Πόσο «τιμητικό» είναι να σε βραβεύει το σημερινό ελληνικό κράτος, ταπεινωτικά γονατισμένο από την πολιτική, οικονομική και ηθική χρεοκοπία; Και πόσο διατεθειμένος είναι ένας «στριμμένος άνθρωπος» – όπως αυτοχαρακτηρίζεται ο θεσσαλονικιός ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος – να γίνει περιστασιακό μιντιακό έκθεμα; Ακόμη κι αν η ξεθωριασμένη στον χάρτη ευρωπαϊκή επαρχία μας ανθούσε πολιτιστικά από τη Γαύδο ως τις Πρέσπες, πάλι ο Χριστιανόπουλος θα έβγαζε περιπαικτικά τη γλώσσα σε κάθε βράβευση. Δικό του έπαθλο είναι η 60ετής σχέση του με τους αναγνώστες και τους διψώντες για την τέχνη. Ωστόσο το κατείχε ήδη, πολύ προτού τον αναζητήσουν στην Ανω Πόλη οι κομίζοντες το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων του υπουργείου Πολιτισμού – και κατά το λαϊκώς λεγόμενον «φάνε πόρτα»…
«Τι να τους πω τώρα; Γιατί με βραβεύσατε; Δεν το ξέρατε ότι δεν θα δεχόμουν; Το ήξεραν, αλλά κάναν την παλαβή. Σκέφτηκαν ότι μπορεί και να δεχόμουν» σχολίασε ο 82χρονος λογοτέχνης μετά το προαναγγελθέν (εδώ και δεκαετίες) φιάσκο της περασμένης Δευτέρας. Με λόγια δικά του, παραφρασμένα, «τι να τα κάνω τα βραβεία σας, είναι πολύ ζαχαρωμένα, ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα…» και λοιπά, γνωστά και με τη μουσική του Διονύση Σαββόπουλου.
Παρεμπιπτόντως, αυτή η μουσική δεν του αρέσει του Χριστιανόπουλου. Απαξιοί γενικώς τη μελοποίηση ποιημάτων. Και δεν σταματά να κατακεραυνώνει όσους ομότεχνους δεν είναι του γούστου του. Πολλοί σήκωσαν τον λίθο του αναθέματος. Ποιος είναι αυτός που κριτικάρει τον Ελύτη, τον Σεφέρη (αμφότεροι νομπελίστες – τυχαίο;), τον Ρίτσο, τον Βασιλικό, την ελληνική ποίηση μετά το ’70 συλλήβδην; λένε. Δεν προσέχουν ότι ζυγίζει το σύνολο ενός έργου: «Ο Ρίτσος, με όλες τις φτήνιες που έχει στα γραπτά του, έχει γράψει τον εκπληκτικότερο στίχο που έχω διαβάσει από ποιητή και που λέει: «Ο ουρανός αρχίζει από το ψωμί»».

Οι γάτες, ο Καβάφης και ο Τσιτσάνης
Παιδί του Κατηχητικού μέχρις ότου αμάρτησε εκδίδοντας την πρώτη ποιητική συλλογή του, την Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950), πρώην βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης ως το 1965, σχολαστικός επιμελητής εκδόσεων, πολιτιστικός τροχονόμος της πόλης με το περιοδικό «Διαγώνιος» ως το 1983 και τη «Μικρή Πινακοθήκη» («για 25 χρόνια ήμουν δούλος των ζωγράφων»), ο Χριστιανόπουλος έχει ρίξει άγκυρα στη στεριά, σχεδόν αταξίδευτος. Στο Τσινάρι, δίπλα στο κάστρο, παρέα με τις γάτες του, τη μια αγαπησιάρικες, την άλλη ακατάδεκτες.
Ασκητική ζωή, λίγα έσοδα, ένα απερίφραστο «όχι» πριν από χρόνια στην πρόταση να κάνει τα χαρτιά του για να λάβει «λογοτεχνική σύνταξη». Και συνεχής έκθεση: εκδηλώσεις, ομιλίες, εκατοντάδες συνεντεύξεις τον κρατούν ισορροπιστή πάνω στο κύμα της δημοσιότητας.
Πιονιέρος της ομοφυλοφυλικής ποίησης – ο ίδιος θα έλεγε απλά «ερωτικής» -, μικρότερος δήλωνε μαθητής του Καβάφη: «Αυτός ήταν οπαδός της ηδονής, εγώ είμαι οπαδός της χριστιανικής αγωνίας». Τα καρφιά στο σπίτι του κρατούν γερά δύο μεγάλες φωτογραφίες του Αλεξανδρινού και του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Χριστιανόπουλος ανέβηκε ακόμη και στο ρεμπέτικο πάλκο για να τραγουδήσει, αντιδιαστέλλοντας τη γνήσια εσωτερική του ανάγκη στην ενοχλητικά ισχνή ερμηνεία του.
Το 1979 εναντιώθηκε σε όσα τον μπαρουτιάζουν με το κωδικοποιητικό μανιφέστο «Εναντίον»: τις επιχορηγήσεις, το κράτος, τις εφημερίδες, τις κλίκες, τους κουλτουριάρηδες, τις ιδεολογίες, τις ατομικές φιλοδοξίες. Και, ασφαλώς, τις βραβεύσεις: «Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά – και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας».

Από το 1998 ο μοναχικός δημιουργός δεν δημοσιεύει ποιήματα. Και αξιώνει «να μη με θέλουν σαν τα μούτρα τους, μόνο και μόνο επειδή μ’ αγαπούνε».

Αφελείς ή ματαιόδοξοι;
Μόλις 21 ετών ήταν το 1981 ο Νίκος Δαββέτας, πρόεδρος της κρατικής επιτροπής που έλαβε την παρακινδυνευμένη απόφαση να βραβεύσει τον Χριστιανόπουλο, όταν δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα. Πού; Στο περιοδικό «Διαγώνιος»! Λέτε να μη γνώριζε τις απόψεις του διευθύνοντος το περιοδικό; Μήπως δεν είχε αντιληφθεί την τροχιά του κειμένου-καταπέλτη «Εναντίον» το οποίο είχε εξαπολυθεί στη δημοσιότητα μόλις δύο χρόνια νωρίτερα; Προς τι λοιπόν η ετεροχρονισμένη εμμονή;
Δύο απαντήσεις υπάρχουν στο εύλογο ερώτημα. Είτε οι βραβεύοντες είναι καλόπιστα αλλά και καταπληκτικά αφελείς, ασυλλόγιστοι, άδολοι οπαδοί, είτε συνειδητά αποφάσισαν να ρίξουν μια ζαριά: να «μείνουν στην Ιστορία» ως οι άνθρωποι που «αυτοί έπεισαν στα γεροντάματα τον Χριστιανόπουλο» να… βραβευθεί. Αν συμβαίνει το πρώτο, έχει καλώς – ο οπαδισμός τυφλώνει σε γηπεδικές και λογοτεχνικές κερκίδες. Αν όμως συμβαίνει το δεύτερο, οι βραβεύοντες ύψωσαν ένα μικρό άχρηστο λοφάκι ματαιοδοξίας τα χώματα του οποίου τούς καταπλάκωσαν γρήγορα με σχετικό πάταγο στην επικοινωνιακή χώρα των Λωτοφάγων.
Ισως κάτι περισσότερο να είχαν διαβλέψει τα μέλη της προηγούμενης κρατικής επιτροπής, όπως αποκάλυψε τώρα ο ίδιος ο ποιητής: «Και πέρσι, με πρόεδρο τον Μαστροδημήτρη, επρότειναν να με βραβεύσουν, αλλά ο άνθρωπος όταν του εξήγησα κατάλαβε και δεν προχώρησε». Μπορεί και να μη ζήλεψαν τα αμφιλεγόμενα εύσημα όσων δήθεν θα έκαναν – για ένα σύντομο φεγγάρι – τον Χριστιανόπουλο τρέχον νόμισμα, νεοελληνιστί «talk of the town».

Σπαράγματα δημόσιου λόγου
* «Από το ‘98 που έχω να γράψω ποιήματα, έχω την εντύπωση ότι τα πήρε ο Θεός και με άφησε έτσι. Και δεν μπορώ να διαμαρτυρηθώ. Ηθελε πια να μου την κόψει την έμπνευση; Να μου την κόψει, βρε αδερφέ!».
* «Η Θεσσαλονίκη ήταν οβρέικια. Ας μην το ξεχνούμε. Αλλά κι η Αθήνα – κάτσε καλά – ήταν αρβανίτικια. Απάνω σε ξένους λαούς χτίστηκε αυτό που λέμε ελληνισμός».
* «Ζω με λιγότερα από 600 ευρώ χωρίς να θέλω πολυτέλειες, αυτοκίνητα και σπίτια. Και με ολίγους παράδες μπορώ και ζω».
* «Η ομοφυλοφιλία είναι μια παθολογία που δεν θεραπεύεται από τους γιατρούς, θεραπεύεται με την αυτογνωσία».
* «Ο Καβάφης είχε πετάξει 180 ποιήματα, που ενώ αυτός τα θεωρούσε σαβούρες, ήρθαν οι φιλόλογοι – η μεγάλη μάστιγα της νεοελληνικής λογοτεχνίας –, τα βρήκαν πολύ σπουδαία και τα πρόσθεσαν μαζί με τα καλά».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ