Αντόρνο, 1956. Απελπισμένη και μεθυσμένη η Βιολέτα, πρωταγωνίστρια του δεύτερου μυθιστορήματος της Ντούλσε Μαρία Καρντόζο, το οποίο τιμήθηκε το 2009 με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, προκαλεί ένα αυτοκινητικό δυστύχημα και πεθαίνει. Τη στιγμή του θανάτου της («παντού θρύψαλα γυαλιού πολύ λαμπερά, κρύσταλλα που διώχνουν τη νύχτα») παρακολουθεί σαν αποστασιοποιημένος θεατής το κινηματογραφικό ξετύλιγμα της ζωής της υπό μορφήν φευγαλέων εικόνων και γλωσσικών θραυσμάτων τα οποία παρελαύνουν σαν φωτεινές επιγραφές στο σκοτάδι που αρχίζει να τυλίγει τη μνήμη της.
Η Βιολέτα είναι μια παχύσαρκη γυναίκα που εργάζεται σε ένα σαλόνι ομορφιάς πουλώντας καλλυντικά σε νοικοκυρές οι οποίες προσπαθούν να προσαρμοστούν στο νεωτερικό ιδεώδες της κομψής και νεανικής ομορφιάς, ενώ η ίδια έλκεται από τον καταραμένο έρωτα που αναζητεί ως νεαρή κοπέλα στους εξώστες των κινηματογράφων και, αργότερα, στα πάρκινγκ των φορτηγατζήδων.
Η Καρντόζο μπορεί να θίγει έμμεσα θέματα κοινωνικού ρατσισμού και έμφυλης σχέσης, δεν θεωρεί όμως ότι η γραφή της εξαντλεί τη λειτουργία της με την αναπαράσταση κοινωνικών ή και πολιτικών προβλημάτων. Ετσι, ενώ το μυθιστόρημά της ανακαλεί θραύσματα μνήμης από την ιστορία της μεταδικτατορικής Πορτογαλίας, η ίδια τοποθετεί το έργο της σε ένα επίπεδο πέραν της ηθικής σφαίρας του πολιτικά ορθού και της ιδεολογικής πλάνης, καλώντας τον αναγνώστη να κατανοήσει την ύπαρξη ως ένα γεγονός που πρέπει κανείς να αποδεχθεί στο σύνολό του.
Χωρίς τελεία και παύλα
Επιχειρώντας να ορίσει το καλλιτεχνικό καθήκον της λογοτεχνίας, λέει σε μια συνέντευξή της ότι αυτά που την απασχολούσαν από την έναρξη συγγραφής της Βιολέτας ήταν περισσότερο θέματα που αφορούσαν τη μνήμη και τον θάνατο και όχι τους μετασχηματισμούς της πορτογαλικής κοινωνίας μετά την Επανάσταση των Γαριφάλων το 1975. Εξ ου και η επιλογή ενός πολύ ιδιόρρυθμου στυλ αφήγησης όπου απουσιάζουν όλα τα σημεία στίξης – εκτός του κόμματος: «Ηθελα να δοκιμάσω μια τυπική άσκηση στυλ. Το βιβλίο, λοιπόν, αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη, που παριστάνει την ιδέα του αιώνιου. Για τον ίδιο λόγο δεν υπάρχουν περίοδοι κατά μήκος της αφήγησης. Εγραψα σε διαδοχικά μέρη προτάσεων επειδή νομίζω ότι έτσι μας έρχεται η μνήμη, σε μικρά κομμάτια. Εννοώ ότι, όταν σκεφτόμαστε κάτι, δεν θυμόμαστε το όλο πράγμα, θυμόμαστε κομμάτια. Μπορεί να μας έρθει με μια μυρωδιά, έναν ήχο, ένα πρόσωπο, οτιδήποτε […] Ηθελα επίσης να γράψω χωρίς υποθετικό λόγο ή μέλλοντα. Δούλευα σε ένα ρεύμα συνείδησης ή μια σειρά, σκέφτηκα λοιπόν ότι αυτοί οι χρόνοι θα ήταν πλεοναστικοί. Ηταν σημαντικό για εμένα να μην έχω κανέναν μέλλοντα χρόνο. Ηταν σαν να προσπαθούσα να δουλέψω με το παρελθόν και το παρόν, επειδή το μέλλον είναι σχεδόν το αντίθετο της μνήμης».

Λέξεις και συναισθήματα
Η συγγραφέας επιθυμεί μάλλον να ενταχθεί σε μια μεγάλη παράδοση της μοντέρνας λογοτεχνίας (Προυστ, Τζόις, Τόμας Μαν), όπου η γραφή αποτελεί μηχανισμό κατασκευής της μνήμης και μέσον επεξεργασίας της «ανθρώπινης κατάστασης», ήτοι της απουσίας, της λήθης και του θανάτου. Οσο για τα συναισθήματα – «Os meus sentimentos» («Τα συναισθήματά μου) ο πρωτότυπος τίτλος του βιβλίου, σημαίνει και «συλλυπητήρια», αυτά υπάρχουν μόνο στις «λέξεις» που επανέρχονται και «επαναλαμβάνονται μηχανικά, σαν τροπάρι».
Ετσι εξηγείται και η συχνή επανάληψη της φράσης «γνωρίζω την αγάπη εξ ακοής». Λες και η Καρντόζο θέλει και αυτή να απαντήσει στο ερώτημα της μοντέρνας λογοτεχνίας «ποιος μιλάει;» και να δηλώσει τη γλωσσική σύσταση του υποκειμένου, όταν διατείνεται κατηγορηματικά: «κανείς δεν προσέχει πραγματικά τι λέει». Πόσο μακριά είναι αυτή η δήλωση από την «αναπόφευκτη επιστροφή της φράσης» στον Μαλαρμέ, η οποία «αρθρώνεται μόνη της και ζει από τη προσωπικότητά της»;
Γίνεται προφανές ότι η συνεχής ροή του κειμένου, η έντεχνη μείωση της συμβολικής διάστιξης στη Βιολέτα, προσομοιάζει κατά το δυνατόν στη ροή της πραγματικής ζωής, φέρνοντας έτσι τη γλώσσα πιο κοντά στη μουσική νότα. Οπως διατεινόταν και ο μείζων μουσικολόγος της Νέας Μουσικής, Αντόρνο, κάθε προσπάθεια της γραφής να μιμηθεί τη ζωντανή φωνή και εν γένει τη ζωή την οδηγεί αναγκαία σε μια ασκητική χρήση των σημείων στίξης. Η γλώσσα μπορεί να υποστηρίξει τη μουσικότητά της στον βαθμό που αμφισβητεί τα σημεία στίξης. Η μεταφράστρια της Βιολέτας μένει πιστή στο κάλεσμα αυτό, αποδίδοντας με απολαυστικό τρόπο την παλμώδη υφή της αφήγησης.

Ο κ. Διονύσης Καββαθάς είναι επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας και Αισθητικής των Μέσων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ