Ενα δεκάχρονο παιδί θα δει τον Μάρτιο του 1948 τη μητέρα και τον πατέρα του να βρίσκουν φριχτό θάνατο από τους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού και θα αναγκαστεί να ζήσει ολόκληρο το δράμα του Εμφυλίου, επιστρέφοντας ξανά και ξανά στην πρωταρχική σκηνή της δολοφονίας των γονιών του. Ο μικρός Περικλής θα συρθεί μαζί με τους αντάρτες στα βουνά όπου πολέμησε ο Αρης Βελουχιώτης για να παρακολουθήσει τους αθέλητους συντρόφους του να εξοντώνονται ένας προς έναν, θα κλειστεί στη Μακρόνησο, για να παραστεί ανήμπορος στον θάνατο της θετής του μάνας και να μεταφερθεί εν συνεχεία σε παιδούπολη. Θα καταλήξει εκτοπισμένος στη Γυάρο, όπου και θα χάσει όλες του τις δυνάμεις, για να βυθιστεί μετά την αποφυλάκισή του στο αλκοόλ και στην παραλυτική αδράνεια.
Εχοντας μια ευδόκιμη θητεία στην ποίηση, θητεία που ξεκίνησε πριν από σχεδόν μία δεκαπενταετία, με τη συλλογή Το δέρμα της νύχτας (1999), ο Γιώργος Λίλλης κάνει το ντεμπούτο του στην πεζογραφία με ένα μυθιστόρημα το οποίο ξαναπιάνει το νήμα της εμφύλιας σύγκρουσης για να αφηγηθεί μια ιστορία ολοκληρωτικής διάψευσης και ματαίωσης.
Ο Περικλής θα περάσει, χωρίς να το επιλέξει, στην πλευρά των ηττημένων (όπως και οι μικροί ήρωες του Στρατή Χαβιαρά στα Ηρωικά χρόνια – 1984), αλλά θα πιστέψει στις θυσίες τους και θα αφοσιωθεί στον αγώνα τους, ώσπου να οδηγηθεί στην πικρή διαπίστωση ότι ο Εμφύλιος δεν θεμελίωσε ποτέ κανένα δίκιο για κανέναν. Η μνήμη του εμφυλιακού τραύματος αποδεσμεύει στην αφήγηση του Λίλλη το πένθος για μια κολοσσιαία απώλεια που, ακόμη και αν προκλήθηκε με ευθύνη αμφοτέρων των παρατάξεων, δεν επιδέχεται καμία τιμή αληθείας. Η μοναδική αλήθεια του Εμφυλίου είναι η στυγνά επαναλαμβανόμενη βία και ο εκκωφαντικός αχός της.
Τα τελευταία χρόνια πολλοί συγγραφείς των νεότερων γενεών έχουν πλησιάσει τον Εμφύλιο. Αλλοτε για να τον μεταμορφώσουν σε ιστορικό μυθιστόρημα, άλλοτε για να τον αναγάγουν σε σύμβολο απώθησης ή σιωπής (ένα είδος παραπομπής στο χάος της καθημερινής ύπαρξης), άλλοτε για να εντάξουν τα ιστορικά υλικά του σε έναν παιγνιώδη, μοντερνιστικό ή μεταμοντέρνο λόγο και άλλοτε για να προσδώσουν μια ταυτότητα βάθους στη σύγχρονη Αριστερά, θρηνώντας τη διπλή της – εσωτερική και εξωτερική – ήττα.
Ο Λίλλης στρέφεται με τα Ιχνη στο χιόνι στη βιοπολιτική διάσταση του Εμφυλίου, αποτυπώνοντας τη βία στο έντρομο αλλά κάθε άλλο παρά μελοδραματικό βλέμμα ενός παιδιού. Και αυτό αποτελεί σίγουρα το πιο ενδιαφέρον στοιχείο σε ένα μυθιστόρημα που κατά τα άλλα αντιμετωπίζει πολλαπλά προβλήματα. Μεταξύ αυτών, οι εκνευριστικά αδέξιοι, αφελείς και παράταιροι διάλογοι, τα ξύλινα ιστορικά κορδόνια με τα οποία συνοδεύει τις αναμνήσεις του ετοιμοθάνατου Περικλή ο νεαρός κοινωνικός ανθρωπολόγος που μιλάει μαζί του, όπως και οι πασιφιστικές (καθαρώς ανιστόρητες) κορόνες που απευθύνουν δίκην βαρυσήμαντου πολιτικού κληροδοτήματος στον αναγνώστη τόσο ο Περικλής όσο και ο ανθρωπολόγος.
Η βία κλιμακώνεται εδώ αμέσως προς τα κάτω, αδειάζοντας από το οποιοδήποτε στοιχείο έντασης, και το βιοπολιτικό της μήνυμα χαλαρώνει ασυγχώρητα. Απομένουν οι συγκλονιστικά γυμνές και αρκούντως ασχολίαστες σκηνές των ίδιων των βιαιοπραγιών, που μετατρέπουν το σώμα σε αβυσσαλέο θύμα της πολιτικής και της Ιστορίας, στερώντας του όλα του τα δικαιώματα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ