Αν στον πρώτο τόμο της «τριλογίας της κρίσεως», που κυκλοφόρησε το 2010 υπό τον τίτλο Ληξιπρόθεσμα δάνεια, ο Πέτρος Μάρκαρης βάζει τον δολοφόνο τον οποίο κυνηγάει ο αστυνόμος Χαρίτος να αποκεφαλίζει μια σειρά μεγαλοπαράγοντες του χρηματοπιστωτικού τομέα (τραπεζικά στελέχη, στελέχη οίκων αξιολόγησης και διευθυντές εισπρακτικών εταιρειών), καλώντας τους πολίτες να αντισταθούν σε όλους τους θεσμικούς εκμεταλλευτές τους, στην Περαίωση παρόμοια δράση αναλαμβάνει ένας άλλου τύπου τιμωρός της εξαχρείωσης.
Στόχος του φονιά αυτή τη φορά δεν είναι οι στυγνοί δανειστές, αλλά οι υπεύθυνοι για την αποθηρίωσή τους: οι προκλητικοί φοροφυγάδες και οι σκανδαλώδεις συνεργάτες του Δημοσίου που αφαιρούν από το ελληνικό κράτος και την τελευταία ικμάδα της οικονομικής του υγείας.
Αντί να κόβει κεφάλια, ο μαύρος άγγελος προτιμά τώρα να δηλητηριάζει με κώνειο τα θύματά του, θέλοντας να παραπέμψει σε ένα διά παντός χαμένο, αρχαϊκό ή και αρχετυπικό ήθος. Το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Ο δράστης τάσσεται και πάλι στο πλευρό της αδικημένης πλειοψηφίας (αυτή τη φορά θα συνεγείρει τα πλήθη των αγανακτισμένων) και ο Χαρίτος βρίσκεται, όπως και στο πρώτο μέρος της τριλογίας, μπροστά σε μια παράξενη ηθική διελκυστίνδα: από τη μία δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία πως ο θύτης πρέπει να συλληφθεί και να υποστεί ό,τι προβλέπει ο νόμος και από την άλλη δεν είναι δυνατόν να μην κατανοήσει τα κίνητρά του.
Το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: Μπορεί η λογοτεχνία να πλησιάσει τόσο μετωπικά την πραγματικότητα χωρίς να καταλήξει στη φωτογραφική αναπαραγωγή και στην πυρετώδη καταγγελία της; Διαβάζοντας την Περαίωση, σκέφτομαι πως το θέμα δεν είναι ο βαθμός συγχρονισμού του συγγραφέα με τα γεγονότα που συγκλονίζουν την κοινωνία του, αλλά η μέθοδος της μεταγωγής και υποβολής τους. Και από αυτή την άποψη ο Μάρκαρης καταφέρνει σίγουρα να μη χάσει ούτε έναν πόντο στη δουλειά του.


Σφιχτή πλοκή, πιεστικό σασπένς
Οπως και στα Ληξιπρόθεσμα δάνεια, η αφήγηση χτίζει στην Περαίωση έναν κοινωνικό κόσμο που υπερβαίνει ευθύς εξαρχής την ειδησεογραφική ή τη στενά σχολιογραφική του εικόνα. Τα φαινόμενα που θίγει ο Μάρκαρης μπορεί να ξεκινούν από το καυτό παρόν, αλλά αποκτούν γρήγορα το ιστορικό βάθος που απαιτείται προκειμένου να αποκαλύψουν ανάγλυφη τη χρόνια ελληνική παθολογία.

Αναλόγως περίπλοκοι αποδεικνύονται και οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες, που δεν γίνονται ποτέ παθητικά αντίγραφα του παρακμασμένου τους περίγυρου (συνταγές για την αποδοκιμασία ή για τον εξορκισμό του), διατηρώντας στο ακέραιο την ατομικότητά τους: οι αντιδράσεις του Χαρίτου και οι πράξεις του ανθρώπου ο οποίος αναζητείται για να φορέσει τις χειροπέδες του εγκληματία δεν υπαγορεύονται από κάποια ηθικολογική μηχανική που επιζητεί να καταμερίσει υπαιτιότητες και να διακρίνει μεταξύ δικαίων και αδίκων, αλλά ριζώνουν στις αντιφάσεις και στις αδράνειες ή στις εμμονές και στις εγωπαθείς στρεβλώσεις της προϊστορίας του καθενός.

Κλείνοντας, ας μην παραλείψω τις καθιερωμένες αρετές του Μάρκαρη: πυκνό πολιτικοκοινωνικό ψηφιδωτό (από την ανεργία, τις ραγδαίες επαγγελματικές ανακατατάξεις και τη μετανάστευση μέχρι την πολιτική πατρωνία της δημόσιας διοίκησης και την ιδεολογική κατάρρευση της Αριστεράς), σφιχτοδεμένη και χωρίς κενά πλοκή, συχνές χιουμοριστικές ανάσες, προσεκτικά σχεδιασμένα δευτερογενή πρόσωπα και, πάνω απ’ όλα, αδιάπτωτο και πειστικό σασπένς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ