«Εχει παραγίνει το κακό», µου λέει ο Σωτήρης Δηµητρίου, «είµαστε παντού δακτυλοδεικτούµενοι». Μόλις επέστρεψε από τις Βρυξέλλες, όπου συµµετείχε στην παρουσίαση της ταινίας του Νίκου Παναγιωτόπουλου, βασισµένης στα δικά του «Οπωροφόρα της Αθήνας». «Είµαστε σε όλα τα δελτία ειδήσεων, τα οποία όµως καταλήγουν µε το δελτίο καιρού. Βλέπουν οι Ευρωπαίοι έναν ήλιο πάνω από την Ελλάδα. “Πάλι ήλιο έχουν αυτοί;” λένε τότε και ζηλεύουν».

Τη φύση και τη χαρά της ζωής υµνεί στο νέο του πεζογράφηµα Η σιωπή του ξερόχορτου (εκδόσεις Πατάκη, 2011). Στήνει µια κοινωνία στην οποία οι ελευθερίες της ιδεώδους πολιτείας του Πλάτωνα και της Ουτοπίας του Τόµας Μορ διευρύνονται στο έπακρο. Στην ευδαιµονική πολιτεία του Σουσαµυγδαλόµελου και της Πασατεµποσταροχαλβαδούς δεν υπάρχει οικογένεια ούτε χρήµα, εκλείπουν ο φόβος του Θεού και του θανάτου, η εργασία περιορίζεται στο ελάχιστο, η εκπαίδευση δεν είναι καταναγκαστική, ο έρωτας ρέει ελεύθερα.

Αν το αφήγηµα, το πιο πνευµατώδες και ευφρόσυνο της πεζογραφικής του παραγωγής, διαβάζεται ως προσπάθεια παραµυθίας σε καιρούς χαλεπούς, αυτό δεν έγινε σκόπιµα, µου εξηγεί ο συγγραφέας. «Τα ίδια θα έγραφα ακόµη και αν ζούσαµε στις συνθήκες των Ολυµπιακών Αγώνων του 2004. Το αφήγηµα εκφράζει όµως την πρόθεσή µου να ξεφύγω σιγά-σιγά από τη σοβαροφάνεια. Κάνει κακό και στον γράφοντα και στον αναγνώστη. Ας γίνουµε πιο ανάλαφροι, η ζωή έχει µεγάλο βάρος η ίδια, ας µην το επεκτείνουµε και στη λογοτεχνία».

Ποιο είναι για εσάς το μείζον ζητούμενο σε μια σύγχρονη ουτοπία;

«Η ελάχιστη νοµή της φύσεως. Επειδή η φύση µάς φαίνεται ανυπεράσπιστη δεν σηµαίνει ότι κάποτε δεν θα πάρει την εκδίκησή της. Για να µην κινδυνολογώ όµως, ακόµη και αυτό να µη γίνει, καλό είναι για ηθικούς λόγους να αφήσουµε τη φύση στην ησυχία της. Και αυτή θα ανακουφιστεί και εµείς θα απαλλαγούµε από τα τόσα µπιχλιµπίδια που παράγουµε».

Πρώτη μέριμνα κάθε ουτοπικής κοινωνίας είναι η κατάργηση της οικογένειας. Γιατί;

«Διότι αποτελεί ένα πολύ κλειστό κύκλωµα το οποίο είναι µήτρα κακών. Λόγω της πολύχρονης κοινής στέγης συνδεόµαστε παθολογικά και ταυτιζόµαστε µε πέντε ανθρώπους και αδιαφορούµε, µε διαβαθµίσεις, για τους εκτός οικογενείας. Η οικογένεια αφαιρεί κάθε ικµάδα του συναισθήµατος προς τους άλλους, το συναίσθηµα αυτό καταλήγει ψεύτικο, για να µην πω ότι είναι συγκαλυµµένη κακεντρέχεια. Δεν υπάρχει κοινωνική ειρήνη, κατά τη γνώµη µου, επειδή υπάρχει οικογένεια».

Δεύτερη ελευθερία που προσφέρει αυτή η πολιτεία στους κατοίκους της είναι η απαλλαγή από τη θρησκεία και τον φόβο του Θεού. Εσείς σε τι πιστεύετε;

«Προσπαθώ να εκβιάσω τον εαυτό µου προς την πίστη για λόγους συµφέροντος, γιατί στη µεγάλη ανηφόρα η άλογη πίστη σε σώζει. Λες ένα “ήταν θέληµα Θεού” και ανακουφίζεσαι, όπως έλεγαν παλιά οι γυναίκες του χωριού. Οι θρησκείες πλέον έχουν καταλήξει µορφή εµπορίου και ποδηγετούν τις ψυχές ενσπείροντας τον φόβο. Είµαι αγνωστικιστής, αισθάνοµαι όµως απόλυτο σεβασµό για τους πηγαία θρησκευόµενους».

Τρίτη ελευθερία είναι η απαλλαγή από τον καταναγκασμό της εργασίας…

«Ναι, γιατί οι παραγωγικοί άνθρωποι µε τη δραστηριότητά τους έχουν καταστρέψει τη φύση και τον εαυτό τους. Καταναλώνουν το πιο πολύτιµο αγαθό, τον χρόνο, προσπαθώντας να βγάλουν χρήµατα. Μας έχουν πείσει ότι χρειαζόµαστε πολλά στη ζωή. Μεγάλη απάτη. Οι περισσότερες ανάγκες µας είναι επίπλαστες. Τα αγαθά που χρειάζεται ο άνθρωπος για να περάσει καλά µπορεί να τα εξασφαλίσει µε δύο µεροκάµατα. Πρέπει να επιστρέψουµε σε έναν πιο απλό τρόπο ζωής».

Συμβουλεύετε να κάνουμε την ουτοπία πραγματικότητα;

«Δεν εννοώ να ζήσουµε όπως στην ουτοπική κοινωνία που περιγράφω στο βιβλίο, ούτε και το επιθυµώ. Δεν ξέρουµε τι “φασούλια” µπορεί να προκύψουν από µια τέτοια κατάσταση. Οι ουτοπίες είναι ένα παιχνίδι, γονιµοποιούν τη φαντασία και πέρα από τη λογοτεχνική απόλαυση προσφέρουν το όραµα µιας καλύτερης κοινωνίας και µια ελπίδα ανακουφιστική για το µέλλον της ανθρωπότητας. Ας κάνουµε το 5% ή µόνο ένα από όλα που προτείνουν, θα ζούµε καλύτερα».

Την καλύτερη ζωή την εννοείτε αποκλειστικά στην επανασύνδεσή μας με τη φύση;

«Απόλυτα. Οσοι λένε ότι η πόλη έχει τόσες οµορφιές µάλλον δεν έχουν επαφή µε τον εαυτό τους ή ψεύδονται. Ολοι οι άνθρωποι έπειτα από µια βουτιά στη θάλασσα ή µια βόλτα στο δάσος ξεχνούν τις µικροεµµονές τους, αισθάνονται, µε έναν τρόπο µαγικό, ότι οι µεγάλες στενοχώριες τους γίνονται ελαφρύτερες. Γιατί; Επειδή κι εµείς είµαστε Φύση και όταν βρισκόµαστε στο φυσικό περιβάλλον γίνεται εναρµόνιση ηµών και της Φύσεως».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ