«Ηταν άνοιξη του 1940. Ηµουν ένας αδύνατος, κοκαλιάρης εννιάχρονος σκυµµένος επάνω από την εφηµερίδα, όπου στον πολεµικό χάρτη µε µαύρα βελάκια ήταν σηµαδεµένη η επέλαση των γερµανικών τεθωρακισµένων µεραρχιών. Τα βελάκια είχαν εισχωρήσει στη Γαλλία, ενώ ζούσαν σαν παράσιτα στο σώµα όσων ήµασταν εχθροί του Χίτλερ. Και θεωρούσα πράγµατι τον εαυτό µου έναν απ’ αυτούς. Ποτέ άλλοτε δεν καταπιάστηκα τόσο ολόψυχα µε την πολιτική!

Μπορεί να θεωρηθεί αναµφισβήτητα γελοίο το ότι γράφω για την πολιτική δέσµευση ενός εννιάχρονου, αλλά δεν επρόκειτο για πολιτική στάση µε την πραγµατική σηµασία της λέξης. Ηταν ο τρόπος µε τον οποίο συµµετείχα στον πόλεµο. ∆εν καταλάβαινα τίποτε από κοινωνικά προβλήµατα, από τάξεις, συνδικάτα, οικονοµία, κατανοµή πλούτου, από σοσιαλισµό εναντίον καπιταλισµού και τα λοιπά. «Κοµµουνιστής» ήταν προσδιορισµός κάποιου που υποστήριζε τη Ρωσία. «Το δεξιό κόµµα» ήταν λίγο ύποπτος όρος επειδή µέρος του έκλινε προς τη µεριά της Γερµανίας. Αυτό που διαφορετικά καταλάβαινα µε το δεξιό κόµµα ήταν ότι το ψήφιζαν αυτοί που ήταν πλούσιοι. Στην πραγµατικότητα όµως τι εννοούσε κανείς µε το ότι ήταν πλούσιος; Είχαµε πάει για δείπνο µερικές φορές σε µια οικογένεια που την περιέγραφαν ως πλούσια. Εµεναν στο Επελβικεν, ο µπαµπάς ήταν χονδρέµπορος. Μεγάλη βίλα, υπηρετικό προσωπικό µε άσπρες και µαύρες στολές. Πρόσεξα ότι το αγόρι της οικογένειας, που είχε την ίδια ηλικία µε µένα, έπαιζε µε ένα φανταστικά µεγάλο αυτοκίνητο, ένα πυροσβεστικό όχηµα, πολύ λαχταριστό. Πού µπορούσε να βρει κανείς κάτι τέτοιο; Μου πέρασε έτσι κάποια στιγµή η σκέψη ότι η οικογένεια αυτή ανήκε σε άλλη κοινωνική τάξη, στην οποία κανείς µπορούσε να αγοράσει ασυνήθιστα µεγάλα αυτοκίνητα για παιχνίδι.

[…] Τα «πολιτικά» µου ένστικτα επικεντρώνονταν αποκλειστικά στον πόλεµο και στον ναζισµό. Πίστευα ότι είτε ήταν κανείς ναζιστής είτε αντιναζιστής. Η αµφιταλάντευση που ήταν διάχυτη στη Σουηδία, ο επιφυλακτικός οπορτουνισµός ήταν πράγµατα που δεν καταλάβαινα. Τα ερµήνευα είτε ως σιωπηλή υποστήριξη προς τους συµµάχους είτε ως συγκαλυµµένο ναζισµό. Οταν ανακάλυπτα ότι κάποιος που συµπαθούσα ήταν στην πραγµατικότητα «φιλογερµανός» ένιωθα αµέσως µια τροµερή πίεση στο στήθος. Μια κατάρρευση. ∆εν υπήρχε περίπτωση να έχουµε κάποια σχέση οι δυο µας.

[…] Οταν καθόµασταν στο προαστιακό τρένο για το Ενσκεντε έβαζα πάντα τη µαµά µου – η οποία απεχθανόταν να τραβά την προσοχή – να ξεδιπλώνει την προπαγανδιστική εφηµερίδα «Νέα της Μεγάλης Βρετανίας» και έτσι σιωπηλά να δηµοσιοποιεί πού ανήκαµε. Εκανε σχεδόν τα πάντα για µένα, ακόµη κι αυτό.

Τον µπαµπά µου τον συναντούσα σπάνια τα χρόνια του πολέµου. Μια µέρα όµως εµφανίστηκε και µε πήρε µαζί του σε µια δεξίωση µε φίλους του δηµοσιογράφους. Ποτήρια γεµάτα, συζητήσεις και γέλια και πυκνός καπνός από τσιγάρα. Επικρατούσε µια χαρούµενα ανεκτική ατµόσφαιρα, όπου µπορούσε να κάνει κανείς ό,τι θέλει. Αποτραβήχτηκα και περιεργάστηκα τη βιβλιοθήκη του ξένου σπιτιού.

Βρήκα εκεί ένα βιβλίο που είχε εκδοθεί πρόσφατα, «Το µαρτύριο της Πολωνίας». Περιείχε ντοκουµέντα. Εκατσα στο πάτωµα και το διάβασα σχεδόν από την αρχή ως το τέλος ενώ οι φωνές ακούγονταν πάνω από το κεφάλι µου. Το απαίσιο αυτό βιβλίο, που ποτέ δεν ξαναείδα, περιείχε ό,τι φοβόµουν, ή και ίσως ό,τι ευχόµουν. Οι ναζιστές ήταν όσο απάνθρωποι τους είχα φανταστεί, και ακόµη χειρότεροι! ∆ιάβαζα γοητευµένος και αηδιασµένος και συγχρόνως γέµιζα από ένα αίσθηµα θριάµβου: είχα δίκιο! Ολα υπήρχαν στο βιβλίο, είχαν αποδειχτεί. Περιµένετε και θα δείτε! Κάποια µέρα θα αποκαλυφθούν τα πάντα, κάποια µέρα θα σας βρει η αλήθεια κατάµουτρα, εσάς που αµφισβητούσατε. Θα δείτε! Και αυτό ακριβώς έγινε.»
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ