Το 1944, πριν από τη λήξη της Κατοχής, ο Ξενοφών Ε. Ζολώτας (1904 – 2004) εγκαινίασε μια δική του εκδοτική σειρά με τίτλο «Σοσιαλιστικαί μελέται» και εξέδωσε, ως πρώτο της σειράς, το έργο του Δημιουργικός Σοσιαλισμός. Το χαρτόδετο μικρού σχήματος βιβλίο με το κιτρινισμένο εξώφυλλο μπορεί να βρεθεί σήμερα σε παλαιοβιβλιοπωλεία. Ο Αντώνης Μακρυδημήτρης και η Μαρίλια Πραβίτα, υπεύθυνοι της σειράς «Διοίκηση και κοινωνία» των εκδόσεων Σάκκουλα, το επανεξέδωσαν τηρώντας την υπόσχεση που ο πρώτος είχε δώσει στον πρώην διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και πρωθυπουργό της οικουμενικής κυβέρνησης (1989 – 1990).
Το βιβλίο περιλαμβάνει εισαγωγικά σημειώματα των Αντώνη Μακρυδημήτρη και Μιχάλη Ψαλιδόπουλου. Το πρώτο μέρος, στο οποίο ο Ζολώτας αντιπαραβάλλει τα οικονομικά συστήματα του καπιταλισμού, του σοσιαλισμού και κομμουνισμού, είναι γραμμένο με τέτοια λιτότητα και καθαρότητα ώστε θα μπορούσε ακόμη και σήμερα να χρησιμεύσει σε εισαγωγικά μαθήματα οικονομικών. Αλλωστε το βιβλίο είναι γραμμένο στην «απλή καθαρεύουσα» και περιέχει περιεκτικές υποσημειώσεις με ορισμούς εννοιών και παραπομπές σε κλασικούς οικονομολόγους.
Ο τίτλος του βιβλίου ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του δεύτερου μέρους. Σε αυτό ο Ζολώτας επιχειρηματολογεί για το αναπόφευκτο του μετασχηματισμού της «κεφαλαιοκρατίας» η οποία, όπως έγραφε το 1944, «παρουσιάζει ήδη από των τριών τελευταίων δεκαετηρίδων φαινόμενα προϊούσης σήψεως». Το κύριο επιχείρημά του είναι ότι η «ατομιστική οργάνωσις», όπως αποκαλεί την οικονομία της αγοράς, έχει χάσει τα χαρακτηριστικά του ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ πολλών μικρών οικονομικών μονάδων, κυριαρχείται από μονοπώλια, ταυτόχρονα πιέζεται από τους μισθωτούς για δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος και εν τέλει αποτυγχάνει ως σύστημα, τόσο ως προς την παραγωγή όσο και ως προς τη διανομή αγαθών και υπηρεσιών.
Ο σοσιαλισμός κρίνεται ως επιτυχέστερο και δικαιότερο σύστημα. Αυτό δεν ισχύει για τον κομμουνισμό, τον οποίο ο συγγραφέας αξιολογεί αρνητικά, όχι μόνο θεωρητικά αλλά και με βάση τη σταλινική οικονομία της προπολεμικής περιόδου. Ο Ζολώτας θα πρέπει να υπήρξε ένας από τους πρώτους διεθνώς που επέκριναν τεκμηριωμένα το σοβιετικό οικονομικό μοντέλο.
Κατά διαστήματα έχει κανείς την αίσθηση ότι ο Ζολώτας σκιαγραφεί ένα σύστημα παρόμοιο με εκείνο του μεταπολεμικού ουγγρικού ή γιουγκοσλαβικού σοσιαλισμού. Αφενός εξαίρει διαρκώς τις αρετές του σοσιαλιστικού έναντι τόσο του καπιταλιστικού όσο και του σοβιετικού οικονομικού μοντέλου. Αφετέρου αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στη σημασία της διατήρησης της μικροϊδιοκτησίας στον αγροτικό, εμπορικό και βιοτεχνικό τομέα στη σοσιαλιστική οικονομία.
Η αίσθηση όμως αυτή ανατρέπεται σταδιακά μετά τη μέση του βιβλίου. Ο «δημιουργικός σοσιαλισμός» προβλέπει τη διατήρηση του μηχανισμού των τιμών στην οικονομία, στον οποίο είναι αφιερωμένο το τρίτο μέρος του βιβλίου. Επίσης ο Ζολώτας υπογραμμίζει την κοινωνική δικαιοσύνη και την ελευθερία ως όρους της σοσιαλιστικής οικονομίας, όπως την οραματιζόταν ο ίδιος και αναλύει τις ηθικές βάσεις του σοσιαλισμού. Ισως γι’ αυτό στην εισαγωγή του ο Μιχάλης Ψαλιδόπουλος ισχυρίζεται ότι ο Ζολώτας «δεν ασπαζόταν έναν μαρξιστικό σοσιαλισμό, αλλά ένα φαμπιανού τύπου μεταρρυθμιστικό κίνημα».

Προβλέψεις που βγήκαν αληθινές
Ο Ξενοφών Ζολώτας θα πρέπει να είχε κατά νου μια διευθυνόμενη οικονομία της αγοράς, με εθνικοποιημένες μόνον κάποιες κρίσιμες επιχειρήσεις, όπως ήσαν οι οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης μετά το 1945. Γράφει ο ίδιος: «Εφόσον η Ελλάς είναι χώρα της μικράς ιδιοκτησίας και επιχειρήσεως, η μεταρρύθμισις θα περιορισθεί εις τας ολίγας σχετικώς μεγάλας και μέσας βιομηχανικάς, εμπορικάς, συγκοινωνιακάς και πιστωτικάς επιχειρήσεις… Ολόκληρος σχεδόν η γεωργία, η βιοτεχνία και το μικρεμπόριον θα παραμείνουν ως έχουν και θα ενισχυθούν».

Γιατί να διαβάσει κανείς σήμερα τον Ζολώτα; Για να σταχυολογήσει τις προβλέψεις του που βγήκαν αληθινές καθώς και ορισμένες επίκαιρες ακόμη και σήμερα παρατηρήσεις του. Παραδείγματα είναι, πρώτον η πρόβλεψή του ότι αν εξαλειφθεί η προσωπική πρωτοβουλία από τη σοσιαλιστική επιχείρηση, «πρέπει να αναμένωμεν πτώσιν της παραγωγικότητος και κάθοδον του επιπέδου ζωής στο σοσιαλιστικόν καθεστώς». Δεύτερον, οι τρεις όροι που θέτει για τις δημόσιες επιχειρήσεις: «Επιλογή των διευθυνόντων βάσει αποκλειστικώς ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων, σύνδεσις του ενδιαφέροντος αυτών με το αποτέλεσμα της παραγωγής και παροχή ευρυτέρας ελευθερίας δράσεως εις αυτούς».

Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ