«Η αγορά των ιδεών δεν αφορά πλέον τις ιδέες». Η άποψη αυτή, προερχόμενη μάλιστα από τον Αντρέ Σιφρίν, επί 30 χρόνια διευθυντή των εκδόσεων Pantheon στις ΗΠΑ, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα σε μια εποχή μεγάλων ανακατατάξεων στην παγκόσμια αγορά του βιβλίου. Ο πατέρας του, Ζακ Σιφρίν, Ρωσοεβραίος, υπήρξε θρυλική μορφή των εκδόσεων τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Στο Παρίσι ίδρυσε τις περίφημες εκδόσεις της Πλειάδος, τις οποίες αγόρασαν και συνεχίζουν οι Gallimard, και όταν το 1940, εξαιτίας της κατάληψης της Γαλλίας από τους χιτλερικούς, αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αμερική, δημιούργησε από κοινού με τον εξόριστο γερμανό εκδότη Κουρτ Βολφ τις εκδόσεις Pantheon, που άφησαν εποχή.
Ο Αντρέ Σιφρίν ανέλαβε διευθυντής όταν το Pantheon αγοράστηκε από τον εκδοτικό κολοσσό Random House και στα 30 χρόνια που παρέμεινε στον οίκο εξέδωσε σπουδαία βιβλία κορυφαίων συγγραφέων. Παραιτήθηκε το 1990 – και μαζί του ολόκληρη η εκδοτική ομάδα του Pantheon – όταν τα αφεντικά του Random House θέλησαν να δώσουν καθαρά εμπορικό χαρακτήρα στις εκδόσεις αλλάζοντας και τον ιδεολογικό προσανατολισμό τους και στρέφοντάς τες προς τα δεξιά.
Ο Σιφρίν ίδρυσε στη συνέχεια τον εκδοτικό οίκο New Press, τον οποίο διευθύνει επί δύο δεκαετίες. Ηρεμος αλλά πάντα αποφασιστικός και ασυμβίβαστος, παραμένει στα 77 του χρόνια μία από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες στα εκδοτικά πράγματα των ΗΠΑ. Βρέθηκε στη χώρα μας καλεσμένος από το ΕΚΕΒΙ και τις εκδόσεις Αιώρα, από τις οποίες κυκλοφορούν δύο βιβλία του: Εκδόσεις χωρίς εκδότες και Οι λέξεις και το χρήμα. Τον συναντήσαμε σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας και παραχώρησε τη συνέντευξη που ακολουθεί αποκλειστικά για «Το Βήμα».

Ησασταν επί 30 χρόνια διευθυντής των εκδόσεων Pantheon. Στη συνέχεια ιδρύσατε τις εκδόσεις New Press. Για ποιον λόγο εγκαταλείψατε έναν επιτυχημένο εκδοτικό οίκο και μπήκατε σε περιπέτεια;
«Ημουν 26 ετών όταν προσλήφθηκα στις εκδόσεις Pantheon, τις οποίες είχε αγοράσει ο εκδοτικός κολοσσός Random House το 1961. Εμείς εκδώσαμε το πρώτο πολιτικό βιβλίο του Τσόμσκι. Το κλίμα ήταν διαφορετικό εκείνες τις εποχές και δεν μας ενδιέφερε το κέρδος. Χρόνια αργότερα, το 1985, τα πράγματα άλλαξαν. Η νέα διοίκηση ήθελε να ανεβάσει το ποσοστό κέρδους από το 3%-4% στο 10%-15%. Η καινούργια αντίληψη πλέον ήταν ότι κάθε βιβλίο θα έπρεπε να είναι κερδοφόρο. Ετσι, άρχισαν να απορρίπτουν τα καλά βιβλία. Δεν ήθελαν να εκδώσουν οτιδήποτε θα πουλούσε κάτω από 5.000 αντίτυπα, όσα λ.χ. πούλησε περίπου το Δρ Ζιβάγκο του Παστερνάκ – προτού φυσικά τιμηθεί ο τελευταίος με το βραβείο Νομπέλ.

«Αποφάσισαν λοιπόν να μικρύνουν τη λίστα των εκδόσεων. Να εκδίδουν λιγότερα βιβλία που θα πωλούν περισσότερα αντίτυπα. Κάποια στιγμή, το 1990, όλοι μας της εκδοτικής ομάδας δεν αντέξαμε και παραιτηθήκαμε ομαδικά. Το σκάνδαλο υπήρξε τεράστιο και πήρε μεγάλη δημοσιότητα στον Τύπο, ώσπου τα αφεντικά του Random House απείλησαν τις εφημερίδες ότι θα τους κόψουν τη διαφήμιση».

Στο βιβλίο σας «Εκδόσεις χωρίς εκδότες» γράφετε ότι δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς ελευθερία του Τύπου (όπου περιλαμβάνετε τα ΜΜΕ και τα βιβλία). Η κρίση που αντιμετωπίζουν τα ΜΜΕ σήμερα πιστεύετε ότι συνιστά απειλή για τη δημοκρατία;
«Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αλλά ας πάμε στις ΗΠΑ. Ο αμερικανικός Τύπος δεν έγραψε, λ.χ., τίποτε για όσα συνέβησαν πραγματικά στο Ιράκ. Τα αμερικανικά ΜΜΕ ήταν ελεγχόμενα. Επρόκειτο για ένα είδος άτυπης λογοκρισίας. Το ίδιο συμβαίνει σήμερα με την περίπτωση του Ρούπερτ Μέρντοχ (σ.σ.: του μεγιστάνα των ΜΜΕ), που επιδιώκει να μεταβάλει τις απόψεις του κοινού και να καταστρέψει, λ.χ., το BBC με σκοπό να ιδιωτικοποιήσει τον τομέα των ειδήσεων. Αυτή είναι η υποβόσκουσα ιδεολογία».

Μεταβαίνουμε από τα έντυπα στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ. Αυτό πώς επηρεάζει τη μετάδοση των ειδήσεων και τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε για τον κόσμο και για τον εαυτό μας;
«Η επίδραση της νέας τεχνολογίας, της ηλεκτρονικής μετάδοσης των πληροφοριών, όσον αφορά τα γεγονότα της Τυνησίας και της Συρίας ήταν πολύ σημαντική. Αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά. Για παράδειγμα, το 25% των Αμερικανών πιστεύει ότι ο πρόεδρος Ομπάμα είναι μουσουλμάνος και δεν γεννήθηκε στις ΗΠΑ – και αυτό εξαιτίας των ψεμάτων με τα οποία είναι γεμάτο το Διαδίκτυο. Σύμφωνα με τις στατιστικές, ο μέσος Αμερικανός δεν αφιερώνει, δυστυχώς, πάνω από επτά λεπτά ημερησίως για να ενημερωθεί από τον Τύπο».

Υπάρχει μέλλον για τα βιβλία όπως τα γνωρίζουμε ως σήμερα;
«Η σταθερή τιμή πώλησης του βιβλίου, που ισχύει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, είναι ένα καλό μέτρο, αλλά όσον αφορά τις ΗΠΑ και την Αγγλία, όπου δεν ισχύει, φοβούμαι ότι είναι πολύ αργά να εφαρμοστεί. Αυτό όμως που επιδιώκουν πρωτίστως οι πολυεθνικές εταιρείες είναι να ελέγξουν το copyright αλλάζοντας τη σχετική νομοθεσία και έτσι να ελέγξουν το παρελθόν, που είναι προσοδοφόρο. Αλλά πολλές φορές οι στόχοι για μια έκδοση είναι διαφορετικοί. Ο Μέρντοχ, λ.χ., εξέδωσε το βιβλίο της κόρης τού Ντενγκ Χσιάο Πινγκ για τον πατέρα της (πρόκειται βέβαια για αγιογραφία), προκειμένου να αποκτήσει το δικό του κανάλι καλωδιακής τηλεόρασης στην Κίνα».

Το πέτυχε;
«Οχι βέβαια. Οι Κινέζοι δεν είναι ανόητοι. Και εφαρμόζουν πιστά την καπιταλιστική συνταγή να κερδίζουν μεγάλα ποσά από την έκδοση των βιβλίων».

Κάποτε είπατε ότι τα ΜΜΕ και το βιβλίο αντιμετωπίζουν το ίδιο είδος κρίσης. Τι νομίζετε ότι θα συμβεί στο μέλλον;
«Τα βιβλία δεν μπορούν να αντικατασταθούν. Θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν – και να συνυπάρχουν με τα ΜΜΕ».

Από τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία πήγαμε στις αλυσίδες και από εκεί – στις μεγάλες χώρες τουλάχιστον – στο amazon. Αυτό πόσο επηρέασε την αναγνωστική συμπεριφορά μας;
«Πάρα πολύ. Οταν το μόνο κριτήριο για μια έκδοση είναι η εμπορικότητα, τότε αναπόφευκτα διαβάζουμε όλο και χειρότερα βιβλία. Καλό βιβλιοπωλείο δεν είναι εκείνο στο οποίο βρίσκεις αυτό που ξέρεις, αλλά εκείνο όπου υπάρχει ό,τι πρέπει να διαβάσεις».

Η Google κερδίζει τεράστια ποσά από την εκμετάλλευση των κειμένων, για τα οποία καταβάλλει πολύ μικρή αμοιβή. Ποια είναι τα συνολικά κέρδη της;
«Δύο δισ. δολάρια τον χρόνο. Ωστόσο τα περισσότερα προκύπτουν από τους καταλόγους πιθανών πελατών που καταρτίζει και πουλάει. Αυτή είναι σήμερα μια από τις πλέον προσοδοφόρες επιχειρήσεις: η πώληση καταλόγων. Το ίδιο κάνουν και άλλοι. Στην Αμερική βεβαίως έχουμε και άλλα φαινόμενα. Η amazon, επί παραδείγματι, κέρδισε τη δίκη εναντίον των εκδοτών που την πήγαν στα δικαστήρια επειδή πουλούσε βιβλία σε πολύ χαμηλές τιμές. Αυτή είναι η τάση σήμερα. Η τιμή του βιβλίου να είναι όσο το δυνατόν πιο χαμηλή. Γιατί δεν υπάρχει σταθερή τιμή πώλησής του».

Ο πατέρας σας, Ζακ Σιφρόν, ξεκίνησε στις ΗΠΑ το 1942 τις εκδόσεις Pantheon με τον εξόριστο γερμανό εκδότη Κουρτ Βολφ. Πώς συνέβη αυτό και τι θυμάστε από εκείνη την εποχή;
«Ο Βολφ ήταν ο πρώτος εκδότης του Κάφκα στη Γερμανία. Συναντήθηκε με τον πατέρα μου στη Νέα Υόρκη. Οταν ήμουν παιδί πήγαινα στα γραφεία, όπου συναντούσα πολλούς από τους συγγραφείς του οίκου. Στην αρχή το Pantheon εξέδιδε ξένους συγγραφείς. Τον Παστερνάκ, τον Γκύντερ Γκρας ανάμεσα σε άλλους. Αργότερα είχαμε και Αμερικανούς. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θα ακολουθήσω το παράδειγμα του πατέρα μου, ο οποίος ήταν πολυτάλαντος. Οχι μόνο μετέφρασε τους ρώσους κλασικούς στα γαλλικά, όχι μόνο ίδρυσε τις εκδόσεις της Πλειάδος, που τις αγόρασαν οι εκδόσεις Gallimard, αλλά σχεδίασε ο ίδιος και τα εξώφυλλα τα οποία χρησιμοποιούν έκτοτε. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν δεκαπέντε ετών. Εγώ στην αρχή εργάστηκα στις εκδόσεις τσέπης των Penguin στην Αμερική. Οταν οι Βολφ άφησαν το Pantheon, οι νέοι ιδιοκτήτες μού πρότειναν να αναλάβω διευθυντής και δέχθηκα».

«Ενισχύστε τις καλές εκδόσεις με τα χρήματα από τον ΦΠΑ»
Στην Ελλάδα παρατηρείται τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο κάποιοι εκδότες να αποσύρουν από την κυκλοφορία βιβλία μικρών πωλήσεων. Ο Αντρέ Σιφρίν δίνει τη δική του εξήγηση: «Είναι η εμμονή με τα μεγάλα νούμερα. Οταν έφυγα με το υπόλοιπο εκδοτικό τμήμα από το Pantheon, οι υπεύθυνοι απέσυραν τα βιβλία πολλών καλών συγγραφέων. Κατά τη γνώμη μου, οποιοδήποτε βιβλίο πουλάει δύο αντίτυπα τον χρόνο ανά βιβλιοπωλείο πρέπει να παραμένει στα ράφια. Αλλά με τις αλυσίδες συμβαίνει κάτι άλλο. Γι’ αυτές κάθε τετραγωνικό μέτρο συνεπάγεται ένα συγκεκριμένο ποσοστό κέρδους. Αν ένα βιβλίο δεν πουλάει όσο γρήγορα θέλουν, τότε το στέλνουν πίσω στον εκδότη. Γι’ αυτό και οι εκδότες σταμάτησαν να διαφημίζονται στις εφημερίδες και ξοδεύουν μεγάλα ποσά προκειμένου να δελεάσουν τις αλυσίδες».

Υποθέτω ότι γνωρίζετε για την κρίση στην Ελλάδα που πλήττει και το βιβλίο και τα ΜΜΕ. Τι θα λέγατε ή θα προτείνατε;
«Είναι πολύπλοκο και δύσκολο για κάποιον εκ των έξω να κάνει προτάσεις. Μπορούν όμως να γίνουν κάποια απλά πράγματα. Κατ’ αρχάς οι αλυσίδες να αρχίσουν να πληρώνουν κανονικά και εγκαίρως τους εκδότες. Αυτό ίσως απαιτεί να αλλάξει συνολικά το σύστημα και η λειτουργία της αγοράς. Επειτα να βοηθηθούν οι βιβλιοθήκες. Με τα χρήματα από τον ΦΠΑ του βιβλίου να ενισχύονται και να προμηθεύονται τα καλά βιβλία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ