Εφθασε χαμογελαστός την ώρα που εξαφανίζονταν οι λεπτές νιφάδες του χιονιού και έβγαινε ο ήλιος. Μεσημέρι της περασμένης Τρίτης στην πλατεία Βικτωρίας. Ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, από τους σημαντικότερους της γενιάς του 1970, έσερνε μαζί του τη «μαούνα», όπως έχει ονομάσει το μπλε καροτσάκι για τα ψώνια του. Είχε μόλις επιστρέψει στη γειτονιά του από τα γραφεία των εκδόσεων Κέδρος, όπου «πήγα να κεράσω τα παιδιά κασεροπιτάκια».

Αιτία ήταν το Βραβείο Ποίησης 2011 του Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου του και πιο πρόσφατα το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του Κρυφός κυνηγός (2010). «Καλοδεχούμενα βέβαια, μου φέρανε μεγάλη χαρά τα βραβεία, αλλά η δουλειά του ποιητή δεν είναι να περιμένει βραβεία, η δουλειά του είναι να γράφει ποιήματα» μου είπε στο φιλόξενο «Καφέ των Ποιητών».
Οι τοίχοι του μαγαζιού όπου συνήθως συναντιέται με τον Γιάννη Κοντό και τον Κώστα Παπαγεωργίου είναι διακοσμημένοι με τα πορτρέτα των μεγαλύτερων ποιητών μας. Η αυστηρή ματιά του Βάρναλη διασταυρωνόταν με την ανέμελη ματιά του Εμπειρίκου στο τραπέζι όπου ο 61χρονος ποιητής έπινε με αργές γουλιές τον καφέ του. «Η αγαπημένη μου συλλογή είναι «Οι πυροτεχνουργοί» (1979). Τα ποιήματα αυτά είναι παιδάκια με καλοκαιρινό μακό μπλουζάκι και φυσαρμόνικα, έτσι τα θυμάμαι. Στη συλλογή του 1998 «Μη σκεπάζεις το ποτάμι» (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1999) τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν και έγιναν καλοντυμένοι κύριοι. Στον «Κρυφό κυνηγό» έχουν γίνει πονεμένοι άνθρωποι με πιτζάμες στο νοσοκομείο» μου λέει ο ήπιων τόνων και εντάσεων ποιητής που γράφει ότι η σιωπή «είναι η αδικημένη αδελφή της ομιλίας/ που κάποτε θα βρει το δίκιο της».

«Αγαπώ καθετί καλό στην ελληνική ποίηση»

Το μόνο που μου είπε για το έργο του ήταν ότι «όλα τα ποιήματά μου είναι βιωματικά, είναι σκηνές από την πατρίδα μου, τις περισσότερες τις έχω δει ή τις έχω ζήσει». Ο Μαρκόπουλος μιλούσε συνεχώς για τους άλλους ποιητές και απήγγελλε από μνήμης στίχους τους. «Αγαπώ καθετί καλό στην ελληνική ποίηση, είναι πολύ δυνατή και έχω τραφεί από αυτήν. Από τον Σολωμό και τον Κάλβο, μετά τον Καβάφη που απελευθέρωσε την ποιητική μας γλώσσα, τη Γενιά του 1930… Αγαπώ τους λεγόμενους παρακμιακούς ποιητές του Μεσοπολέμου, απιθάνου τρυφερότητος ποιητές όπως ο Αγρας, ο Λαπαθιώτης, ο Καρυωτάκης».

Από την πρώτη μεταπολεμική γενιά αγάπησε ιδιαίτερα τον Δ. Π. Παπαδίτσα και τον Τάσο Λειβαδίτη για την ποίηση του οποίου έγραψε ένα βιβλίο (Εκάτη, 2009). «Ο Λειβαδίτης με συγκινεί αφάνταστα, η τρυφερότητα, ο βαθύτατος ανθρωπισμός, το κλίμα του. Επιπλέον με γοήτευαν ανέκαθεν οι ταπεινοί χώροι στους οποίους εκινείτο η ποίησή του, οι βροχεροί δρόμοι με τις μαύρες ομπρέλες, τα παλιά ραφτάδικα με τις ερειπωμένες μηχανές, τα παλαιά καφενεία. Μια φορά επιθύμησα να μπω – να ρίχνει έξω δυνατή βροχή – σε ένα παλαιό καρβουνιάρικο, να πιω άσχημο κρασί βαρελίσιο και να θυμηθώ στίχους του. Η τύχη τα έφερε έτσι και έγινε κάποτε αυτό, ύστερα από μια παράσταση, κάπου στον Κεραμεικό. Μπήκα σε ένα τέτοιο μαγαζί με τα καλά μου ρούχα αλλά γρήγορα κατάλαβα πως ήμουν τελείως ξένος προς αυτούς τους ταπεινούς ανθρώπους. Εκανα ότι τάχα κάποιον έψαχνα μα δεν τον βρήκα και έκλεισα πίσω μου την πόρτα φεύγοντας».

Οσο για τον Δ. Π. Παπαδίτσα, «με συγκίνησε η ρώμη του στίχου του, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο του έργου του. Νομίζω ότι πιο ρωμαλέος ποιητής – χωρίς να είναι μεγαλόστομος, για μένα έχει σημασία – σε εκείνη τη γενιά δεν υπήρξε. Τον έχω διαβάσει άπειρες φορές δυνατά στο σπίτι μου. Τα ποιήματά του είναι ένα μουσικό όργανο, μόνιμα κολλημένο στα αφτιά μου, χωρίς κανένα φάλτσο». Αλλωστε «η αυθεντική ποίηση έχει μια εσωτερική μουσική που την ακούμε ανεξάρτητα από τη φόρμα του κάθε ποιητή».

«Βάφτισαν «λαό» τους εγκάθετους»

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος μου είπε «ότι το μεγαλύτερο δώρο της φύσης προς τους ανθρώπους είναι η μνήμη» και ότι «η μοναξιά είναι μια γενετήσια ερημιά που ενυπάρχει στη φύση του ανθρώπου».
Η κρίση τον έχει κάνει απρόθυμο να γράψει, προτιμά να ακούει μουσική. «Οι κυβερνήσεις στη Μεταπολίτευση βάφτισαν «λαό» τους κομματικούς εγκάθετους και βρέθηκαν σε θέσεις-«κλειδιά» άνθρωποι τόσο απολίτιστοι που μέχρι προχθές σκουπίζανε τη μύξα με το μανίκι».

Μιλώντας για το πολιτικό σύστημα θυμήθηκε τον Σεφέρη: «Πεινούσαμε στης γης τα πλάτη/ σα φάγαμε καλά/ πέσαμε εδώ στα χαμηλά/ ανίδεοι και χορτάτοι». Τον ανησυχεί πολύ η ανεργία των νέων. Τότε επικαλέστηκε τον Νίκο Καρούζο – «μην του μιλάτε, είναι άνεργος» – και λίγο μετά, με έναν αναστεναγμό, «μην του μιλάτε, δε μιλούν στους καθρέφτες».

Μπάλα και εκκλησιαστικά κείμενα

Ο Κρυφός κυνηγός «είναι βεβαιότατα παρμένος από το ποδόσφαιρο», την άλλη μεγάλη αγάπη του Γιώργου Μαρκόπουλου. Ο γεννημένος στη Μεσσήνη ποιητής υποστηρίζει την ΑΕΚ, έχει γράψει μια «Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου» και ένα βιβλίο (Εντός και εκτός έδρας, εκδόσεις Καστανιώτη, 2006) για τη σχέση των ποιητών με το ποδόσφαιρο από τη Γενιά του ’30 ως σήμερα. «Οι περισσότεροι ήταν αρνητικοί με την μπάλα. Υποθέτω ότι αυτή η στάση πήγαζε από μια αίσθηση ότι το ποδόσφαιρο καταπολεμούσε την πνευματικότητα. Εγώ είμαι λαϊκών καταβολών άνθρωπος και επιπλέον, αν είσαι σφαιρικός και ισορροπημένος, τα συνδυάζεις όλα. Δεν είναι λίγοι και αυτοί που αγάπησαν και αγαπούν το ποδόσφαιρο βέβαια, όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Βασίλης Στεργιάδης, ο Σωτήρης Κακίσης, με τον οποίο μεγαλώσαμε μαζί στις εξέδρες, και ο Νάσος Βαγενάς».
Επίσης έχει επηρεαστεί από την κατανυκτικότητα της θρησκείας: «Ενα από τα πιο συγκλονιστικά ποιήματα που έχω διαβάσει σε αυτή τη ζωή είναι η Νεκρώσιμη Ακολουθία» και άλλα εκκλησιαστικά κείμενα, «τόσο σπουδαία γραμμένα που δεν έχεις το δικαίωμα ούτε να γυρίσεις βάναυσα τη σελίδα με το δάχτυλό σου».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ