«Καμπάς» είναι για τους περισσότερους μια λέξη με οικείο ήχο. Πριν απ’ όλα «Καμπάς» είναι εμφιαλωμένο κρασί. Επειτα είναι το «Κάβα Καμπάς», το πρώτο κρασί παλαίωσης στην Ελλάδα, που παρουσιάστηκε το 1935. «Καμπάς» είναι ετικέτες που εύκολα ανακαλούμε στη μνήμη μας. Είναι μια τηλεοπτική διαφήμιση που χαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή. Είναι η Κάντζα αλλά και η Μαντινεία με το μοσχοφίλερο. Είναι ένα μοναδικό τοπίο των Μεσογείων, που συνδυάζει αγροτικά και βιομηχανικά στοιχεία, τα αμπέλια με το οινοποιείο και το αποστακτήριο – που η καμινάδα του υψώνεται σαν ένας πυλώνας μνήμης και δημιουργικότητας δίπλα στην Αττική οδό – τα υποστατικά και τα σπίτια της οικογένειας.
Είναι μια βακχική φαντασίωση που αποτυπώνεται τόσο ωραία στο έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου «Πανήγυρις της εισοδείας του κονιάκ του Ανδρέου Καμπά εν Πειραιεί», έργο του 1930 – όπου το μπράντι του αποστακτηρίου της εταιρείας στον Πειραιά φθάνει στην Κάντζα πάνω σε σούστα και προσφέρεται στον Ανδρέα Καμπά και στη γυναίκα του.
«Καμπάς» είναι ακόμη η οινική μας ενηλικίωση αλλά και η ενηλικίωση της κοινωνίας μας. Είναι η τεχνολογία. Είναι η ιστορία μιας οικογένειας. Είναι οι άνθρωποι που δούλεψαν στο κτήμα, στα οινοποιεία και στα αποστακτήρια. Καμπάς είναι τα προϊόντα και οι ποικιλίες των αμπελιών, είναι οι μικροϊστορίες των ανθρώπων αλλά και η μεγάλη ιστορία της χώρας, αφού ο Καμπάς συνδέθηκε μαζί της, τόσο με την πολιτική και κοινωνική ιστορία της όσο και με την οικονομική ιστορία, ό,τι έχει σχέση με τη βιομηχανική ανάπτυξη, με τις εξαγωγές μεταποιημένων αγροτικών προϊόντων αλλά και με τη λειτουργία των τραπεζών.
Η Καμπάς πέρασε χρεωμένη το 1935 στην Εθνική. Ως το 1991 που «πέρασε» στον Μπουτάρη, η σχέση της οινικής εταιρείας με την Εθνική είχε τα πάνω και τα κάτω της, μια σχέση που δείχνει από μια άλλη πλευρά ότι οι τράπεζες είναι και για το καλύτερο και για το χειρότερο. Ολα αυτά αναδεικνύονται στο βιβλίο της Εμμανουέλας Νικολαΐδου και της Ζέτας Παπαγεωργοπούλου, μια έκδοση που οραματίστηκε και οργάνωσε η Ρωξάνη Μάτσα, η οινοποιός του ομώνυμου κτήματος – μέρος του παλαιού κτήματος Καμπά -, δισέγγονη του Αλέξανδρου Καμπά, αδελφού του «πατριάρχη» Ανδρέα.

Στην Κάντζα το βασίλειο
Αυτός ο «πατριάρχης» γεννήθηκε το 1851 στην Αθήνα, αλλά καταγόταν από τη Μεσσήνη. Πέντε αδέλφια μετρούσε η οικογένεια, πέντε «Α». Ανδρέας, Αλέξανδρος, Αγγελος, Αλκιβιάδης, Αφροδίτη. Ο Ανδρέας ήταν ο πιο επιχειρηματικός. Το 1875 αγόρασε 5.000 στρέμματα στην Κάντζα, από την Πουλχερία Αργυροπούλου το γένος Κατακουζηνού, και το 1878 άλλα 3.500 στη θέση Γιαλού στα Σπάτα, από τους βαρόνους Δούμπα και Μπράιν.
Η Κάντζα γίνεται το βασίλειο Καμπά. Τα αμπέλια, τα κρασιά, οι ειδικοί, οι χημικοί. Στη δεκαετία του 1880 δίπλα στα κρασιά προστίθεται το μπράντι. Και στη δεκαετία του 1890 έρχεται η εξωστρέφεια, το άνοιγμα στις αγορές του εξωτερικού, κυρίως εκεί όπου βρίσκονται οι κοινότητες της ελληνικής διασποράς. Και έπειτα η βιομηχανική ενηλικίωση με ένα νέο αποστακτήριο στον Πειραιά, στην ακτή Ξαβερίου, που λειτούργησε ως τον Απρίλιο του 1941, οπότε καταστράφηκε στον βομβαρδισμό της πόλης από τους Γερμανούς. Στην ιστορία του Καμπά εγγράφεται επίσης η κρίση της σταφίδας αλλά και μια μεγάλη εμπορική επιτυχία που δεν είναι άλλη από την ομώνυμη Ρετσίνα.
Ο Ανδρέας Καμπάς πέθανε τον Μάρτιο του 1924 αλλά άφησε έργο και παρακαταθήκες. Ο γιος του Παναγιώτης δημιούργησε ουσιαστικά τη Μαντινεία, αξιοποιώντας την τοπική ευγενή ποικιλία του μοσχοφίλερου, με το οινοποιείο και το κτήμα Καμπάς στην Αρκαδία που άρχισε να λειτουργεί στην αρχή της δεκαετίας του ’30.
«Καμπάς» είναι όμως και μια μεγάλη οικογενειακή ιστορία. Γάμοι, παιδιά, στενή και διευρυμένη οικογένεια. Αλλά είναι και οι οικογενειακές μετακινήσεις μέσα στην Αθήνα και στην Αττική: Φιλελλήνων, το πρώτο σπίτι, οι στάβλοι στην Ξενοφώντος, μια μικρή ποτοποιία στη Ρηγίλλης, η οδός Αδριανού, το άλλο αθηναϊκό σπίτι και η βίλα της Κάντζας.
Το βιβλίο αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο, που υπογράφεται από την Εμμανουέλα Νικολαΐδου, κυριαρχεί η μορφή του πατριάρχη. Το υλικό στηρίζεται στην προφορική ιστορία, σε μαρτυρίες ανθρώπων που συνδέθηκαν με το κτήμα αλλά και μελών της οικογένειας. Στο δεύτερο, που υπογράφεται από τη Ζέτα Παπαγεωργοπούλου, παρουσιάζεται η περιπέτεια της εταιρείας στη Μαντινεία. Εδώ το υλικό στηρίζεται στην αρχειακή ιστορία, σε μια μεγάλη αλληλογραφία, από το 1931 ως το 1976, του χημικού Μιχαήλ Μπίκου, υπεύθυνου του εργοστασίου Τριπόλεως. Κρασί είναι μνήμη και άνθρωποι. Το βιβλίο είναι καμωμένο από αυτούς και γι’ αυτούς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ