«Στα χαρακώματα της μάχης είμαστε όλοι κεϊνσιανοί» θα πει στο κορύφωμα της παρούσας οικονομικής κρίσης, το 2009, ο νομπελίστας οικονομολόγος Ρόμπερτ Λούκας. Η φράση «να επανεφεύρουμε το κράτος» κυριαρχεί στα προγράμματα πολλών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη, και στην Ελλάδα. Η μονεταριστική συνταγή έχει αποτύχει και όλοι στρέφουν πάλι το βλέμμα τους προς το κράτος. Μπορεί όμως η συνταγή του Κέινς, που διαμόρφωσε τις κυρίαρχες πολιτικές μετά τη μεγάλη κρίση του 1929, να σταθεί και σήμερα στα πόδια της; Ο Φιλίπ Αγκιόν, καθηγητής Οικονομικών στο Χάρβαρντ, και η Αλεξάντρα Ρουλέ, στο βιβλίο τους Ο νέος ρόλος του κράτους, Για μια ανανεωτική σοσιαλδημοκρατία (εκδ. Πόλις) πιστεύουν ότι η διάκριση μεταξύ νεοφιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών για «περισσότερο» ή «λιγότερο» κράτος είναι μάλλον άστοχη και ότι το ζητούμενο είναι ένα «διαφορετικό κράτος». Αναγνωρίζουν τον ρόλο της δημόσιας εξουσίας, αφού όμως την «επινοήσουν εκ νέου».
Για τους δύο συγγραφείς ο κεϊνσιανισμός δεν μπορεί να ανταποκριθεί στη σημερινή ιστορικά διαμορφωμένη πραγματικότητα, καθώς τα εργαλεία του είναι αναντίστοιχα της εποχής. Το κεϊνσιανό κράτος διέθετε τρεις μοχλούς παρέμβασης: τον εκτεταμένο δημόσιο τομέα που του έδινε τη δυνατότητα να κατευθύνει τη βιομηχανική πολιτική. Στο πλαίσιο μιας κλειστής οικονομίας μπορούσε να δίνει ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες και μπορούσε να διατηρεί το κράτος πρόνοιας μέσω επιδοτήσεων και υποκατάστατων εισοδημάτων (επιδόματα κτλ.).
Οι συγγραφείς τονίζουν ότι η εποχή άλλαξε, έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο ανοιχτής οικονομίας όπου η πρόοδος των ανεπτυγμένων χωρών δεν είναι αποτέλεσμα της τεχνολογικής απομίμησης αλλά της καινοτομίας. Σήμερα δημιουργούνται συνεχώς νέες επιχειρήσεις και άλλες αφανίζονται. Το ζήτημα για το κράτος δεν είναι ο άμεσος έλεγχος αλλά η ρύθμισή τους. Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία η διαχείριση μέσω της ζήτησης χάνει την αποτελεσματικότητά της, αφού η αύξηση των δημοσίων δαπανών μπορεί να εκφραστεί με τη διόγκωση του εμπορικού ελλείμματος και όχι με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Για τη Γαλλία (για την οποία γράφτηκε αυτό το βιβλίο) η ενίσχυση των εισαγωγών είχε άμεσα αρνητικό αποτέλεσμα στην εγχώρια βιομηχανία. Τέλος, το κράτος πρόνοιας διέρχεται τεράστια κρίση. Το ζήτημα για τους συγγραφείς δεν είναι μόνο να προστατευθούν τα άτομα, αλλά και να υποστηριχθούν σε μια επαγγελματική διαδρομή που τη διακρίνει μεγαλύτερη κινητικότητα από ό,τι στο παρελθόν.
Οι Αγκιόν – Ρουλέ θεωρούν αναποτελεσματικό και τον Τρίτο Δρόμο που προσπάθησαν να χαράξουν οι Νέοι Εργατικοί στη Βρετανία. Η παρέμβαση των τελευταίων βασίστηκε αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς, ενώ οι συγγραφείς του βιβλίου επικεντρώνουν στην ιδέα της συμπληρωματικότητας ανάμεσα στα χρηματοπιστωτικά κίνητρα και στις μεταρρυθμίσεις της διακυβέρνησης – ό,τι ακριβώς οι Εργατικοί δεν κατάφεραν να κάνουν στους τομείς της Παιδείας και της Υγείας. Τους κατηγορούν ακόμη ότι συνέστησαν ένα «μεροληπτικό» κράτος όσον αφορά τις στοχευμένες επενδύσεις και ότι ελάχιστα προσπάθησαν μέσω της φορολογίας να συμφιλιώσουν την αναδιανομή του εισοδήματος με την ενθάρρυνση της καινοτομίας.
Η πρόταση των Αγκιόν – Ρουλέ περιγράφει ένα κράτος επενδυτή, ρυθμιστή, εγγυητή του κοινωνικού συμβολαίου και της δημοκρατίας. Η βασική του στήριξη θα είναι στο ανθρώπινο κεφάλαιο, στις νέες ιδέες, στην καινοτομία, στην πράσινη οικονομία, στην προστασία του κλίματος για να μειωθεί η ανεργία και να υπάρξει ανάπτυξη. Προτείνουν ευέλικτη ασφάλεια ως μέτρο προστασίας των ατόμων από τις αρνητικές επιπτώσεις της απώλειας εργασίας. Ενα προοδευτικό φορολογικό σύστημα, χωρίς φοροαπαλλαγές, που θα επιτρέπει τη μείωση των ανισοτήτων.
Τέλος, προτείνουν ένα κράτος θεμελιωμένο στη δημοκρατία και στην ελευθερία δράσης. Στην κριτική που τους κάνουν ότι η συνεχής ανάπτυξη έχει όρια και έπειτα από αυτά αρχίζει η καταστροφή, απαντούν ότι «η καινοτομία επιτρέπει να υποχωρούν συνεχώς τα όρια του εφικτού, χάρη στην ανακάλυψη νέων πηγών ενέργειας και νέων παραγωγικών διαδικασιών που καθιστούν δυνατή την εξοικονόμηση της χρήσης των υφιστάμενων πηγών». Η βασική ιδέα των Αγκιόν – Ρουλέ είναι ότι το κράτος πρέπει να έχει μια στρατηγική διακυβέρνησης ως προς τον τρόπο που παρέχει τη στήριξή του, αλλά και το πώς χειρίζεται τους θεσμούς και τους τομείς δραστηριοτήτων που ευεργετούνται από το δημόσιο χρήμα. Η δημοκρατία, τα μέσα ενημέρωσης και η αξιολόγηση των δημόσιων πολιτικών πρέπει να διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο.

Τι κρατάμε από τον Κέινς
«Οχι, ο Κέινς είναι ακόμα πολύ χρήσιμος» θα πει ο Ρόμπερτ Σκιντέλσκι, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Warwick και εξαίρετος βιογράφος του Κέινς. Ο Σκιντέλσκι, ο οποίος έχει κατά καιρούς υποστηρίξει τη χώρα μας από την επίθεση των κερδοσκόπων, επαίρεται ότι ο ίδιος δεν είναι ένας στυγνός οικονομολόγος, αλλά ένας ιστορικός και φιλόσοφος της οικονομίας, γι’ αυτό και μπορεί να δει πιο καθαρά τι κρατάει κάποιος από τον Κέινς. Στο βιβλίο του Keynes, επιστροφή στη διδασκαλία του (εκδ. Κριτική) τονίζεται ότι η παρακμή του κεϊνσιανισμού οφείλεται στην παρακμή των ιδεών στις οποίες ο Κέινς πίστευε ακράδαντα λέγοντας «ο κόσμος κυβερνάται από αυτές».
Ο Σκιντέλσκι κρίνει αρνητικά τόσο τους «νέους κεϊνσιανούς» όσο και τους «νέους κλασικούς», καθώς και οι δύο πίστεψαν στις ορθολογικές προσδοκίες της αγοράς και έτσι νομιμοποίησαν την απορρύθμιση του χρηματοοικονομικού τομέα που οδήγησε στην κρίση. Κατά τον Σκιντέλσκι στον πυρήνα της θεωρίας του Κέινς βρίσκεται η αναπόδραστη «αβεβαιότητα» για το μέλλον. Η έννοια της αβεβαιότητας είναι καθοριστική για το πώς διαμορφώνονται οι στρατηγικές στον οικονομικό τομέα. Ο συγγραφέας επικρίνει τους οικονομολόγους που, ορίζοντας με βεβαιότητα ως ορθολογική συμπεριφορά μόνον αυτή που ευθυγραμμίζεται με τα μοντέλα τα οποία οι ίδιοι έχουν εκπονήσει, θεωρούσαν ανορθολογικές όλες τις άλλες συμπεριφορές. Ο Σκιντέλσκι θα υπενθυμίσει ότι η άποψη του Κέινς ήταν ότι η οικονομία είναι «ηθική και όχι φυσική επιστήμη», κάτι που οφείλουν να σκεφτούν και να λάβουν υπόψη τους όλοι οι νεότεροι οικονομολόγοι.
Ο Σκιντέλσκι προτείνει να επαναφέρουμε το βασικό όραμα του Κέινς, που ήταν η «αρμονική κοινωνία», η οποία έχει τόσο εθνική όσο και υπερεθνική διάσταση. Σύμφωνα με αυτή θα πρέπει να επιτευχθεί η πλήρης απασχόληση στο εσωτερικό της χώρας διαμέσου των επενδύσεων και της ανακατανομής του εισοδήματος, πράγμα που θα οδηγούσε σε αποφόρτιση του διεθνούς εμπορίου από τις πιέσεις, σε επιβράδυνση του ρυθμού της παγκοσμιοποίησης και σε άμβλυνση των κοινωνικών εντάσεων που προκύπτουν από αυτήν. Από την άλλη, η δημιουργία μιας Clearing Union για τις διεθνείς πληρωμές θα σταματούσε τις παγκόσμιες μακροοικονομικές ανισορροπίες οδηγώντας άμεσα σε έναν πλουραλιστικό κόσμο και σε μια μεγαλύτερη νομισματική σταθερότητα. Φυσικά, για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, πρέπει και οι ισχυρές πολιτικώς και οικονομικώς χώρες να πάρουν γεωστρατηγικές αποφάσεις που θα διευκολύνουν την είσοδο στη νέα εποχή.
Η διαφορά των δύο βιβλίων έγκειται στο εξής: ο Σκιντέλσκι γράφει ότι η κρίση αντανακλά και μια «ηθική αποτυχία» που στον πυρήνα της βρίσκεται η λατρεία της ανάπτυξης ως αυταξία και όχι ως τρόπου για την επίτευξη του «ευ ζην». Αρα χρειαζόμαστε να θεσπίσουμε κανόνες μιας πιο αρμονικής οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Οι Αγκιόν – Ρουλέ πιστεύουν ότι η ανάπτυξη δεν έχει όρια, αρκεί να κυλήσει μέσα στα κανάλια της καινοτομίας προς όφελος του ανθρώπου. Και οι τρεις συγγραφείς βλέπουν το κράτος να συνεχίζει να παίζει ρυθμιστικό ρόλο. Μόνο που αυτός θα είναι διαφορετικός από τους ρόλους που είχε κληθεί να υπερασπιστεί το ίδιο το κράτος σε παλαιότερες εποχές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ