Βαλκανικοί Πόλεµοι:ο Ελευθέριος Βενιζέλος οραµατίζεται τη Μεγάλη Ελλάδα ενώ ο Αλέξανδρος Σχινάς δολοφονεί στη Θεσσαλονίκη τον Γεώργιο Α΄ και εν συνεχεία αυτοκτονεί (αν δεν τον ρίχνουν από το παράθυρο οι χωροφύλακες). Την ίδια ώρα στη Νότια Ελλάδα ένα παραθαλάσσιο χωριό, οι Αλυκές, ρηµάζεται από επιδηµία χολέρας και οι κάτοικοί του τρέπονται σε µαζική φυγή προς την Αρκαδία και την Ηλεία. Το οδοιπορικό τους θα αποδειχθεί σύντοµα από τη µία διαδροµή αβυσσαλέας έκπτωσης και θανάτου και από την άλλη παράσταση µαύρης κωµωδίας: οι άρρωστοι και οι νεκροί θα σχηµατίσουν σωρούς ανεβάζοντας τον θρήνο και τον κοπετό στα ύψη, αλλά οι ζωντανοί θα επιδοθούν, φθάνοντας στην Τρίπολη και προχωρώντας προς τις Βάσσες (µια ακατοίκητη πλην εξαιρετικά εύφορη περιοχή), σε ένα καρναβαλικό όργιο από το οποίο δεν θα λείψουν, έστω και από σπόντα, ο Βενιζέλος και ο Σχινάς.

Το καινούργιο βιβλίο του Γιώργου Ξενάριου είναι ένα µυθιστόρηµα εσχατολογικής φαντασίας ή µια παρωδία λογοτεχνικής δυστοπίας που αποβάλλει ευθύς εξαρχής από τους κόλπους του την οποιαδήποτε ιστορική πραγµατικότητα: οι Αλυκές και η χολέρα τους δεν υπήρξαν ποτέ, οι Βάσσες ήταν όχι ερηµότοπος αλλά ιερός χώρος λατρείας του Απόλλωνα, που έσωσε την Πελοπόννησο από µεγάλη επιδηµία και προσέφερε καταφύγιο στους νικηµένους από τη Σπάρτη Μεσσηνίους (εν προκειµένω η εσχατολογική φαντασία αντλεί τα σύµβολά της από τον µύθο και την ελληνική αρχαιολογία), ο Σχινάς σκότωσε τον Γεώργιο Α΄, δεν χρηµάτισε όµως ούτε γιατρός ούτε αξιωµατικός του ελληνικού στρατού που ανέλαβε να σώσει µια στρατιά κατατρεγµένων, όπως συµβαίνει στην Ακρη του κόσµου, ενώ ο Βενιζέλος δεν ήρθε ποτέ σε επαφή µε κάποια έκφυλη πολιτεία όπως η Τρίπολη των Αλυκιωτών.

Η ιδέα του Ξενάριου διαθέτει τόλµη και πρωτοτυπία και η αφήγησή του κυλάει κατά καιρούς µε τον επιβεβληµένο από τη δραµατουργία παραληρηµατικό ρυθµό, αντιπαραβάλλοντας στην ιστορική φρίκη των Βαλκανικών την παράνοια ενός σκοτεινού ονείρου. Κάτι ωστόσο δεν πάει καλά µε τη συλλειτουργία εσχατολογίας και παρωδίας. ∆εν λέω ότι τα δύο είδη αποκλείονται ως εξ ορισµού. Σίγουρα πάντως δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν εδώ και να αποτελέσουν το ένα την όψη του άλλου. Η απόσταση τόνου που τα χωρίζει προκαλεί µια ολοφάνερη έλλειψη συγχρονισµού, που αποσυντονίζει τις κινήσεις του πολυπρόσωπου µυθιστορηµατικού θιάσου: το δράµα δεν καταφέρνει να αποκτήσει έναν σπασµό γέλιου και το γέλιο δεν είναι σε θέση να αναδείξει το δραµατικό βάθος του. Η θεµελιώδης αυτή ανισορροπία είναι ενδεχοµένως υπεύθυνη και για το συγκεχυµένο µήνυµα που εκπέµπει η σύνθεση του Ξενάριου. Τι ακριβώς επιζητεί το καταραµένο πλήθος που αργοπεθαίνει από το κλάµα ή από τον καγχασµό στις σελίδες της; Ενα ταξίδι αυτογνωσίας που έχει ως ορατό τέρµα του τη λύτρωση; Μια αποκάλυψη των δεινών που επιφυλάσσει η εξουσία στους υπηκόους της; Εναν τυφλό αγώνα επιβίωσης που θέλει να µας ανατριχιάσει µε τη βία την οποία ασκούν οι δυνατοί επί των αδυνάµων και οι αδύναµοι αναµεταξύ τους; Ολα αυτά µαζί και ταυτοχρόνως; Οι απορίες θα παραµείνουν ατυχώς αναπάντητες ως το τέλος, αφού η αφηγηµατική οικονοµία δεν θα προσφέρει κανέναν µίτο για το ξεκαθάρισµά τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ