Οι αφηγηµατικοί ήρωες της Eρσης Σωτηροπούλου µπορεί να ζουν µέσα στην πιο κοινή και αδιάφορη καθηµερινότητα, αλλά είναι πάντα έτοιµοι να κάνουν ένα µετέωρο βήµα: ένα βήµα που θα τους κρεµάσει πάνω από ένα παράξενο, συχνά εντελώς απροσδιόριστο κενό, κρατώντας στον αέρα και την ταυτότητά τους, η οποία θα παραµείνει µέχρι τέλους εσκεµµένα ρευστή και αχαρτογράφητη. Στην πεζογραφία της Σωτηροπούλου δεν εντοπίζεται ποτέ κάποια σταθερή αφετηρία ή κατάληξη, ενώ τα πρόσωπά της µοιάζουν υποχρεωµένα να αντικρίζουν ένα περιβάλλον που, ενώ από τη µια δείχνει να αλλάζει µε εξοντωτικούς ρυθµούς, από την άλλη προβάλλει ανησυχητικά αµετάβλητο.

Η συγγραφέας δεν ακολουθεί διαφορετική ρότα στην καινούργια συλλογή διηγηµάτων της, την οποία επιγράφει µε έναν χαρακτηριστικά διχαστικό τίτλο το στάτους των πρωταγωνιστών της: Να νιώθεις µπλε, να ντύνεσαι κόκκινα. Οι υπάρξεις που ζωντανεύουν στις σελίδες της ασφυκτιούν στο κοστούµι του κοινωνικού τους ρόλου, δαιµονίζονται µε τις δεσµεύσεις και τους καταναγκασµούς τους, αλλά παράλληλα αποφεύγουν (είτε γιατί δεν το θέλουν είτε γιατί δεν το µπορούν) να κινηθούν ανατρεπτικά. Από την πραγµατικότητα δεν υπάρχουν ούτε µεγάλες έξοδοι ούτε σωτήριες διαφυγές: αποµένουν το σπασµένο εγώ (κάποτε µε εµφανή τα σηµάδια της διαταραχής που επιφέρει η απόκλισή του από το σύµπαν) και ο αδιόρατα πλην δραστικά υπονοµευµένος περίγυρός του.

Τι ακριβώς, ωστόσο, καλούνται να υποµείνουν ή να πολεµήσουν οι άνθρωποι στα διηγήµατα της Σωτηροπούλου; Μια µονίµως «στην πρίζα» έφηβη θα προσπαθήσει να αντιστρατευτεί τους γονείς και τον ψυχίατρό της καπνίζοντας παρέα µε ένα διανοητικά καθυστερηµένο παιδί («Μάτια µέσα στη νύχτα»). Μια ανήσυχη στιχοπλόκος θα εµπιστευθεί µόνο στην υπέρβαση του ονείρου τις ποιητικές της εκλάµψεις («Να νιώθεις µπλε, να ντύνεσαι κόκκινα»). Eνας καταπτοηµένος σύζυγος θα υποδυθεί την απιστία του ελπίζοντας να ανακτήσει τη χαµένη ερωτική του επιθυµία («Ακόµη και στον παράδεισο κάποιος µπλοφάρει»). Μια νεαρή γυναίκα θα επιστρατεύσει την αισθησιακή της µνήµη για να αποµακρυνθεί από την παράνοια της αποµόνωσής της («3 Οκτωβρίου 2004»). Μια εναλλακτικής νοοτροπίας µάνα θα µπλεχτεί στον παραισθητικό κόσµο του γιου της («Κυριακή Θεού στο Aµστερνταµ»). Μια επιτυχηµένη συγγραφέας θα λιµνάσει στα νερά ενός πλαδαρού θαυµαστή της («Λοιπόν, σας αρέσει η λογοτεχνία;»). Τέλος, µια υπηρέτρια που έχει σπουδάσει πιάνο δεν θα πετύχει την πρόσληψή της, αφού κανένας εκλεπτυσµένος εργοδότης δεν δέχεται να πάρει στη δουλειά του έναν άξιο καλλιτέχνη («Στο φωτεινό δωµάτιο»).

Με µια διακριτικά περιπαικτική γλώσσα, η οποία συγκαλύπτει µε την ειρωνεία της το βουβό δράµατων ηρώων, στέλνονταςέτσι περίπατο και την οποιαδήποτε πιθανότητα για αισθηµατολογία, η Σωτηροπούλου δεν θα κλείσει την πόρτα στην ανάσα της ύπαρξης, που θα λειτουργήσει απελευθερωτικά έστω και την τελευταία στιγµή και θα σώσει γενναία τα φαινόµενα.

Τα πιο δυνατά διηγήµατα του τόµου είναι εκείνα που δεν βιάζονταινα τονίσουν (µε έναν κάπως υπέρ το δέον χρωµατισµό) την αντισυµβατική στάση των χαρακτήρων τους. ∆ιαλέγω χωρίς την παραµικρή επιφύλαξη τα «Ακόµη και στον παράδεισο κάποιος µπλοφάρει», «3 Οκτωβρίου 2004», «Λοιπόν, σας αρέσει η λογοτεχνία;» και «Στο φωτεινό δωµάτιο». Ξεχωρίζουν όλα όχι µόνο για την υποδορίως φορτισµένη λιτότητά τους, αλλά και για την υποβλητική δύναµη της σκηνοθεσίας τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ