Εβρεχε εκείνο το απόγευµα της Παρασκευής του 1943 στο Μπρισµπέιν της Αυστραλίας. Τα παιδιά στο σχολείο δεν µπορούσαν να βγουν στο προαύλιο και να παίξουν µπάλα. Τότε η δασκάλα τους, η δεσποινίς Φίνλεϊ, αποφάσισε να τους διαβάσει µια ιστορία. Ο µικρός Ντέιβιντ, µολονότι διάβαζε πολλά βιβλία, περιέργως δεν είχε ξανακούσει ποτέ για τον Τρωικό Πόλεµο.

«Οταν χτύπησε το κουδούνι και η δεσποινίς Φίνλεϊ σχόλασε την τάξη χωρίς να µας τελειώσει την ιστορία, απογοητεύτηκα πάρα πολύ» θυµάται ο αυστραλός συγγραφέας Ντέιβιντ Μαλούφ, ο οποίος τότε συσχέτισε αµέσως στο µυαλό του τον αρχαίο και µυθικό πόλεµο της «Ιλιάδας» του Οµήρου µε τα προσωπικά του βιώµατα. «Κι εµείς ήµασταν στη µέση ενός ηµιτελούς πολέµου» που κανείς δεν µπορούσε να προεξοφλήσει την τελική του έκβαση. Το Μπρισµπέιν, όπου µεγάλωσε ο συγγραφέας, ήταν το επιχειρησιακό αρχηγείο του στρατηγού Μακ Αρθουρ στον Ειρηνικό και η βάση προώθησης εκατοντάδων χιλιάδων Αµερικανών και άλλων στρατιωτών προς Βορρά.

«Τα κτίρια της πόλης ήταν οχυρωµένα µε σακιά άµµου, τα παράθυρά τους ασφαλισµένα µε κολλητικές ταινίες για να µη σπάσουν τα τζάµια στη διάρκεια αεροπορικής επιδροµής» γράφει ο Μαλούφ, ο οποίος, έχοντας χωνέψει την αρχέγονη δύναµη του µύθου, µετά από 60 και πλέον χρόνια, έγραψε τη δική του εκδοχή για τα γεγονότα της ραψωδίας Ω της Ιλιάδας. Σε αυτήν ο γερασµένος βασιλιάς Πρίαµος, επιβαίνοντας σε ένα ταπεινό κάρο φορτωµένο µε θησαυρούς των Τρώων, µπαίνει κρυφά στο στρατόπεδο των Αχαιών προκειµένου να εξαγοράσει µε Λύτρα (ο τίτλος του µυθιστορήµατος) το σώµα του νεκρού του γιου Εκτορα από τον οργισµένο Αχιλλέα που θρηνεί για τον χαµό του Πάτροκλου. «Η ιστορία της συνάντησης του Πριάµου και του Αχιλλέα, της συµπάθειας που δηµιουργήθηκε ανάµεσά τους και του δείπνου που µοιράστηκαν καταλαµβάνει µερικές αράδες µόνο στην “Ιλιάδα”» αναφέρει ο Μαλούφ στο σηµείωµα των πηγών του.

Εισβολή στην οµηρική αφήγηση

Το µυθιστόρηµά του, που κυκλοφόρησε το 2009, παραµένει πιστό στην οµηρική αφήγηση και ατµόσφαιρα. Ο συγγραφέας όµως έχει προφανέστατα άλλες στοχεύσεις µε αυτό το εγχείρηµα: να εµβαθύνει στη διασαλευµένη ψυχοσύνθεση των δύο βασικών του ηρώων, του συντετριµµένου βασιλιά και του συναισθηµατικά πληγωµένου πολεµιστή, απογυµνώνοντας και τους δυο από τους συµβολικά φορτισµένους «ρόλους» που έχουν στο έπος. Ο Μαλούφ κατορθώνει να φιλοτεχνήσει, µε τη λυρική πυκνότητα της γλώσσας του, τα πορτρέτα δύο ανθρώπινων χαρακτήρων µε τις αντιφάσεις και κυρίως τις αδυναµίες τους.

Τα Λύτρα εποµένως συνιστούν µια ταπεινή, γεµάτη θαυµασµό και αγάπη, εισβολή στην οµηρική αφήγηση, µια εισβολή εξαιρετικά γόνιµη και λειτουργική για τον συγγραφέα προκειµένου να περιπλανηθεί «στο περίπλοκο και ανατρεπτικό πεδίο του τυχαίου και του συνηθισµένου». Ο Μαλούφ επισηµαίνει ότι αυτό που τον ενδιαφέρει κυρίως είναι η αφήγηση καθαυτή: γιατί διηγούµαστε ιστορίες, γιατί έχουµε να ανάγκη να τις ακούµε και επιπλέον πώς οι ιστορίες αλλάζουν κατά την αφήγησή τους. «Πολλά από αυτά που διηγείται το βιβλίο µου είναι “άγνωστες ιστορίες” τις οποίες συναντάµε µόνο στο περιθώριο βιβλίων πολύ παλαιότερων συγγραφέων» υπογραµµίζει.

Για παράδειγµα, έχουµε από τη µια πλευρά την ιστορία του µικρού Ποδάρκη που µετονοµάστηκε σε Πρίαµος («ο εξαγορασµένος» ή «ο λυτρωµένος») και έγινε βασιλιάς της Τροίας (αφού γλίτωσε από ένα µακελειό παιδιών) η οποία περιγράφεται συνοπτικά στους µυθολογικούς άθλους του Ηρακλή και συγκεκριµένα στο βιβλίο «Βιβλιοθήκη» που εσφαλµένα, απ’ ό,τι φαίνεται, αποδίδεται στον Απολλόδωρο (γενν. περίπου το 180 π.Χ.). Από την άλλη πλευρά, η ευρύτητα του έπους διευρύνει και τη φαντασία του συγγραφέα, τον απελευθερώνει και τον οδηγεί στην ευρηµατική δηµιουργία ενός ήρωα που µας πείθει ότι θα µπορούσε και αυτός να έχει υπάρξει άνετα στην οµηρική εκδοχή των πραγµάτων. Είναι ο αµαξάς Σόµαξ, ένας λαϊκός άνθρωπος, που η ίδια η συγκυρία (παράγων ρυθµιστικός τόσο της πραγµατικότητας όσο και του µύθου σύµφωνα µε τον Μαλούφ) τον σπρώχνει στα βαθιά µόνο και µόνο επειδή έχει ένα συµπαθέστατο µουλάρι, την Καλλιστώ. Για µία ηµέρα χρίζεται απροσδόκητα ο κήρυκας Ιδαίος του βασιλιά της Τροίας και συνοδεύει τον Πρίαµο στις τάξεις των Μυρµιδόνων, όπου θα φάει το κρέας που έψησε ο τροµερός Αχιλλέας µε τα ίδια του τα χέρια! Ο Σόµαξ όµως «πλησιάζει τα 100 και πίνει υπερβολικά». Οι ακροατές του δεν θα τον πιστέψουν ύστερα στην ταβέρνα όταν θα εξιστορήσει τα όσα πέρασε καθώς «είναι γνωστός ψεύτης». Ο ήρωας αυτός βοηθά καταλυτικά (µέσα από τις απλές χαρές της ζωής) τον βασιλιά να εκπληρώσει τη διττή του αποστολή: να ανακαλύψει τον αληθινό, ανεπιτήδευτο εαυτό του και να διασώσει «την τιµή του ανθρώπινου γένους» εξασφαλίζοντας στο νεκρό σώµα του Εκτορα τον σεβασµό και την ταφή που υπαγορεύει η ιερή εθιµοτυπία µετά τον εξευτελισµό του.

«Η εικόνα που σκοπεύω ν’ αφήσω είναι µια εικόνα ζωής» λέει ο Πρίαµος που πέφτει στα γόνατα του δολοφόνου του γιου του, όχι σαν ικέτης αλλά από συµπόνια για έναν συνάνθρωπό του, µια πολεµική µηχανή κατά τα άλλα, τον ακαταµάχητο Αχιλλέα, που ροκανίζεται εκ των έσω από τη µεγαλύτερη αδυναµία του, την αυτοκαταστροφική οργή του. Ο Μαλούφ µάς αφήνει να ψηλαφήσουµε σχεδόν τις τρεµάµενες ψυχές των ηρώων του, τους αφήνει να συντριβούν µε αξιοπρέπεια και να καταρρεύσουν όπως τα κύµατα µέσα στον εαυτό τους, µέσα στο ίδιο το πεπρωµένο τους. Η µυθοπλασία εν προκειµένω αποδίδει απλόχερα στους ήρωες τον χρόνο που δεν πρόλαβαν να βιώσουν ως άνθρωποι, ό,τι δηλαδή τους στέρησε το µετερίζι που αναδέχθηκαν στο σαρωτικό πέρασµα της ιστορίας.

Αγνωστος στην Ελλάδα

Ο 78χρονος Ντέιβιντ Μαλούφ, ο πιο σημαντικός, σύμφωνα με πολλούς κριτικούς, εν ζωή συγγραφέας της Αυστραλίας, είναι μάλλον άγνωστος στην Ελλάδα. Το 2010 με τα Λύτρα (το μυθιστόρημα ήταν υποψήφιο ανάμεσα σε περισσότερα από 100 αγγλόφωνα έργα με θέμα τον ελληνικό πολιτισμό) απέσπασε το διεθνές βραβείο John D. Criticos που του απονεμήθηκε σε ειδική τελετή στην Αθήνα. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει μόνο το μυθιστόρημά του Αναπολώντας τη Βαβυλώνα (Καστανιώτης, 1999).

Είναι μια ευκαιρία για τον έλληνα αναγνώστη να συναντηθεί μαζί του σε συνθήκες οικείες μέσα από την ωραία μετάφραση της Χίλντας Παπαδημητρίου που διασώζει την ποιητική απλότητα του πρωτοτύπου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ