Και στις τρεις παλαιότερες συλλογές διηγημάτων του (Καλό ταξίδι, κούκλα μου, 2004, Του χρόνου κυνήγια, 2005, Λειψή αριθμητική, 2009) ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος δουλεύει επί τη βάσει των προδιαγραφών της μικρής φόρμας: συμπυκνώνει σε μερικές φράσεις και εικόνες ολόκληρες φέτες ζωής αποφεύγοντας να ανοίξει σε βάθος τα θέματά του με την προβολή εξονυχιστικών λεπτομερειών ή με τη διεξοδική εξέλιξη της δράσης. Από αυτή την άποψη, η οπτική και η μέθοδός του κλείνουν σαφώς το μάτι στην ποίηση, χωρίς ωστόσο να καταλήγουν στον ποιητικισμό. Τα παθήματα των ηρώων του είναι παθήματα βγαλμένα από την καρδιά της ανθρώπινης ύπαρξης, δίχως την παραμικρή καλλιτεχνική επιτήδευση.
Ο Παπαμόσχος δεν αλλάζει τεχνική στην καινούργια συλλογή διηγημάτων του, που αποτελείται από 11 εξαιρετικά σύντομα και πυκνά κείμενα.

Εκείνο που αλλάζει εμφανώς στο Ο μυς της καρδιάς είναι η θεματική εστίαση. Αντί για ένα πολυπρισματικό και ταυτοχρόνως έκκεντρο σύνολο, που αντανακλά μια παραμυθητική αλλά μάλλον δυσοίωνη καθημερινότητα, ο συγγραφέας προτιμά τώρα να συγκεντρώσει την προσοχή του σε ένα ενιαίο και αδιαίρετο πεδίο, που δεν είναι άλλο από το πεδίο της απώλειας και του θανάτου: ηλικιωμένες γυναίκες έτοιμες να αποχωρήσουν από τα εγκόσμια, βυθισμένες στη μοναξιά και στην εγκατάλειψη, ζευγάρια θαμμένα σε ναούς έξω από τους οποίους παίζουν παιδιά, άντρες που έχουν χηρέψει κατ’ επανάληψη, νεκροταφεία σκεπασμένα από το χιόνι, σεΐχηδες από τους οποίους έχει απομείνει μόνο μια πολυκαιρισμένη φωτογραφία, εγγονοί που ανακαλούν μελαγχολικά τη μαστορική τέχνη του παππού τους, γιοι που παρίστανται στην αποκομιδή των οστών του πατέρα τους, άνθρωποι που πεθαίνουν από βαθμιαία μυϊκή παράλυση, γιαγιάδες που στοιχειώνουν τα έπιπλα παλιών σπιτιών.

Πέρα όμως από το υποβλητικό κλίμα, κάτι δυσκολεύεται να ξεδιπλωθεί και να αποκτήσει ζωντάνια και συγκινησιακή αμεσότητα στις σελίδες, τις οποίες διαπερνά κατά τόπους ένα έντονα ψυχρό ρεύμα. Ρεύμα που δεν οφείλεται στην απόσταση την οποία κρατάει ο αφηγητής από τα δρώμενα για να παρακάμψει τη συναισθηματική του εμπλοκή αλλά στον κατασκευαστικό φορμαλισμό των ιστοριών του ο οποίος έρχεται σε προφανή αντίθεση με τις παλαιότερες κατακτήσεις του Παπαμόσχου και αδυνατίζει σοβαρά το συγγραφικό αποτέλεσμα αφήνοντας τη θεματογραφική ιδέα να πνίξει το δραματικό της περιεχόμενο.
Από τον λογαριασμό σπεύδω να βγάλω τέσσερα όντως εμπνευσμένα κομμάτια («Το μέταλλο κελαηδάει», «Η παγωμένη πόλη», «Η γούρνα» και «Κήποι Ι, ΙΙ») που μας κερδίζουν αυτοστιγμεί με το ανάμεικτο αίσθημα ερήμωσης και τρυφερότητας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ