Ο δυνατός αέρας της ελευθερίας που πνέει στους ανοιχτούς χώρους, οι μαγικές και συνάμα μαγεμένες εικόνες του φυσικού τοπίου, αλλά και η ματωμένη, άσβεστη μνήμη της ιστορίας: αυτό είναι, νομίζω, το τρίπτυχο που ορίζει το ποιητικό έργο του Μάρκου Μέσκου, ο οποίος εκπροσωπεί μια από τις πιο ευδιάκριτες φωνές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς – γενιά που έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στην αντάρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της εμφυλιακής σύγκρουσης.
Κοιτάζω τη δίτομη, συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Μέσκου και σκέφτομαι ότι θα μπορούσαμε να χωρίσουμε την παραγωγή του σε δύο βασικές ενότητες. Η πρώτη ενότητα είναι και η χρονικά εκτενέστερη: ξεκινάει από το «Πριν από τον θάνατο» (1958) και ολοκληρώνεται με τους «Χαιρετισμούς» (1995). Η δεύτερη ενότητα έχει ως αφετηρία της το «Ψιλόβροχο» (2000) και κλείνει με το σχετικά πρόσφατο «Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο» (2009).
Στο εσωτερικό της πρώτης ενότητας ο Μέσκος σχηματίζει μια δίσημη ποιητική μυθολογία, εξυμνώντας τα ανδραγαθήματα μιας παράξενης κλεφτουριάς: μια δράκα γενναίων είναι έτοιμη να τα βάλει με όλα τα άδικα του κόσμου έχοντας πλήρη επίγνωση πως η βία του εχθρού μπορεί ανά πάσα στιγμή να τη διαμελίσει. Οι γενναίοι αυτοί εμφανίζονται με τη μορφή φασματικών, ανιστορικών ηρώων, που εμφυσούν ένα υψηλό φρόνημα ζωής, ενώ δεν αποκλείεται κατά τόπους να αποκτήσουν και ένα σαφώς ιστορικό πρόσημο, παραπέμποντας στο μακελειό της πολύπαθης δεκαετίας του 1940.
Διπλή είναι και η εικόνα του εξωτερικού περιβάλλοντος σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Ο φυσικός περίγυρος λειτουργεί από τη μια μεριά ως αβίαστη λυρική και παραμυθητική πηγή ενόσω σπεύδει από την άλλη να κλείσει στους κόλπους του ένα ανείπωτο ανθρώπινο δράμα: «Το σπαθί που χαράζει στα ματόφυλλα τον ύπνο / και οι αναφορές στο παρελθόν / ας πούμε η εποχή / του Σαράφου του πεταλωτή ή του μάγειρα Μπατίκη / λίγο πριν οι ληστές κρατήσουν στα χέρια / το κόκκινο πιπέρι για τους σκοτωμούς / λίγο πριν σπάσει ο ουρανός / και χυθούνε τα νερά – σιωπηλά τα βουνά / τσιρίζουν τ’ ακρογιάλια».
Χωρίς να αλλάξει ακριβώς ρότα, ο Μέσκος συρρικνώνει δραστικά το σύμπαν του στη δεύτερη ενότητα του έργου του: μνήμες, όνειρα και τραύματα μεταμορφώνονται τώρα σε μικρούς, αλλά πεντακάθαρους κρυστάλλους, που κρατούν το νόημά τους σε μιαν υποβλητική εκκρεμότητα, σύμφυτη με την ολοφάνερη επίταση του άγχους της ύπαρξης ή με τη γέννηση της αγωνίας του θανάτου. Θα χρειαστεί εδώ να προσθέσουμε και κάποιες πυκνές ασκήσεις ποιητικής, όπου ο Μέσκος σχολιάζει μέσω μιας σειράς επιγραμματικών σπαραγμάτων τους σκοπούς και τις μεθόδους της εξηντάχρονης τέχνης του.
Μιλώντας για αυτή την τέχνη σήμερα, θα έλεγα πως ο Μέσκος διασώζει στο ακέραιο την ενέργειά της, που τον εγκλιματίζει χωρίς σκαμπανεβάσματα στο αίσθημα του παρόντος. Ενα παρόν με το οποίο ο ποιητής συνομιλεί ευθέως και εις βάθος, κερδίζοντας άκοπα τη συγκίνησή μας: «Σαν όνειρο τα πράσινα του Μάη και / οι εκτελεσμένες παπαρούνες τόπους τόπους / πουλιά αραιά στον αέρα / η καϊσιά, η κερασιά και η φλαμουριά από τον Βορρά / σαν όνειρο / προτού στην αμνησία βουλιάξει / και στο αράγιστο σκοτάδι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ