Η πορεία μιας οικογένειας και ενός έθνους είναι το θέμα του πρώτου μυθιστορήματος που ολοκληρώνει ο Ορχάν Παμούκ το 1978, σε ηλικία 26 ετών, έπειτα από μία τετραετία συγγραφικού μόχθου. Το υποβάλλει το 1979 σε διαγωνισμό και κερδίζει ένα συμβόλαιο για την έκδοσή του. Μεσολαβεί όμως το πραξικόπημα του 1980 και το βιβλίο κυκλοφορεί τελικά το 1982.
Εχοντας πρότυπο την οικογενειακή σάγκα των Μπούντενμπροκ του Τόμας Μαν, το μυθιστόρημα Ο Τζεβντέτ μπέη και οι γιοι του αφηγείται την ιστορία της Τουρκίας από το 1905 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 παρακολουθώντας τη ζωή τριών γενεών. Ο Τσεβτνέτ μπέη, ένας δραστήριος μουσουλμάνος έμπορος στα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καταφέρνει να επιβιώσει του ιδεολόγου νεότουρκου αδελφού του, να πλουτίσει και να ενταχθεί στην αστική μη μουσουλμανική ελίτ. Στους γιους του, που μεγαλώνουν στην εποχή της Τουρκικής Δημοκρατίας, δίνει ευρωπαϊκή ανατροφή. Ο πρώτος ασπάζεται βολικά τις αρχές της αστικής τάξης, ο δεύτερος αναζητεί ένα όνειρο που δεν μπορεί να κατονομάσει.
«Δεν πενθώ για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Χαίρομαι που έγινε η διαδικασία του εκδυτικισμού. Απλώς σχολιάζω τον περιορισμένο τρόπο με τον οποίο η τάξη της κυρίαρχης ελίτ – εννοώ τους γραφειοκράτες και τους νεόπλουτους – έχει αντιληφθεί τον εκδυτικισμό. Δεν προσπάθησαν να δημιουργήσουν έναν ουσιαστικό συνδυασμό Ανατολής – Δύσης∙ απλώς έβαλαν μαζί ανατολικά και δυτικά στοιχεία» τονίζει ο Παμούκ στο αυτοβιογραφικό Αλλα χρώματα (εκδόσεις Ωκεανίδα, 2010).
Τις εντάσεις και τις παλινδρομήσεις που προκύπτουν από αυτή την άναρχη συνύπαρξη αποτυπώνει, στο ξεκίνημά τους, σε αυτό το μυθιστόρημα, στο οποίο διακρίνουμε τα γνώριμα χαρακτηριστικά της γραφής του: τη γλαφυρή αφήγηση, τις πλούσιες εικόνες από το αριστοκρατικό Νισάντασι, την αγορά στο Μπέιογλου και τα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης, τη λεπτομερή αναπαράσταση της ιδιωτικής ζωής στη σύγχρονη Τουρκία.
Αξιοσημείωτη είναι η πορεία του βιβλίου στη διεθνή αγορά. Στα αγγλικά δεν έχει ακόμη μεταφραστεί. Στα ελληνικά μόλις κυκλοφόρησε, ακολουθώντας το πολύ μεταγενέστερο Μουσείο της αθωότητας (εκδόσεις Ωκεανίδα, 2009). Οφείλεται η καθυστερημένη εμφάνισή του στο είδος της γραφής, στο ότι είναι «ένα μυθιστόρημα του 19ου αιώνα», όπως λέει ο Παμούκ στα Αλλα χρώματα; Αν ισχύει αυτό, τότε πιθανόν το πρωτόλειό του, ο μεγάλος ερμηνευτικός καμβάς των μεταγενέστερων έργων του, ευνοείται εκδοτικά, 30 χρόνια από την πρώτη έκδοσή του, από την πρόσφατη αναβίωση της επικής παραδοσιακής αφήγησης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ