές από την κηδεία; Και πώς, αφού δεν κατάγεται από την περιοχή, συμπεριφέρεται σαν να τη γνωρίζει από παλιά; Τι θα αλλάξει στο ήρεμο αλλά και κατατονικό περιβάλλον, όπου όλοι ζουν μέσα στην αφάνεια και την ακινησία;
Η παρουσία του ξένου ανοίγει ένα ρήγμα στη σιωπή για να αποκαλυφθεί η αίσθηση του δράματος και της ελπίδας και να αναδυθούν τα ματαιωμένα όνειρα για μιαν άλλη ζωή. Και πάνω από αυτά: η δύναμη του να ζει κανείς σε έναν τόπο όπου «δεν συμβαίνει τίποτε», προσδοκώντας όμως ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Αυτό μπορεί να το επιτύχει μόνον ο έρωτας, το ισχυρότερο ανθρώπινο αίσθημα, η κινητήριος δύναμη στο μυθιστόρημα του Τρέβορ. Ο έρωτας για τον Φλοριάν, που γεννιέται στην καρδιά της νεαρής Ελι, συζύγου του αγρότη Ντίλαχαν ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για το δυστύχημα που στοίχισε τη ζωή στην προηγούμενη σύζυγο και στο παιδί του και ζει μέσα στη θλίψη, το πένθος και τις ενοχές.
Το πάθος της Ελι Ντίλαχαν για τον νεαρό φωτογράφο είναι ακατανίκητο, αλλά η ίδια προσπαθεί να το καταστείλει – μάταια φυσικά. Θα συναντηθεί μαζί του αρκετές φορές, στα ερείπια ενός κινηματογράφου που θα αποτελέσει το καταφύγιό τους, και εκείνος θα μείνει κατάπληκτος από την καθαρότητα των αισθημάτων της. Η μητέρα του Φλοριάν γεννήθηκε στην Ιταλία, όπως και η εξαδέλφη του Ιζαμπέλα με την οποία παραμένει αθεράπευτα ερωτευμένος ως το τέλος, όταν ο Φλοριάν εξαφανίζεται στη Σκανδιναβία όπου ήλπιζε να τον ακολουθήσει η Ελι.

Η γοητεία του ανεπαίσθητου
«Γιατί χρειάστηκε ο συγγραφέας 250 σελίδες γι’ αυτή την απλή εξιστόρηση;» θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Διαβάζοντας ωστόσο το βιβλίο αντιλαμβάνεται πολύ σύντομα ότι η σχέση ανάμεσα στον Φλοριάν και στην Ελι είναι μεν ο πυρήνας της αφήγησης, αλλά περιέχει και ένα πλήθος λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής που διαδέχονται απανωτά η μία την άλλη στήνοντας μπροστά του έναν κόσμο ολοζώντανο, πραγματικό, σε διαρκή κίνηση (και τούτο είναι εκπληκτικό όταν έχεις έναν συγγραφέα που επιλέγει να κινήσει τα νήματα της αφήγησής του στο στατικό περιβάλλον της επαρχίας).
Αυτό συμβαίνει επειδή ο Τρέβορ χειρίζεται περίτεχνα τις αποστάσεις, την κίνηση ανάμεσα στο μακρινό και στο κοντινό και κατά συνέπεια ανάμεσα στο παρόν και στις αναμνήσεις. Ετσι, ό,τι είναι φευγαλέο γίνεται πραγματικό, προετοιμάζοντας την επόμενη στιγμή, η οποία επέρχεται σχεδόν ανεπαίσθητα, χωρίς ο αναγνώστης να το αντιληφθεί.
Με άλλα λόγια, ο Τρέβορ είναι μάστορας της ατμόσφαιρας. Για όσους μάλιστα αρέσκονται να ανακαλύπτουν ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα σε συγγραφείς, είναι πειρασμός το να συγκρίνουν το Καλοκαιρινό ειδύλλιο με το Πιερ και Ζαν του Γκυ ντε Μοπασάν. Αλλωστε η διεθνής κριτική θεωρεί ότι ο Τρέβορ εντάσσεται στην παράδοση στην οποία ανήκει εκείνος ο μείζων γάλλος πεζογράφος του 19ου αιώνα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ