Ατομικά δράματα της καθημερινότητας που εκβάλλουν σε μια χαμηλόφωνη κωμωδία, όπου η αδράνεια των τοπικών κοινωνιών αντανακλά την καθίζηση η οποία επικρατεί στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας: αυτή είναι η γραμμή που διαγράφει ο Βασίλης Τσιαμπούσης στο μυθιστόρημά του Εκτός έδρας (1993) και στις συλλογές διηγημάτων του Η βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα (1988), Χερουβικά στα κεραμίδια (1996), Η γλυκιά Μπονόρα (2000) και Να σ’ αγαπάει η ζωή (2004).
Στα διηγήματα του καινούργιου βιβλίου του ο Τσιαμπούσης πολλαπλασιάζει τους τόπους της μυθοπλαστικής του δράσης ξεκινώντας από τη Βόρεια Ελλάδα και φθάνοντας μέχρι τα Τίρανα και το Παρίσι, αλλά δεν βγαίνει από τη δοκιμασμένη ρότα του. Το δράμα συνυπάρχει και πάλι με την κωμωδία, χωρίς να οδηγείται ποτέ στον αταίριαστο συντονισμό και στην παραφωνία, ενώ τα αφηγηματικά πρόσωπα εξακολουθούν να ξηλώνονται με καταιγιστικούς ρυθμούς.
Πρόσωπα και καταστάσεις στήνουν στα κομμάτια του Τσιαμπούση έναν τρελό χορό, με τις αιφνιδιαστικές τροπές της πλοκής να ανεβάζουν ταχύτητα από σελίδα σε σελίδα: κορίτσια που πηδάνε από επικίνδυνο ύψος σε βαθιές γούρνες, χωρισμένα ζευγάρια που πρώτα μαλώνουν για τα περιουσιακά και τα παιδιά τους και μετά ηλεκτρίζονται από μια παράξενη εγγύτητα, κοπέλες και φάλαινες που αυτοκτονούν, πιτσιρικάδες που σκοτώνουν για να διασώσουν την αξιοπρέπεια της μάνας τους, πατεράδες που παλεύουν με το φάντασμα της κόρης τους και την ίδια ώρα βάζουν τα κλάματα για έναν κακοπαθημένο γάτο, νεκρώσιμες αγρυπνίες που εξελίσσονται σε πανδαιμόνιο, αλβανοί ζωγράφοι που προσπαθούν να ξεχάσουν τα χρόνια του πολιτικού εγκλεισμού τους ανακαλώντας τις χρυσές ώρες των σπουδών τους στο Παρίσι, ασθενείς που δίνουν κουράγιο στους γιατρούς τους, γέροι που συνομιλούν με πεθαμένους κολλητούς τους.
Τα πάντα αποτυπώνονται εδώ σε δυαδικές αντιθέσεις: η χαρά και το πένθος, η αναγέννηση και ο θάνατος, ο ερωτικός ζόφος και η αισθηματική αρμονία, η ατομική αδυναμία και η κοινωνική ξιπασιά, το προσωπικό ήθος και η δημόσια διαφθορά.
Με ήρωες που μετακινούνται από διήγημα σε διήγημα, ο Τσιαμπούσης ξέρει ευθύς εξαρχής πώς να ισορροπήσει τη μεγάλη ετερογένεια των τόνων του. Στα τεχνάσματά του θα πρέπει να προσθέσω και την κατά καιρούς παρέλκυση της προσοχής του αναγνώστη προκειμένου να ακολουθήσει αμέσως μετά την αποκατάστασή της είτε ένας απελευθερωτικός σπινθήρας γέλιου είτε ένας υπόκωφος δραματικός σπασμός.
Πολύ γόνιμοι αποδεικνύονται στο Σάλτο μορτάλε και οι νευρωτικοί διάλογοι που αναπτύσσονται μεταξύ των πρωταγωνιστών, εικονογραφώντας κάποτε ένα σχεδόν παρανοϊκό σύμπαν όπου τα πάντα είναι πιθανά. Οι διάλογοι αυτοί δίνουν και τα καλύτερα διηγήματα του βιβλίου, που είναι χωρίς αμφιβολία το «Βορινό παράθυρο», το «Με λένε Γιώργο» και η «Αγρύπνια». Ξεχωρίζουν επίσης για την κυκλική δομή τους και τη θεατρική τους διάταξη το «Σάλτο μορτάλε», το «Συναξάρι» και οι «Σκηνές για ταινία», ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει και η «Φάλαινα», παρά τα κάποια εσωτερικά κενά της και την εμφανώς προβληματική ολοκλήρωσή της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ