Ενα μυθιστόρημα για την ανάγνωση και τη λογοτεχνία; Να μια πολύ πρωτότυπη ιδέα, τουλάχιστον για τα ελληνικά δεδομένα, όπου κάνει ασφαλώς την παρθενική της εμφάνιση. Επειδή όμως πρόκειται ακριβώς για αχαρτογράφητη περιοχή, ένα τέτοιο εγχείρημα δεν αποκλείεται να βρεθεί ευθύς εξαρχής ενώπιον σοβαρών δυσκολιών, κινδυνεύοντας να κατρακυλήσει είτε στον φορμαλισμό είτε στη χρηστομάθεια και στον διδακτισμό.
Με τον Αναγνώστη του Σαββατοκύριακου, ένα βιβλίο εντελώς διαφορετικό από τα παλαιότερα μυθιστορήματά του (Πλατεία Λένιν, πρώην Συντάγματος, 2005, και Στρατιώτης του Χριστού, 2008), που χαρακτηρίζονται από ένα έντονο στοιχείο πολιτικής κινητοποίησης, ο Δημήτρης Φύσσας κατορθώνει όχι μόνο να αποφύγει την οποιαδήποτε μορφή εγκεφαλισμού, αλλά και να στήσει μια ιστορία με λειτουργικό σασπένς και διακριτικό χιούμορ.
Η ιστορία την οποία στήνει ο Φύσσας στο καινούργιο μυθιστόρημά του είναι αυτή μιας νεαρής ιδιωτικής υπαλλήλου που θα εγκαταλείψει την εξαιρετικά άχαρη και κακοπληρωμένη δουλειά της για να προσληφθεί ως επαγγελματίας αναγνώστρια μιας τυφλής μεσόκοπης. Η πλούσια εκ καταγωγής Λόρα ζει με τον γηραιό σκωτσέζο υπηρέτη της και τη μαθηματικό μαγείρισσά της στα βόρεια προάστια, τρέφει τεράστια (σε βαθμό εξάρτησης) αγάπη για τη λογοτεχνία και θα καταφέρει γρήγορα να μυήσει την παντελώς άμαθη Βάλια σε έναν πρωτόγνωρο κόσμο: έναν κόσμο στον οποίο ηγεμονεύουν, μεταξύ άλλων, ο Αλμπέρ Καμί, ο Γκυ ντε Μοπασάν, ο Νόρμαν Σπίνραντ και ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, που θα συναντηθούν με τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη και τον Ροΐδη – χωρίς να μείνει έξω από τον λογαριασμό ο Δημήτρης Χατζής ή ο Θανάσης Βαλτινός.
Εκείνο που διαπερνά απ’ άκρου εις άκρον τον Αναγνώστη του Σαββατοκύριακου είναι η έννοια της τυφλότητας όπως την έχουν δουλέψει στα έργα τους ο Χόρχε Λούις Μπόρχες, ο Ερνέστο Σάμπατο και (πρωτίστως) ο Ζοζέ Σαραμάγκου. Μετατρέποντας τη χαμένη όραση της Λόρας σε όργανο διαφωτισμού της Βάλιας, ο Φύσσας συνθέτει μια περιεκτική και συνάμα ερεθιστική αφήγηση μαθητείας και διανοητικής ενηλικίωσης. Η αποκάλυψη των μυστικών της λογοτεχνικής ανάγνωσης στη Λόρα δεν γίνεται διά μέσου μιας σειράς σχοινοτενών περιγραφών ή θεωρητικών κατασκευών, που θα διέλυαν αμέσως τα πάντα, αλλά μέσα από την ανάπτυξη μιας πυκνά οργανωμένης δράσης, που βάζει στο παιχνίδι μια περίτεχνη (πρώτα αστυνομική, ύστερα ερωτική και κατόπιν οικογενειακή) ίντριγκα, ικανή να μεταμορφώσει την τέχνη σε απόσταγμα ζωής.
Ο Φύσσας θα κλείσει την ιστορία του με μια θεαματική και καθ’ όλα ευπρόσδεκτη ανατροπή του κεντρικού του ευρήματος, που δεν είναι άλλο από τη φωναχτή ανάγνωση της λογοτεχνίας μπροστά σε έναν ανήμπορο να διαβάσει ακροατή. Οταν η Βάλια θα ξεκινήσει να κολυμπάει στα βαθιά νερά της λογοτεχνίας, θα μπει στον πυρήνα της νεωτερικότητας, αποσυνδέοντας τις λέξεις από τον ήχο τους. Η ανάγνωση είναι από την εποχή των τροβαδούρων της Προβηγκίας και μετά μια σιωπηλή και μοναχική διαδικασία (το τέρμα της προφορικότητας), την οποία η Βάλια θα διεκδικήσει εξ ολοκλήρου φθάνοντας στην ωριμότητα, ακόμη και αν αυτό θα της κοστίσει (με την άρνηση του ρόλου της δίπλα στη Λόρα) μια πολλά υποσχόμενη ευμάρεια.
Το βιβλίο δεν θα είχε το παραμικρό ψεγάδι αν έλειπαν (ή έστω αν περικόπτονταν γενναία) οι συχνές πρωτοπρόσωπες παρεμβάσεις του συγγραφέα, που αδυνατίζουν χωρίς κανέναν λόγο τη συνοχή του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ