«Κι εσύ μαζί» είπε αδιάφορα ο γερμανός γιατρός στο 16χρονο αγόρι ένα παγωμένο πρωινό στέλνοντάς το στη γραμμή των μελλοθανάτων. Το παιδί ξαφνιάστηκε: ήταν νέος και υγιής και ως τότε είχε δει να επιλέγουν για τα κρεματόρια τους «άχρηστους», τους ακατάλληλους για εργασία. Ωστόσο δεν διανοήθηκε να διαμαρτυρηθεί ξέροντας ότι τότε θα τον εκτελούσαν επί τόπου. Αλλωστε είχε πλέον καταλάβει ότι στο Αουσβιτς μπορούσες να χάσεις τη ζωή σου από τη μία στιγμή στην άλλη εξαιτίας ενός λάθους, μιας απροσεξίας ή ενός πρόσκαιρου κεφιού.

Ακολούθησε λοιπόν τους άλλους. Στη διαδρομή όμως είδε μια τάφρο με ακαθαρσίες, την υπαίθρια τουαλέτα των κρατουμένων. Χωρίς να το σκεφτεί, πήδηξε μέσα και άφησε τους υπόλοιπους να προχωρούν. Δεν πίστευε βεβαίως ότι θα γλιτώσει, αφού οι Γερμανοί είχαν κρατήσει τον αριθμό του: Α15429. Την επομένη με έκπληξη διαπίστωσε ότι ήταν ακόμη ζωντανός και έτρεξε να κρυφτεί στον θάλαμο. Παραδόξως δεν τον αναζήτησαν. Είχε επιβιώσει.
Το παραπάνω περιστατικό αποτελεί ένα από τα πολλά συγκλονιστικά επεισόδια στο «σίριαλ» της ζωής του Ζακ Μεναχέμ έτσι όπως περιγράφεται στο βιβλίο του Ερρίκου Αρώνες. Ο συγγραφέας, συνδεδεμένος συγγενικά μαζί του, ανασυνθέτει την πορεία του αποκαλουμένου «πατέρα όλων των μετέπειτα ραδιοφωνικών παραγωγών» παρακολουθώντας τους βασικούς σταθμούς της ζωής του: από τα πρώτα παιδικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, όπου γεννήθηκε το 1928 σε μια αξιοσέβαστη εβραϊκή οικογένεια, τη μετακίνησή τους, αργότερα, στην Αθήνα, όπου τους βρήκε ο Πόλεμος και η γερμανική Κατοχή, και τη σύλληψη του νεαρού Ζακ το 1944, η οποία στάθηκε η αφετηρία της «περιπλάνησής» του σε σχεδόν όλα τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ως την επιβίωση και την επιστροφή στην Ελλάδα, τη φυγή του στις ΗΠΑ, όπου παρέμεινε για μία δεκαετία εμπλουτίζοντας τις μουσικές γνώσεις του και ταξιδεύοντας επανειλημμένως στη Λατινική Αμερική, τον επαναπατρισμό του και τη μακρόχρονη καριέρα του στη δισκογραφία, στην τηλεόραση και φυσικά στο ραδιόφωνο, από όπου έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό συστήνοντας στους Ελληνες τις μουσικές του κόσμου.

Ο άνθρωπος που επιβίωνε
Διά μέσου των αφηγήσεων του ίδιου του Μεναχέμ – ο οποίος πέθανε τον Μάρτιο του 2008 – αλλά και προσώπων που συνδέθηκαν στενά μαζί του «φωτίζονται» οι πολλές ιδιότητές του: ο τελειομανής επαγγελματίας, ο συνεργάτης, ο προϊστάμενος, ο μέντορας, ο φίλος, ο στοργικός σύζυγος, ο τρυφερός πατέρας και αργότερα ο παππούς.
Οι εμπειρίες του στα ναζιστικά στρατόπεδα προκαλούν ιδιαίτερη αίσθηση. Ο Ζακ Μεναχέμ συνελήφθη έφηβος, προδομένος από κάποιον επίσης εβραίο. Γνώρισε τα υπόγεια της διαβόητης οδού Μέρλιν, όπου υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου απ’ όπου στοιβάχτηκε στο τρένο για το Μπίρκεναου, πρώτο σταθμό μιας πραγματικής οδύσσειας. Εκεί αρχικά και αργότερα στο Αουσβιτς, στο Μπέλσεν και αλλού ο Ζακ Μεναχέμ έμεινε νηστικός για ημέρες ολόκληρες, ήπιε νερό από λάσπη προκειμένου να επιβιώσει, χρησιμοποίησε πτώματα για να κρυφτεί… «Ετσι έκανε πάντα ο Ζακ. Επιβίωνε» γράφει χαρακτηριστικά στον πρόλογό του ο Αρώνες.
Μετά την απελευθέρωσή του από τους Αγγλους ο Μεναχέμ επέστρεψε από την Πολωνία στην Ελλάδα περπατώντας. Βρήκε την οικογένειά του και έπιασε εκ νέου το νήμα της ζωής του. Τελείωσε το σχολείο στο Λεόντειο και κάποια στιγμή έφυγε για την Αμερική. Εκεί άρχισε να παίζει και πάλι κιθάρα. Στα υπόγεια τζαζ-μπαρ της πόλης γνώρισε σημαντικές προσωπικότητες και άρχισε να ενδιαφέρεται για τις διαφορετικές μουσικές κουλτούρες, κυρίως της Λατινικής Αμερικής.
Μόλις κέρδισε λίγα χρήματα ταξίδεψε πολύ: στη Βραζιλία, στο Περού, στη Χιλή, στο Μεξικό, στην Αργεντινή. «Είχα μια δίψα να γνωρίσω όλα αυτά τα μέρη τη μουσική των οποίων άκουγα» αφηγούνταν ο ίδιος.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα προσελήφθη στη δισκογραφική εταιρεία «Ελλαδίσκ» – μετέπειτα Phonogram, Polygram και πλέον Universal -, όπου παρέμεινε ως τη συνταξιοδότησή του. Παράλληλα έκανε καριέρα στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, το μέσο που ο ίδιος σφράγισε ανεξίτηλα. Χάρη σε αυτόν ακούστηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας η λεγόμενη έθνικ μουσική.

Ο πασάς και η χανούμισσα
Ενας άνθρωπος που αγαπούσε τον κόσμο αλλά πάνω απ’ όλα είχε την οικογένειά του ήταν ο Ζακ Μεναχέμ, σύμφωνα με τη σύζυγό του Μαίρη Βλάχου-Μεναχέμ, η οποία έζησε πλάι του 45 ολόκληρα χρόνια. Οι δυο τους συναντήθηκαν στη Μύκονο και ξαναβρέθηκαν στην Αθήνα, όπου άρχισαν να βγαίνουν ως ζευγάρι. «Παντρευτήκαμε το 1966, αφού εγώ βαπτίστηκα εβραία» αφηγείται η ίδια. «Κάναμε δύο παιδιά, τον Ντάριο και την Πάολα, και σήμερα έχουμε τρία υγιέστατα εγγόνια. Εγώ ένιωθα πολύ περήφανη για τον Ζακούλη, όπως τον φωνάζαμε όλοι».

Οι Μεναχέμ είχαν πολλές παρέες, ενώ τα πάρτι που διοργάνωναν έχουν αφήσει εποχή. «Κάθε χρόνο τις Απόκριες είχαμε στο σπίτι μας το ξεφάντωμα της χρονιάς» θυμάται η Μαίρη Βλάχου-Μεναχέμ. «Ο Ζακ ήταν μεγάλος χορευταράς, άνθρωπος με χιούμορ. Δεν δίσταζε να ντύνεται με τις πιο αστείες φορεσιές. Θυμάμαι τον Ζακ Miss Universe ή ντυμένο Τζον Λένον κι εμένα δίπλα του Γιόκο Ονο και το σπίτι της Κυψέλης φτιαγμένο για τα παιδιά των λουλουδιών. Το σπίτι του Παπάγου τεκέ, τον Ζακούλη ντυμένο πασά να καπνίζει ναργιλέ κι εμένα χανούμισσα. Το σπίτι της οδού Σύρου διακοσμημένο σαν μπορντέλο με κόκκινο φωτάκι απ’ έξω και στο κουδούνι να γράφει “Μαιρού – Ζακού”. Φαγητό και χορός μέχρι το πρωί».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ