Η Μάντλιν Χάνα και ο Λέναρντ Μπάνκχεντ ερωτοτροπούν παθιασμένοι πάνω στο βρώμικο στρώμα ενός φτωχικού φοιτητικού διαμερίσματος. Κάποια στιγμή η Μάντλιν τον αρπάζει από τα αφτιά, του κρατάει μακριά το κεφάλι για να τον κοιτάξει βαθιά στα μάτια και κλαμένη, στο μεταίχμιο της ευτυχίας ή του κινδύνου, του λέει «σ’ αγαπώ». Ο Λέναρντ ζαρώνει τα φρύδια του, σηκώνεται από το πλευρό της και διασχίζει γυμνός το δωμάτιο. Ανοίγει αποφασιστικά την τσάντα της και βγάζει από μέσα τα «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου» του Ρολάν Μπαρτ.
Ενώ εκείνη σκεπάζει με το σεντόνι τη γύμνια της, εκείνος της υποδεικνύει τη σελίδα που πρέπει και την προτρέπει να διαβάσει. «Σαν περάσει η πρώτη ομολογία, «σ’ αγαπώ» δε θα πει πια τίποτε» μουρμουρίζει σχεδόν ταπεινωμένη η ίδια έχοντας ανοιγμένο μπροστά το αγαπημένο της βιβλίο. «Ο Λέναρντ, καθισμένος ανακούρκουδα, χαμογελούσε χαιρέκακα. Τότε ακριβώς η Μάντλιν τού πέταξε το βιβλίο στο κεφάλι» και συνειδητοποίησε πόσο ερωτευμένη ήταν μαζί του.
Αυτή είναι η πιο ευτράπελη σκηνή στο καινούργιο μυθιστόρημα του Τζέφρυ Ευγενίδη Σενάριο γάμου (The marriage plot), το οποίο θα μπορούσε άνετα να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη από τον Γούντι Αλεν. Ο ολιγογράφος συγγραφέας, που στην Αμερική τον φωνάζουν «Γιουτζένιντις», χρειάστηκε πέντε χρόνια για να το γράψει και συνολικά εννέα για να επανεμφανιστεί στην εκδοτική αγορά. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και οι ΗΠΑ διανύουν μια περίοδο βαθιάς οικονομικής ύφεσης υπό τους ήχους των Talking Heads και του Τομ Γουέιτς. Ο συντηρητικός πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν έχει ήδη καταλάβει τον Λευκό Οίκο και στο Πανεπιστήμιο Μπράουν του Ρόουντ Αϊλαντ το Περί γραμματολογίας του Ζακ Ντεριντά έχει καταστεί το νέο ευαγγέλιο – όποιος δεν ασπάζεται τις θεωρίες τού προσφάτως εισαχθέντος (τότε) γαλλικού μεταμοντερνισμού στη φιλοσοφία και στη λογοτεχνία είναι, λίγο-πολύ, εκτός ακαδημαϊκής μόδας. Τότε δεν έχουν κάνει ακόμη την εμφάνισή τους τα κινητά τηλέφωνα ούτε το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο – το ερωτικό ραβασάκι δεν έχει πέσει σε αχρηστία.

Πόθοι, σάτιρα και μουσακάς
Η Μάντλιν Χάνα είναι μια έξυπνη και μελετηρή φοιτήτρια της Αγγλικής Φιλολογίας που τη συναντάμε το πρωί της αποφοίτησής της (έχει ξυπνήσει μεθυσμένη από ένα βράδυ «σεξουαλικής αυτοταπείνωσης»). Η ηρωίδα μας είναι η μία πλευρά του ερωτικού τριγώνου που δημιουργεί ο Ευγενίδης σε αυτή την εκλεπτυσμένη ρομαντική κομεντί η οποία με εγκράτεια σατιρίζει σχεδόν τα πάντα εκτός από το συναίσθημα της ακραίας μοναξιάς που χαρακτηρίζει το υποκείμενο όταν βιώνει την ερωτική απογοήτευση, την τυραννία δηλαδή μιας «πνευματικής» συνθήκης που το συντρίβει.
Οταν η Μάντλιν ετοιμαζόταν να παραδώσει την πτυχιακή της εργασία πάνω στα «παντρολογήματα» των μυθιστορημάτων της βικτωριανής εποχής, καθ’ ότι φανατική αναγνώστρια των Τζέιν Οστεν και Τζορτζ Ελιοτ, έρχεται ο έρωτας (ή αυτό που η ίδια θεωρεί έρωτα) και την αποσυντονίζει.
Το αντικείμενο του πόθου της πάντως είναι ο Λέναρντ, μια μοναχική και μανιοκαταθλιπτική ιδιοφυΐα που σπουδάζει βιολογία και μοιάζει πολύ με τον αυτόχειρα αμερικανό συγγραφέα Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας (κάτι που έχει επισημανθεί σε μικρότερο βαθμό και για τον Ρίτσαρντ Κατζ, έναν ήρωα της «Ελευθερίας» του Τζόναθαν Φράνζεν, του άλλου μεγάλου ονόματος αυτής της γενιάς), μολονότι ο Ευγενίδης έχει δηλώσει κατά καιρούς ότι αυτό δεν ήταν στις προθέσεις του. Ωστόσο οι ομοιότητες είναι εξόφθαλμες, τόσο εξωτερικά (μπαντάνα στο κεφάλι, αναμάσημα καπνού κτλ.) όσο και εσωτερικά (ψυχική αστάθεια, αυτοκαταστροφή).
Η τρίτη πλευρά του ερωτικού τριγώνου (και alter ego του Ευγενίδη) είναι ένας «πρώην» της Μάντλιν, ο παράξενος Μίτσελ Γκραμάτικους, που ασχολείται σοβαρά με τον χριστιανικό μυστικισμό και δεν διστάζει να πάει ως και στην Καλκούτα της Ινδίας, ως εθελοντής σε ένα ίδρυμα της Μητέρας Τερέζας, με απώτατο σκοπό να του αποκαλυφθεί η πνευματική αλήθεια των πραγμάτων. Ενδιαμέσως (και λόγω της καταγωγής του) κάνει μια στάση στην Αθήνα της «Αλλαγής» και των αλλεπάλληλων απεργιών και μη βρίσκοντας πουθενά το φαγητό που θυμόταν να φτιάχνει η γιαγιά του, πέφτει με τα μούτρα στους μουσακάδες.

Συγγραφέας διαίσθησης
Το πρώτο μυθιστόρημα του Τζέφρυ Ευγενίδη, Αυτόχειρες Παρθένοι, που κυκλοφόρησε το 1993 και τον καθιέρωσε ως σημαντική φωνή της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας, είναι μια υπνωτιστική, σκοτεινή ιστορία για το «γονίδιο» της ομαδικής αυτοκτονίας των πέντε έφηβων εκκεντρικών αδελφών Λίσμπον σε ένα ήσυχο προάστιο του Ντιτρόιτ (όπου μεγάλωσε και ο ίδιος ως επίγονος μιας οικογένειας που καταγόταν από την Προύσα) οι οποίοι προτιμούν να πεθάνουν παρά να απογοητευθούν από τα αδιέξοδα της ενηλικίωσης στον σκληρό κόσμο των μεγάλων.
Στο δεύτερο, Middlesex (2002), για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ το 2003, το φύλο της πρωταγωνίστριας Καλλιόπης Στεφανίδου είναι αμφίσημο.
Σε αυτή την επιτυχημένη οικογενειακή σάγκα που καλύπτει από τη Μικρασιατική Καταστροφή ως τις φυλετικές συγκρούσεις του 1967 στο Ντιτρόιτ η ηρωίδα ανακαλύπτει ότι στην ουσία είναι ένα αγόρι παγιδευμένο σε ένα γυναικείο σώμα εξαιτίας μιας γενετικής μετάλλαξης.
Με αυτό το μυθιστόρημα, που παραμένει το κορυφαίο λογοτεχνικό του επίτευγμα, ο Ευγενίδης απέδειξε πόσο διαισθητικά ταλαντούχος συγγραφέας είναι, πόσο μπορεί να σκάψει στην ψυχική επικράτεια των χαρακτήρων που δημιουργεί και να αναδείξει τις αντιφάσεις που τους ορίζουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ