Ενας άσπρος σκύλος που κοιτάζει µε περιέργεια το χωνί ενός γραµµοφώνου… Ο Νίπερ, ένα φοξ τεριέ, εντυπωσιασµένος από ένα κυλινδρικό γραµµόφωνο στο σπίτι του ζωγράφου Φράνσις Μπάροντ, το παρατηρούσε επί ώρες θέλοντας να καταλάβει πώς µπορεί να βγάζει ανθρώπινη φωνή. Η εικόνα αποτυπώθηκε στη µνήµη του ζωγράφου και όταν ο Νίπερ πέθανε τη µετέφερε στον µουσαµά µε τίτλο «His master’s voice» («Η φωνή του κυρίου του»). Επί δύο χρόνια κανένας δεν ήθελε να αγοράσει τον πίνακα. Τελικά το έπραξε η δισκογραφική εταιρεία Gramophone δίνοντας στον ζωγράφο 50 λίρες και άλλες τόσες για τη χρήση των δικαιωµάτων του έργου. Αυτή είναι µε δυο λόγια η ιστορία του trade mark «His Master’s Voice», από τα πλέον ιστορικά του 20ού αιώνα, που έδωσε τον τίτλο και στο πρόσφατο βιβλίο του Ηλία Βολιότη-Καπετανάκη.

Θέµα του η ιστορία της διεθνούς και της ελληνικής δισκογραφίας, καθώς και η αναζήτηση των αιτίων της κατάρρευσής της – από την έλευση του Internet ως τα λάθη των υπευθύνων των δισκογραφικών εταιρειών. Ιδιαίτερα σηµαντικό είναι το κοµµάτι που αφιερώνει ο συγγραφέας-µελετητής στο ελληνικό σκέλος, δίνοντας µεγάλο βάρος στο εργοστάσιο της Columbia στη Ριζούπολη – το οποίο σήµερα είναι ερείπιο. Περιλαµβάνονται σπάνια στοιχεία, φωτογραφίες-ντοκουµέντα και αφηγήσεις πρωτεργατών, ενώ η έκδοση ολοκληρώνεται µε ένα χρονολόγιο της διεθνούς και της ελληνικής δισκογραφίας, δεδοµένα της δισκογραφίας 78 στροφών και ενδεικτικούς πίνακες ερµηνευτών, στιχουργών και συνθετών.

Το βιβλίο του ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης το αφιερώνει «στις παρέες που ακόµα “κουρδίζουν” το µεράκι τους». ∆εν έχει άδικο, αφού πρόκειται για µια µελέτη που απευθύνεται σε… µερακλήδες της µουσικής και του τραγουδιού. ∆εν αναφερόµαστε µόνο στα στοιχεία που παραθέτει (αποδεικνύει ότι ενώ ως τώρα γνωρίζαµε πως ο πρώτος που ηχογράφησε ανθρώπινη φωνή ήταν ο Τόµας Εντισον το 1877, η αλήθεια είναι ότι τον είχε προλάβει, 17 χρόνια νωρίτερα, ο Σκοτ ντε Μαρτενβίλ) αλλάκαι στις εικόνες που µεταφέρει αναφερόµενος, για παράδειγµα, σε διαφηµίσεις του περασµένου αιώνα – όπως εκείνη της 6ης Ιανουαρίου 1924 στο «Ελεύθερον Βήµα»: «Φωνόγραφα και πλάκες ODEON και Star παρελήφθησαν, Σ.Κ. ΣΥΜΕΟΝΟΓΛΟΥ, Πειραιώς 1».

Εξίσου σηµαντικές είναι οι περίπου 100 φωτογραφίες µε θέµα την Columbia, τους καλλιτέχνες που ηχογράφησαν στο ιστορικό εργοστάσιο, αλλά και µηχανήµατα, όπως η πρώτη οκτακάναλη κονσόλα του 1958 – την οποία εγκαινίασε ο Μάνος Χατζιδάκις µε το «Καταραµένο φίδι» –, µια χειροκίνητη πρέσα εκτύπωσης δίσκων, φωτογραφίες εξωφύλλων κ.ο.κ.

Οπως διαβάζουµε, σύµφωνα µε δηµοσίευµα σε εφηµερίδα του 1930, το κόστος του εργοστασίου υπολογιζόταν σε 60.000 στερλίνες. Το εργατικό προσωπικό ανερχόταν αρχικώς σε 40 άτοµα, τα οποία αµείβονταν µε 100-150 δρχ., οι τραγουδιστές ελάµβαναν 10 λίρες ανά τραγούδι, ενώ στις 20 ∆εκεµβρίου 1930 εµφανίστηκαν οι πρώτες «πλάκες» φτιαγµένες από ελληνικά χέρια, µε τον τενόρο Μιχάλη Θωµάκο στα τραγούδια «Λωτός» και «Μαρούσκα».

Του κυρίου του η φωνή είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν της δισκογραφίας από τη γέννησή της ως τον «αδόκητο» θάνατό της, αναφέρει ο συγγραφέας. Οι σκονισµένοι δίσκοι γραµµοφώνου και µετέπειτα βινυλίου πιθανόν να µη λένε και πολλά πράγµατα στις νεότερες γενιές. Ωστόσο αν για παράδειγµα η Αυτοκρατορική Ακαδηµία Επιστηµών της Βιέννης δεν αποφάσιζε το 1899 να δηµιουργήσει φωνητικό αρχείο µε τραγούδια, παραµύθια και διαλέκτους από χώρες όλου του κόσµου (ανάµεσά τους και η Ελλάδα, εκπροσωπούµενη από τη Λέσβο), ίσως σήµερα να µην υπήρχε… iPod.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ