Συνήθως οι αφηγήσεις για τους πολέµους αφορούν ήρωες ή µάρτυρες. Για τους πρώτους ακούµε τις περιπέτειές τους, τον τρόπο µε τον οποίο διακινδύνευσαν τη ζωή τους ή και τη θυσίασαν για κάποιο ιδανικό ή για να εκπληρώσουν το καθήκον τους προς την πατρίδα. Για τους δεύτερους µαθαίνουµε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπήρξαν θύµατα των θηριωδιών µιας πολεµικής σύγκρουσης, πώς έχασαν τη ζωή τους ή δεινοπάθησαν από αυτά που φέρνουν οι πόλεµοι.

Τα καθάρµατα, οι φονιάδες, οι σαδιστές, οι ψυχοπαθείς γενικά δεν είναι οι πλέον συνηθισµένοι πρωταγωνιστές των ιστορικών αφηγήσεων, παρ’ ότι οι πόλεµοι είναι πραγµατικά το πεδίο εκείνο όπου τέτοιες προσωπικότητες βρίσκονται στο στοιχείο τους.

Η ιστορία ενός τέτοιου τύπου, του Γερµανού Φριτς Σούµπερτ και του ελληνικού «σώµατος κυνηγών» που διοίκησε, αποτελεί το αντικείµενο του βιβλίου του Θανάση Φωτίου. Το βιβλίο αφηγείται λοιπόν τη ζωή και τη δράση ενός εγκληµατία πολέµου ο οποίος έδρασε στην Ελλάδα κατά την περίοδο της Κατοχής διαπράττοντας δολοφονίες, βασανισµούς, λεηλασίες και απαγωγές σε δύο διαφορετικές περιοχές της χώρας: στην Κρήτη αρχικά και στη Μακεδονία στη συνέχεια. Μεταπολεµικά, το όνοµά του ταυτίστηκε µε περιγραφές όπως «αιµοσταγής», «θηριώδης σαδιστής», «απαίσιος δήµιος», «ανθρωπόµορφο τέρας».

Για τον διαβόητο λοιπόν Σούµπερτ, κυκλοφόρησαν πολλές ιστορίες στους τόπους όπου έδρασε. Το όνοµά του έγινε συνώνυµο του απόλυτου Κακού και οι άνθρωποι που συνεργάστηκαν µαζί του και συµµετείχαν στις οµάδες του θεωρήθηκαν η απόλυτη κατάντια για Ελληνα. Ως και σήµερα σε περιοχές της Κρήτης ο χαρακτηρισµός «σουµπερίτης» είναι βρισιά συνώνυµη µε την προδοσία και τη βαναυσότητα.

Ο στόχος του συγγραφέα είναι να αναζητήσει την ιστορική αλήθεια σε σχέση µε την προσωπική διαδροµή του Σούµπερτ και τη δράση του τόσο πριν από τον πόλεµο όσο και, κυρίως, κατά τη διάρκεια αυτού, βασιζόµενος σε πρωτογενή στοιχεία αλλά και προφορικές µαρτυρίες. Ο Φωτίου επιχειρεί να διαχωρίσει τον µύθο από την πραγµατικότητα, έτσι ώστε να δώσει µια πλήρη και εµπεριστατωµένη εικόνα αυτού του ανθρώπου, θέτοντας τέλος «στην αναπαραγωγή στερεοτύπων που δεν αντέχουν σε επιστηµονικό έλεγχο αλλά υπηρετούν µάλλον εικασίες και µυθοπλασίες, τάση που συνεχίζεται ακόµη και σήµερα».

Το βιβλίο είναι χωρισµένο σε τέσσερις ενότητες. Στην πρώτη και µεγαλύτερη παρουσιάζεται η σταδιοδροµία του δεκανέα Σούµπερτ, ο οποίος, από µεταφραστής και κατάσκοπος, εξελίχθηκε σε έναν πανίσχυρο διοικητή σώµατος περίπου 140-150 ανδρών. Ο Σούµπερτ παρέµεινε στην Κρήτη από τον Αύγουστο του 1941 ως τον Ιανουάριο του 1944. Σύµφωνα µε την έρευνα του συγγραφέα, σε αυτό το διάστηµα ο Σούµπερτ πρόλαβε να εµπλακεί στην εκτέλεση άνω των 200 ατόµων και σε αναρίθµητους βασανισµούς σε αρκετές δεκάδες χωριά.

Το δεύτερο µέρος εξετάζει τη δράση του στη Μακεδονία, όπου βρέθηκε µετά την Κρήτη. Εκεί ο Σούµπερτ έδρασε ιδιαίτερα στα χωριά της Χαλκιδικής και στην περιοχή της λίµνης της Βόλβης. Αφησε τη σφραγίδα του στα γερµανικά αντίποινα του Ασβεστοχωρίου, στο ολοκαύτωµα του Χορτιάτη και στις θηριωδίες στην πόλη των Γιαννιτσών.

Το τρίτο και το τέταρτο µέρος ακολουθούν τον Σούµπερτ από τη στιγµή της φυγής του από την Ελλάδα µε τη γερµανική υποχώρηση ως την επιστροφή του, τη σύλληψή του στη Θεσσαλονίκη, τη δίκη και την εκτέλεσή του στη Θεσσαλονίκη στις 22 Οκτωβρίου 1947.

Οµάδες δολοφονίας

Πέρα από την αφήγηση της αιµατηρής διαδροµής του Φριτς Σούµπερτ, ο Θανάσης Φωτίου επιχειρεί να καταγράψει αυτούς που συµµετείχαν στις δολοφονικές οµάδες του και τα κίνητρα της συµµετοχής τους. Παρατηρεί ότι µια σειρά παράγοντες, όπως τα δίκτυα συγγένειας, προηγούµενες συγκρούσεις, τοπικές ή προσωπικές διαφορές και διάθεση για πλουτισµό, συνέργησαν στην απόφαση αυτή.

Το βιβλίο αποτυπώνει µε συστηµατικότητα και εξαιρετικά λεπτοµερή τρόπο την τραγωδία µιας εποχής µέσα από την κτηνώδη δράση ενός εγκληµατία πολέµου.

Ο κ. Νίκος Μαρατζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ