Αν ισχύει αυτό που είπε πριν από κάμποσα χρόνια αμερικανός διπλωμάτης, ότι το χθες είναι η Μεσόγειος, το σήμερα ο Ατλαντικός και το αύριο ο Ειρηνικός, γιατί ακόμη και μετά την έκδοση του τετράτομου μνημειώδους έργου του Φερνάν Μπροντέλ για τη Μεσόγειο εξακολουθούν να γράφονται από νεότερους μελετητές σημαντικά έργα που αναφέρονται στην ιστορία, στην τοπογραφία και στον πολιτισμό της από νεότερους μελετητές; Η απάντηση είναι απλούστερη απ’ όσο θα περίμενε κανείς, όπως τη δίνει στο ογκώδες έργο του Mare Nostrum. Μια ιστορία της Μεσογείου ο Τζον Τζούλιους Νόργουιτς: επειδή σε καμία άλλη περιοχή της Γης η Ιστορία, η γεωγραφία και η τοπογραφία δεν είναι τόσο στενά δεμένες μεταξύ τους. Και μπορεί μεν η Μεσόγειος να μη διατηρεί «τη σπουδαιότητα που είχε όταν ο κόσμος βρισκόταν στα πρώτα του βήματα» και τα εμπορικά και πολεμικά πλοία να έχουν αντικατασταθεί από τα κρουαζιερόπλοια, όμως η γοητεία και η σημασία της παραμένουν, αφού πουθενά αλλού ο πολιτισμός δεν παρουσιάζει τέτοια ποικιλία και τόσες διαστρωματώσεις.
Ο Νόργουιτς, όπως λέει στο 33ο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του, «μελέτησε τη Μεσόγειο ως λίκνο και ως τάφο, ως δεσμό και ως εμπόδιο, ως ευλογία και ως πεδίο μάχης». Παρέμεινε λοιπόν στην καταγραφή, στην ανάλυση και στην ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων αποφεύγοντας να αναφερθεί στα γεωγραφικά δεδομένα, παρά μόνο στον βαθμό που εξηγούν τα γεγονότα και την εξέλιξη των λαών και των πολιτισμών που αναπτύχθηκαν και στη βόρεια και στη νότια πλευρά της Μεσογείου.
Εδώ γεννήθηκαν και άνθησαν κατά την Αρχαιότητα τρεις μεγάλοι πολιτισμοί και τρεις από τις σπουδαιότερες θρησκείες. Και δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας τιτλοφορεί το βιβλίο του Mare Nostrum χρησιμοποιώντας την παλαιά ονομασία που έδιναν στη Μεσόγειο οι Ρωμαίοι. Ο μεσογειακός πολιτισμός έχει ιστορία έξι χιλιετιών. Αρχίζει από την αρχαία Αίγυπτο, όπου βρίσκεται και το μοναδικό από τα Επτά Θαύματα του κόσμου που έχει διασωθεί: η μεγάλη πυραμίδα της Γκίζας (2584-2561 π.Χ.) ή πυραμίδα του Χέοπος. Από εκεί ξεκινά την αφήγησή του ο Νόργουιτς, για να καταλήξει στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και στην υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Για λόγους οικονομίας, όπως λέει. Αλλιώς, αν έφθανε ως τις ημέρες μας, το ήδη ογκώδες βιβλίο του θα ήταν τριπλάσιο σε έκταση.
Η πυκνότητα των γεγονότων τον 20ό αιώνα υπήρξε ασυγκρίτως μεγαλύτερη από την αντίστοιχη παλαιοτέρων εποχών, όπως και η πυκνότητα του ιστορικού χρόνου. Αλλά υπάρχει και μια άλλη εξήγηση: μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου διαμορφώθηκε ένας ευρωπαϊκός χάρτης σταθερός τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη Μεσόγειο, όχι όμως και την υπόλοιπη Ευρώπη. Γι’ αυτό και ο Νόργουιτς θεωρεί, όπως και άλλοι σύγχρονοι ιστορικοί, τον Β’ Παγκόσμιο ως συνέχεια και συνέπεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα γεγονότα και οι πόλεμοι βασιλείων, δημοκρατιών και αυτοκρατοριών για τον έλεγχο της Μεσογείου καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη μοίρα της Ευρώπης, όπως και της Βόρειας Αφρικής. Επόμενο ήταν λοιπόν ο συγγραφέας να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στις δύο κατ’ εξοχήν, όπως λέει ρητά, μεσογειακές χώρες: την Ιταλία και την Ελλάδα. Με αγγλοσαξονική ειρωνεία γράφει πως η έμφαση στην Ιταλία είναι περίπου αυτονόητη, αφού ήδη πριν από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα η χώρα αυτή ήταν, σύμφωνα με τον Μέτερνιχ, «ένας γεωγραφικός όρος». Η ενοποίησή της λοιπόν έπαιξε τεράστιο ρόλο στα όσα επακολούθησαν. Αλλά έμφαση δίνει και στα νησιά που ο πολιτισμός και η ιστορία τους είχαν τεράστια σημασία, όπως φυσικά και η γεωπολιτική τους θέση: όποιος θα κατάφερνε να ελέγχει την Κρήτη, την Κύπρο, τη Μάλτα και τη Σικελία θα έλεγχε και τη Μεσόγειο, δηλαδή όλους τους θαλάσσιους δρόμους και κατά συνέπεια το εμπόριο και το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πλούτου.
Η έμφαση όμως του Νόργουιτς στην Ιταλία και στην Ελλάδα οφείλεται και σε μια άλλη παράμετρο: ότι στη Μεσόγειο βρισκόταν πάντα το πολιτικό τους κέντρο. Γι’ αυτό, ενώ κατατάσσει και τη Γαλλία στις μεσογειακές χώρες, παρατηρεί πως το πολιτικό της κέντρο βρισκόταν βορειότερα. Ωστόσο δεν διστάζει να γράψει ότι το λιμάνι της Τουλόν και η πόλη της Μασσαλίας «έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για μας από ό,τι το Παρίσι».
Οποιος θέλει να γράψει μια ιστορία της Μεσογείου αναπόφευκτα θα αναφερθεί στον πολιτισμό της θάλασσας, του λιμανιού και του πλοίου. Αυτό είναι το δεύτερο επίπεδο της γοητευτικής αφήγησης του Νόργουιτς, όπου συμπυκνώνονται έξι χιλιετίες. Ο συγγραφέας ξετυλίγει το νήμα με υπομονή και άσφαλτη αίσθηση της οικονομίας, του ουσιώδους και του περιττού: Αίγυπτος, αρχαία Ελλάδα, Ρώμη, Ισλάμ, Μεσαίωνας, Αλωση της Πόλης, βασιλιάδες και σουλτάνοι, η Ναυμαχία της Ναυπάκτου, ο Ναπολέων και οι πόλεμοί του, η δημιουργία των εθνικών κρατών, η ενοποίηση της Ιταλίας, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ολα αυτά σε λιγότερες από 800 σελίδες. Δεν είναι μικρό επίτευγμα.

Γοητευτικός και παιγνιώδης
Η πυκνότητα των γεγονότων απαιτεί και αντίστοιχη πυκνότητα στην αφήγηση. Ωστόσο, δεν έχουμε να κάνουμε με συμπιληματικό έργο. Μπορεί το πλαίσιο που περιγράφει εξ αρχής ο συγγραφέας να ορίζει και το ειδικό βάρος που δίνει σε χώρες, λαούς, κοινωνίες και γεγονότα, αλλά κενά δύσκολα θα βρει ο αναγνώστης. Επιπλέον, δεν δυσκολεύεται να παρακολουθήσει την περιπέτεια του Νόργουιτς στον χώρο και στον χρόνο, που την περιγράφει με τρόπο μοναδικό.
Το ύφος του είναι καθαρό, δεν καταφεύγει σε παρεκβάσεις και δεν αναλώνεται σε επουσιώδη. Αλλά είναι και παιγνιώδες συχνά, κάτι που το διακρίνει αρκετά από τα επιστημονικά βιβλία των Αγγλοσαξόνων. Εδώ βέβαια αποδεικνύει και κάτι ακόμη: ότι τον συναρπάζει και αγαπά το θέμα του. Ο έλληνας αναγνώστης διαβάζοντας τα σχετικά με τον ελληνικό κόσμο, τον μινωικό πολιτισμό, τα ομηρικά έπη, την Επανάσταση του 1821 και τους Βαλκανικούς Πολέμους δεν αισθάνεται ότι διαβάζει τα αυτονόητα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ