Η Βοστώνη είναι µια ιδιαίτερη πόλη: λίκνο της αµερικανικής αριστοκρατίας των «Βοστωνέζων βραχµάνων» του 19ου αιώνα αλλά και προορισµός ιρλανδών, ιταλών και ελλήνων µεταναστών αργότερα. Δεύτερης γενιάς Ιρλανδός, εκφραστής ενός νέου κύµατος της αµερικανικής αστυνοµικής λογοτεχνίας, ο 46χρονος Ντένις Λεχέιν είναι τέκνο της Βοστώνης και το δείχνει: η Ιστορία, ο µικρόκοσµος και η ανθρωπογεωγραφία των κατοίκων της αποτελούν σηµείο αναφοράς των έργων του.

Γνωστός στην Ελλάδα από τις κινηµατογραφικές µεταφορές των µυθιστορηµάτων του Σκοτεινό ποτάµι και Το νησί των καταραµένων, επιστρέφει µε το Ενα µίλι δρόµος στο σεληνόφωτο (εκδ. Κέδρος). Το βιβλίο µάς δίνει την ευκαιρία µιας συνοµιλίας περί κοινωνίας, πολιτικής πραγµατικότητας και αστικού τοπίου.

Σε μία από τις πρώτες σκηνές τού « Ενα μίλι δρόμος στο σεληνόφωτο » ο πρωταγωνιστής σας, ντετέκτιβ Πάτρικ Κένζι, μιλάει για όλα εκείνα που του αρέσουν στην πόλη – τον θόρυβο, το γκραφίτι, την ένταση…

«Οι ήρωές µου είναι άνθρωποι της πόλης – όπως και εγώ. Αν δεν ακούω µια αστυνοµική σειρήνα κάπου στο βάθος αισθάνοµαι ότι δεν µπορώ να λειτουργήσω. Αγαπούσα και αγαπώ τις πόλεις αλλά και την ύπαιθρο. Εκείνο που δεν µπορώ να κατανοήσω είναι αυτή η µεσοβέζικη κατάσταση, τα προάστια. Αντιλαµβάνοµαι πολύ πιο εύκολα έναν άνθρωπο που θέλει να ζει στις ακατέργαστες περιοχές του κόσµου, στην αποµόνωση. Προσωπικά, θέλω να βρίσκοµαι είτε κάπου που γύρω µου συµβαίνουν πολλά είτε κάπου όπου δεν συµβαίνει απολύτως τίποτε».

Το παρελθόν στοιχειώνει τους χαρακτήρες των έργων σας.

«Το παρελθόν µάς ορίζει, δεν διαφεύγουµε ποτέ πλήρως από αυτό. Μία από τις ψευδαισθήσεις που µας πουλάνε στις ΗΠΑ είναι η ιδέα του συναισθηµατικού κλεισίµατος (closure). Μια απλουστευτική, αναληθής έννοια, που η γοητεία της είναι γοητεία δίχως νόηµα: δεν “κλείνουµε” οριστικά τµήµατα της ζωής µας. Τα βάζουµε σε ένα περιτύλιγµα ίσως, τα τοποθετούµε σε κάποιο ασφαλές µέρος, δεν τα αποκόπτουµε, όµως, εγκαταλείποντάς τα. Γι’ αυτό και στα βιβλία µου ένα σύνηθες µοτίβο είναι αυτό των ανθρώπων που λανθασµένα πιστεύουν ότι έχουν ξεφύγει από το παρελθόν τους – για να ανακαλύψουν ότι κάτι τέτοιο απλώς δεν γίνεται».

Ενα επαναλαμβανόμενο μοτίβο του νέου μυθιστορήματός σας είναι η ανεργία. Για ποιο λόγο;

«Κυρίαρχο ζήτηµα για τους Αµερικανούς – όσο και για τους Ελληνες, υποθέτω. Και τους Ισλανδούς και τους Ιρλανδούς και τους άλλους Ευρωπαίους, φυσικά, είναι ένα παγκόσµιο πρόβληµα πλέον, µια µετάσταση κάκιστων οικονοµικών αποφάσεων και απορρύθµισης. Το τι προκάλεσε την οικονοµική κατάρρευση στις ΗΠΑ είναι πολύ ξεκάθαρο: οι αρπακτικές δανειακές πρακτικές, οι δέσµες τοξικών οµολόγων, η αποµάκρυνση όλων των λογικών ρυθµιστικών παραµέτρων που είχαν θεσµοθετηθεί µετά το 1929. Οταν όλα τα παραπάνω έφτασαν την κρίσιµη µάζα, το επακόλουθο ήταν η µαζική οικονοµική τήξη. Και το 1% έχει κατορθώσει να πείσει τον υπόλοιπο πληθυσµό ότι φταίνε τα συνδικάτα, οι δάσκαλοι και οι κυβερνητικοί υπάλληλοι. Καταπληκτικό µαγικό κόλπο – τόσο καταπληκτικό που θα έπρεπε να χειροκροτούµε όλοι µας! Το αποτέλεσµα είναι η συσσωρευµένη οργή».

Ο θυμός κινητοποιεί όμως και τις δύο πλευρές πολιτικού φάσματος: το κίνημα « Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ » και τους Tea Partiers.

«Αναµφίβολα. Είναι αυτή η αίσθηση… όχι αίσθηση, µε συγχωρείτε, είναι το γεγονός ότι τα δύο κόµµατα εξουσίας είναι βαθύτατα διαπλεγµένα µε τη Γουόλ Στριτ και τον οικονοµικό παράγοντα, ώστε στην πραγµατικότητα ζούµε σε καθεστώς καπιταλιστικής αναρχίας. Και αυτό φοβίζει πλέον τους Αµερικανούς – τους τροµοκρατεί κυριολεκτικά. Οι Tea Partiers αξιοποίησαν πρώτοι το συναίσθηµα αυτό και µετά εντάχθηκαν στις δοµές των ανθρώπων τους οποίους υποτίθεται ότι αντιµάχονταν. Αν δείτε τις σφυγµοµετρήσεις, το κίνηµα “Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ” είναι πολύ πιο δηµοφιλές από τους Tea Partiers, απηχεί τη µεγάλη πλειοψηφία των Αµερικανών γιατί δεν εµπορεύεται το µίσος και την οξύτητα όπως εκείνοι».

Μπορεί το κίνημα αυτό να ασκήσει τόση πολιτική πίεση ώστε να παράγει απτά αποτελέσματα;

«Σε αυτή τη φάση της ζωής µου έχω γίνει αρκετά κυνικός. Το µόνο που ζητούµε είναι λογικές ρυθµιστικές πολιτικές. Δεν απαιτούµε κάτι καινούργιο, απλώς να επιστρέψουµε στο σηµείο που βρισκόµασταν προτού οι κυβερνήσεις Ρέιγκαν και Κλίντον απορρυθµίσουν τα πάντα. Αν κάνεις αυτό που έκανε η Goldman Sachs, να πουλάς τοξικά οµόλογα και µετά να στοιχηµατίζεις εναντίον τους για δικό σου όφελος, να θεωρείται σοβαρό έγκληµα που να επισύρει φυλάκιση 20 ετών. Σήµερα τους λέµε απλώς, “α, δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό”».

Τι έγινε με την «αλλαγή στην οποία μπορούμε να πιστέψουμε» που ευαγγελιζόταν ο πρόεδρος Ομπάμα;

«Δεν ήρθε. Και αυτό γιατί το Δηµοκρατικό Κόµµα υπήρξε πολύ άτολµο. Ανησυχούσαν τόσο για την επανεκλογή τους ώστε διασφάλισαν ακριβώς το αντίθετο. Να ξεκαθαρίσω ότι δεν είµαι κανένας φανατικός αντι-ρεπουµπλικανός, αναγνωρίζω ότι οι Δηµοκρατικοί είχαν την απόλυτη πλειοψηφία στα χέρια τους για δύο χρόνια και δεν έκαναν απολύτως τίποτε. Δεν το χρεώνω αυτό αναγκαστικά στον Οµπάµα, το χρεώνω όµως στο Δηµοκρατικό Κόµµα. Εντάξει, δεν µας επανέφεραν στο σηµείο που µας είχαν φέρει οι φανατικοί νεοσυντηρητικοί, µας απογοήτευσαν όµως πλήρως».

«Στο “Wire” το έγκληµα είναι η φτώχεια»

Ο Ντένις Λεχέιν είναι συν-σεναριογράφος της τηλεοπτικής σειράς «The Wire». Πώς εξηγεί ο ίδιος τη µεγάλη – εµπορική και καλλιτεχνική – επιτυχία τηςuni037E «Ισως να οφείλεται στο ότι στην πραγµατικότητα δεν ήταν αστυνοµική σειρά, απλώς είχε µεταµφιεστεί σε τέτοια. Σε τελική ανάλυση, ήταν µια διερεύνηση των αστικών µηχανισµών, των πόλεων και των λόγων για τους οποίους έχουν πάψει να λειτουργούν. Το έγκληµα στο “Wire” είναι η φτώχεια – η θεσµοθετηµένη φτώχεια και η θεσµοθετηµένη δυσλειτουργία. Γι’ αυτό και ο πέµπτος και τελευταίος κύκλος αποτελεί ουσιαστικά επίθεση στο υπο-είδος του κατά συρροήν δολοφόνου. Ωραία, ένας serial killer µπορεί να σκοτώνει 20 ανθρώπους – η φτώχεια όµως σκοτώνει χιλιάδες κάθε χρόνο. Ποιος είναι λοιπόν ο µεγαλύτερος δολοφόνος;».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ