Ο 56χρονος Μάικλ Κόνελι είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων στις ΗΠΑ. Σπούδασε δημοσιογραφία και δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα και εργάστηκε ως αστυνομικός ρεπόρτερ σε πολλές εφημερίδες – ανάμεσά τους και οι «Los Angeles Times». Οταν είδε την ταινία «Ο μεγάλος αποχαιρετισμός» (1973) του Ρόμπερτ Αλτμαν, τη βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Ρέιμοντ Τσάντλερ, ενθουσιάστηκε, διάβασε όλα τα βιβλία του συγγραφέα και αποφάσισε να ασχοληθεί με την αστυνομική λογοτεχνία.
Το 1992 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Σκοτεινή ηχώ, με ήρωα τον Χάρι Μπος (το όνομα αποτελεί φόρο τιμής στον ολλανδό ζωγράφο Ιερώνυμο Μπος), ντετέκτιβ της αστυνομίας, και η επιτυχία του τον οδήγησε στο γράψιμο άλλων δεκατεσσάρων περιπετειών με τον ίδιο πρωταγωνιστή. Στις περίτεχνες πλοκές που κατασκευάζει ο Κόνελι δεν χρησιμοποιεί ούτε την Ιστορία, όπως ο Τζέιμς Ελρόι, ούτε την κοινωνική πραγματικότητα, όπως ο Τζορτζ Πελεκάνος. Οι ήρωές του ανήκουν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ασκούν ποικίλα επαγγέλματα (δικηγόροι, γιατροί, πλεϊμπόι, επιχειρηματίες, άνθρωποι του κινηματογράφου, μα κυρίως αστυνομικοί) και δεν εμπλέκονται σε ζητήματα ρατσισμού, ξενοφοβίας ή ανέχειας, αντιθέτως το στοιχείο που καθοδηγεί τις πράξεις τους είναι το χρήμα, το κυριότερο κίνητρο για τη διάπραξη εγκλημάτων.
Στο Εννέα δράκοι μόνο σε μία παράγραφο γίνεται μνεία της οικονομικής κρίσης η οποία ενέσκηψε πριν από λίγα χρόνια στην Αμερική, χωρίς περαιτέρω επεξεργασία του φαινομένου που εξαπλώθηκε σε όλον τον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Εδώ, ο Χάρι Μπος, που αναλαμβάνει να εξιχνιάσει μια απλή, σχεδόν συνηθισμένη δολοφονία, βλέπει απρόσμενα το οργανωμένο έγκλημα να εισδύει στον προσωπικό του κόσμο, κάτι που τον κάνει ευάλωτο στις αξιώσεις των παρανόμων που επιβουλεύονται τη ζωή της κόρης του.
Το μυθιστόρημα αρχίζει με τη δολοφονία του ιδιοκτήτη μιας κάβας, του Τζον Λι. Τα στοιχεία που ανακαλύπτονται δεν παραπέμπουν σε πράξη εκδίκησης ούτε σε έγκλημα εν βρασμώ ψυχής, άρα πρόκειται για μια τυπική ληστεία μετά φόνου από κάποιον άγνωστο. Η ανάκριση των μελών της οικογένειας του θύματος (της συζύγου, του γιου και της κόρης του) δεν φωτίζει στο παραμικρό την υπόθεση και η έρευνα του Μπος και των συνεργατών του τον οδηγούν σε κάποια συμμορία εκβιαστών που παίρνουν αμοιβή για προστασία.

Συμμορία βουδιστών μοναχών
Ο Λι είναι κινεζικής καταγωγής και ίσως συνδέεται με τις κινεζικές Τριάδες, συμμορίες μπράβων και προστατών που από καιρό έχουν περάσει από την Κίνα στις ΗΠΑ και δρουν στις μεγάλες αμερικανικές πόλεις. Οι Τριάδες ιδρύθηκαν στην Κίνα τον 17ο αιώνα από βουδιστές μοναχούς ως μυστική αδελφότητα με σκοπό την εκδίωξη των εισβολέων Μαντσού και στο Λος Αντζελες ζουν όπως το ψάρι στο νερό, καθώς η πόλη έχει μια μεγάλη παροικία Κινέζων.
Ο Μπος εντοπίζει τον εισπράκτορα της συμμορίας που παρείχε προστασία στο θύμα, αλλά σύντομα παίρνει ένα μήνυμα που τον διατάζει να εγκαταλείψει την έρευνα για να μην πάθει κακό η 13χρονη κόρη του, Μάντι, η οποία κατοικεί στο Χονγκ Κονγκ, όπου η μητέρα της εργάζεται σε καζίνο ως επαγγελματίας χαρτοπαίκτρια. Η Μάντι, δεμένη σε μια καρέκλα και φιμωμένη, του στέλνει στο κινητό του ένα βίντεο από την αιχμαλωσία της και τότε ο Μπος αναγκάζεται να ταξιδέψει στο Χονγκ Κονγκ για να τη σώσει από τα χέρια των απαγωγέων της.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δράση του ήρωα στην κινεζική πόλη, την οποία ο συγγραφέας περιγράφει με ζωηρά χρώματα αναμειγνύοντας κινεζικές δεισιδαιμονίες και προλήψεις, έθιμα και συνήθειες (το «Εννέα δράκοι» του τίτλου συνδέεται με τους οκτώ λόφους της περιοχής που ονομάστηκαν δράκοι και μαζί με τον αυτοκράτορα, δράκος κι αυτός, έγινα εννέα).
Μολονότι το μυθιστόρημα, ειδικά στο δεύτερο μέρος του, όταν εκτυλίσσεται στο Χονγκ Κονγκ, παίρνει μορφή θρίλερ με τον Μπος να προσπαθεί να απελευθερώσει την κόρη του – με τη βοήθεια της πρώην γυναίκας του και του εραστή της -, και να απειλείται άμεσα από ασιάτες κακοποιούς, το τρίτο και τελευταίο μέρος δεν έχει πολλή δράση. Μετατρέπεται σε γρίφο. Εκεί που ο αναγνώστης νομίζει ότι η υπόθεση εξιχνιάστηκε, με νεκρούς εκατέρωθεν, τόσο από την πλευρά της αστυνομίας όσο και από την πλευρά των κακοποιών, ο Κόνελι τον ξαναβάζει στο παιχνίδι της γάτας και του ποντικιού, όπως συμβαίνει σε κάθε καλό αστυνομικό μυθιστόρημα, και τον ταράζει στις ανατροπές.
Τελικά, η πλοκή παραπέμπει στον Ιερώνυμο Μπος, ο οποίος στα έργα του αποτύπωσε τις φαντασιώσεις του, τις σχετικές με τα θανάσιμα αμαρτήματα, μα και τη λύτρωση – ο πίνακάς του «Κόλαση» κοσμεί τον τοίχο του γραφείου του Κόνελι. Οι οικογένειες που περιγράφει ο συγγραφέας στο παρόν μυθιστόρημα δεν είναι τόσο δεμένες όσο φανταζόμαστε, αφού σε αυτές ενδημεί, εκτός από τον φόνο, και το θανάσιμο αμάρτημα της απληστίας, έστω κι αν το χάπι εντ συνδυάζεται με την εξιλέωση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ