Εν αρχή ην ο φόβος, η τροµάρα. Ολα ξεκίνησαν από µια σκιά. Οταν έπεφτε το πρώτο σκοτάδι εκείνο το αόρατο αλλά πανίσχυρο στοιχειό ξεθάρρευε και ορµούσε καταπάνω της. Η Αννα, που θα ήταν τότε το πολύ εννέα χρονών κοριτσάκι, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, λαχτάριζε πάντοτε στο µέσον µιας παλιάς ξύλινης σκάλας που ένωνε το κάτω µε το επάνω πάτωµα του πατρικού της στον Σοχό της Θεσσαλονίκης. Η απόσταση για το παιδικό δωµάτιο είχε γίνει µια δοκιµασία, ένα απόκοσµο κυνηγητό. «Κάτι σαν ο θάνατος ήταν, ένα τέτοιο πράγµα, που παραφύλαγε να µου κόψει τα ήπατα κι ύστερα πάλι µ’ άφηνε» αποκαλύπτει η συγγραφέας Ζυράννα Ζατέλη επιχειρώντας να εντοπίσει, έπειτα από σαράντα χρόνια, το καταγωγικό έναυσµα της γραφής της, τις απαρχές µιας σαγηνευτικής, ολιστικής αφηγηµατικής τέχνης που υπηρετεί µε κατάνυξη τόσα χρόνια τώρα.

Το στιβαρό λογοτεχνικό οικοδόµηµα της Ζατέλη, ένα ιδιότυπο έργο εν προόδω, έχει τα θεµέλιά του ποτισµένα από µια στάλα ιδρώτα η οποία σε ανύποπτο χρόνο ανάβλυσε ηδονικά στην κροταφική της χώρα. Πρόκειται για ένα ταπεινό συµβάν, ένα είδος «αντίδωρου» εκείνης της σκιάς, που η ίδια έρχεται να το αναβαθµίσει στην πρώτη απρόσµενη συνειδητοποίηση της ύπαρξής της. Επειτα παρακινήθηκε να γράψει την πρώτη της ιστορία η οποία «χάθηκε, είναι η σκιά της που µ’ ακολουθεί». Εκτοτε τα υπόλοιπα είναι λογοτεχνία «σ’ έναν στρόβιλο µνήµης και λήθης». Ας θυµηθούµε την πρώτη αράδα της τριλογίας της Με το παράξενο όνοµα Ραµάνθις Ερέβους: Εν µέρει κρυφά, εν µέρει φανερά, έτσι τέλειωσαν κι έτσι άρχισαν όλα. Η Ηδονή στον κρόταφο, το καινούργιο βιβλίο της που µόλις κυκλοφόρησε, συγκεντρώνει εννέα δηµοσιευµένα κατά το παρελθόν αυτοβιογραφικά αφηγήµατα της συγγραφέως που συνθέτουν και αναδεικνύουν µια συνθήκη εκµηδένισης: ό,τι ακριβώς ενδέχεται να µεσολαβεί ανάµεσα στο ανθρώπινο και στο συγγραφικό εγώ. Στην περίπτωση της Ζυράννας Ζατέλη φαίνεται να βρίσκει πανηγυρική δικαίωση αυτό που είχε πει κάποτε ο Μορίς Μπλανσό για τον εαυτό του, ότι «η ζωή του είναι εντελώς ταγµένη στη λογοτεχνία και στη σιωπή που της προσιδιάζει». Η ακριβοθώρητη συγγραφέας επιµένει ότι «η γραφή είναι ο µόνος τρόπος να είµαι εγώ, ο µόνος τρόπος να υπάρξω». Εν προκειµένω το ζην και το γράφειν έχουν καταστεί αδιαχώριστα και ισορροπούν «ανάµεσα σε µια µύχια τρέλα και µια φοβερή διαύγεια συνάµα». Το βιβλίο αυτό µπορεί να ιδωθεί είτε σαν ένας γυάλινος προθάλαµος (για όσους δεν έτυχε ποτέ να διαβάσουν) του ζατελικού σύµπαντος είτε σαν µια ήσυχη αίθουσα αναµονής για όσους περιµένουν το καθιερωµένο πλέον γεννοβόληµα της συγγραφέως (ως άλλη ελαφίνα) ανά επταετία. Σε κάθε περίπτωση πάντως η Ζατέλη παρέχει µε αυτόν τον τόµο µια ακτινογραφία της τέχνης της, εξηγείται εν τίνι τρόπω εαυτοίς και αλλήλοις, έχοντας πλήρη συνείδηση ότι οι υπόγειες ουσίες της γραφής της αποκαλύπτονται στη µυσταγωγική παραφορά της αναγνωστικής εµπειρίας, ούτε προηγούνται ούτε έπονται αυτής.

Παρακολουθούµε αποσπασµατικά τη συγγραφέα, απ’ τα µικράτα της ακόµα, όταν αλαφροπατούσε µε το ένα πόδι στους αγρούς και µε το άλλο έµπαινε κρυφά στις άλλες, τις µαγικές ζωές του κινηµατογράφου (ο πατέρας της είχε µια αίθουσα προβολής σε µια κωµόπολη όπου η πλειοψηφία ζούσε απ’ τα καπνά) και φτάνουµε, µέσα από ιστορίες που χάνονται µέσα σε άλλες ιστορίες, στην πιο πρόσφατη ερωτική και συντροφική απώλειά της πριν από λίγα χρόνια. Η συγγραφέας που εξέδωσε την Περσινή αρραβωνιαστικιά, το πρώτο της βιβλίο, µετά τα 33 της χρόνια ήταν το «ξινόµηλο» της οικογένειας, το πιο µικρό παιδί που χαριτολογώντας οι οικείοι το λέγανε και «φάντασµα». Μια µέρα η µικρή Αννα είδε έναν άνθρωπο να τον χτυπάει κεραυνός και αυτό τη σηµάδεψε, αποτυπώθηκε µέσα της, έγινε η αιτία που η φύση λυσσοµανά ανταριασµένη στο έργο της.

Η Ζυράννα Ζατέλη ήλθε σε αυτόν τον κόσµο από τη µεσολάβηση ενός καπνοµεσίτη θείου της και κατέληξε µια θερµόαιµη και παλαίµαχη «σαντετζού» (εξαιτίας της εµµονής της µε τα τσιγάρα Sante που έχουν καταστεί αναπόσπαστο µέρος της συγγραφικής της τελετουργίας). Στα χαρτάκια αυτής της µάρκας καταγράφει τα όνειρά της, τη µαγιά της γραφής της. Το τσιγάρο, ένας παράξενος συνοµιλητής για την ίδια, η τελευταία καταφυγή για τους «ευδαίµονες µελαγχολικούς» στους οποίους κατατάσσει τον εαυτό της, είναι η προέκταση του χεριού της. Η πρώτη πίπα της ωστόσο «δεν ήταν πίπα», όπως της εξήγησε κάποτε τυχαία η µητέρα της, «αλλά η σύριγγα απ’ ένα παλιό οικογενειακό κλύσµα».

Η συγγραφέας, µεταξύ άλλων, µας εξηγεί την πρωτεύουσα θέση που κατέχει στον ψυχισµό και στη φαντασία της η σύµπτωση αφού «κάπως τα φέρνει η ζωή, κάπως τα φτιάχνουµε και εµείς µε το κεφάλι µας» για να επιτευχθεί µια βαθύτερη ισορροπία. Τραβά θεληµατικά την κουρτίνα για να βλεφαρίσουµε στο εργαστήρι της, όπου οι γάτες της κορδώνονται πάνω στο πράσινο γραφείο της, δίπλα στη γραφοµηχανή της, δίπλα σε κούτες µε σηµειώσεις που µοιάζουν µε πεδία µαχών. Κατονοµάζει τον συνειρµό ως την «πιο φυσική µας λειτουργία», µιλά για τον πρώτο της έρωτα που την εξώθησε να µη σπουδάσει και να φύγει στο Μάρµπουργκ Γερµανίας, θυµάται τα ταξίδια της και οµολογεί την άνεσή της «να νιώθω ηδονικά ξένη παντού». Αναφέρεται στις πρώτες κρυφές αποδράσεις που διαµόρφωσαν τη σχέση της µε τη Θεσσαλονίκη, το πώς τη βοήθησε ο Αντώνης Σαµαράκης όταν έφτασε στην Αθήνα και την πέρασαν για ζητιάνα, φέρνει στον νου της φίλους που δεν είναι πια στους ζωντανούς και ορίζει τις βασικές αναφορές του έργου της: τη µνήµη, τη φύση, τα ζώα, τον έρωτα και τον θάνατο. Η Ζυράννα Ζατέλη είναι το µεγάλο πρωθύστερο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, ό,τι αναλογικά µας συνδέει µε τον Φόκνερ, τον Κάφκα και τον Ντοστογέφσκι. Το 2010 τιµήθηκε µε το Βραβείο Μυθιστορήµατος του Ιδρύµατος Πέτρου Χάρη της Ακαδηµίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ