Τι θα συνέβαινε στο κράτος πρόνοιας μιας χώρας αν χιλιάδες επιχειρηματίες δεν κατέβαλλαν τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, υπουργοί υπονόμευαν τις εύλογες μεταρρυθμίσεις που είχαν δρομολογήσει συνάδελφοί τους (π.χ. μεταρρύθμιση Γιαννίτση) και συνδικαλιστές επέμεναν στη διατήρηση ενός συστήματος στο οποίο οι περισσότεροι δικαιούχοι αμείβονται με την κατώτατη σύνταξη και η φτώχεια δεν μειώνεται, παρ’ ότι οι κοινωνικές δαπάνες έχουν ήδη φθάσει στον κοινοτικό μέσον όρο;

Ο Μάνος Ματσαγγάνης, επίκουρος καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, απαντά ότι στη χώρα εκείνη η κοινωνική προστασία θα ήταν ανεπαρκέστατη σε μια περίοδο κατά την οποία όλο και περισσότεροι θα την είχαν ανάγκη, δηλαδή σε περίοδο κρίσης.
Ο Ματσαγγάνης θεωρεί ότι το κοινωνικό κράτος είναι «θύμα» αλλά ταυτόχρονα και υποκείμενο της κρίσης. Το 2008 το 50% των συνολικών δαπανών για συντάξεις προερχόταν όχι από τις εισφορές αλλά από τον κρατικό προϋπολογισμό, μέσω του οποίου μεταφέρονταν πόροι σε ασφαλιστικά ταμεία ομάδων με πολιτική ισχύ. Αυτή η τάση δεν αποτελεί παρελθόν. Ο συγγραφέας μάς θυμίζει ότι στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-15 προβλέπεται η κρατική ενίσχυση του ασφαλιστικού ταμείου της ΔΕΗ με 600 εκατ. ευρώ τον χρόνο.
Ο Ματσαγγάνης επιχειρηματολογεί ότι οι νέοι νόμοι για τις συντάξεις, παρ’ ότι διατηρούν τον πελατειακό κατακερματισμό των ρυθμίσεων και δεν προσφέρουν ένα δίχτυ ασφαλείας σε κάθε ηλικιωμένο πολίτη, δεν σηματοδότησαν το τέλος του κοινωνικού κράτους. Το νέο σύστημα συντάξεων είναι βιωσιμότερο, διαφανέστερο και δικαιότερο από τα προηγούμενα. Από την άλλη πλευρά, με την επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας οι εργοδότες έχουν ευχέρεια να απολύουν μισθωτούς ή να προσφέρουν χαμηλότερους μισθούς.
Πριν από την κρίση διαδοχικές κυβερνήσεις δίστασαν να θεσπίσουν ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για όλους, ενώ τα συνδικάτα δεν ήθελαν να ακούσουν για τη διαδεδομένη στην Ευρώπη «ευελιξία με ασφάλεια», σύμφωνα με την οποία σημασία έχει να προστατεύεται ο εργαζόμενος, όχι να διατηρείται πάντοτε η ίδια θέση εργασίας. Μετά την κρίση καταλήξαμε στην ευελιξία χωρίς ασφάλεια. Ούτε με τις αλλαγές του μνημονίου θίγεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στους προστατευμένους μισθωτούς (Δημόσιο, ΔΕΚΟ, κάποιες τράπεζες) και στους υπόλοιπους που εργάζονται στον μη τραπεζικό ιδιωτικό τομέα, καθώς οι αλλαγές δεν συντελούν στη μείωση της «εκτεταμένης παραβατικότητας στην οποία είναι εθισμένοι πολλοί εργοδότες».
Ο συγγραφέας μάς θυμίζει ότι δεν έχουμε πρόσφατα στατιστικά στοιχεία για την κατανομή εισοδήματος. Στηριζόμενος σε στοιχεία για το 2009-2010 και σε ένα πρωτότυπο οικονομικό μοντέλο, υποθέτει ότι οι χαμηλότερες εισοδηματικές ομάδες συνέβαλαν δυσανάλογα στο κόστος των μέτρων λιτότητας και επιπλέον άλλαξε το προφίλ του άνεργου Ελληνα. Σε αντίθεση με το παρελθόν, στους ανέργους δεν συμπεριλαμβάνονται κυρίως νέοι, γυναίκες και απόφοιτοι Λυκείου, αλλά και «αρχηγοί νοικοκυριών», δηλαδή μεσήλικοι άνδρες.
Ο Ματσαγγάνης εξετάζει επίσης τις αστοχίες του συστήματος στήριξης των εισοδημάτων των χαμηλοσυνταξιούχων, των ανέργων, των οικογενειών με παιδιά και των ΑΜΕΑ. Εχει δημιουργηθεί «ένα δίχτυ ασφαλείας ακατάλληλο για την κρίση» το οποίο σε ακραίες περιπτώσεις δεν προστατεύει κανέναν. Ποιος γνωρίζει το επίδομα-«φάντασμα» για ανέργους που δέχονται να εργαστούν σε θέση μερικής απασχόλησης, το οποίο κατά τον Ματσαγγάνη επί δέκα χρόνια δεν έχει χορηγηθεί σε κανέναν;
Η πολιτική λιτότητας, εφόσον είναι απαραίτητη, πρέπει και μπορεί να συνδυάζεται με την ενίσχυση του διχτύου ασφαλείας. Αυτό σημαίνει ότι αποσύρονται μέτρα που ωφελούν λίγους και θεσπίζονται άλλα που ωφελούν όλους εξίσου. Στην «ατζέντα εξισωτικής μεταρρύθμισης», με την οποία ο Ματσαγγάνης κλείνει το βιβλίο του, υπάρχουν λεπτομερείς προτάσεις που αξίζει να συζητηθούν.

Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ