Καθισµένη στο µικρό τραπέζι της κουζίνας της στο Κλίβελαντ η Λίλι Μπιρ, η οποία ευγνωµονεί τη ζωή ενώ ετοιµάζεται να παραδοθεί στον θάνατο, διερωτάται: «Τι ήχο να κάνει άραγε µια ογδονταεννιάχρονη καρδιά που ραγίζει;». Αυτή η βασανισµένη γιαγιά, που εκµυστηρεύεται τον τρικυµιώδη βίο της στο νέο µυθιστόρηµα του ιρλανδού συγγραφέα Σεµπάστιαν Μπάρυ (µακρά λίστα για το Βραβείο Μπούκερ 2011), θρηνεί για τον εγγονό της τον Μπιλ που αυτοκτόνησε όντας ένα ψυχικό ερείπιο µετά την επιστροφή του από τον Πόλεµο του Κόλπου.

Η ίδια, βαθιά συντετριµµένη από αυτόν τον χαµό, αρχίζει να αραδιάζει τις πονεµένες θύµησες και να συναρµολογεί τα φοβερά κοµµάτια της ζωής της πάνω στο χαρτί επί δεκαεπτά ηµέρες, σε ένα τετράδιο λογαριασµών που µεταµορφώνεται σε συγκινητικό καθαρτήριο για την ίδια τη µνήµη της. Οταν κλείσει ο κύκλος της αφήγησής της, έχει αποφασίσει να δώσει ένα τέλος στη ζωή της µε τρόπο ήσυχο, συντονισµένο µε το κουρασµένο καρδιοχτύπι της.

«Το ακριβότερό µου απόκτηµα ήταν η νιότη µου, αν και φυσικά ήταν αόρατη σε µένα» συλλογίζεται η Λίλι, η οποία θυµίζει αρκετά την αιωνόβια τρόφιµο της Ψυχιατρικής Κλινικής του Ροσκόµον Ροσίν Μακ Νάλτι από το προηγούµενο µυθιστόρηµα του Μπάρυ, Η µυστική γραφή (εκδόσεις Καστανιώτη, 2009). Η µαστοριά του συγγραφέα, ο οποίος διαθέτει κάτι από αυτό το ξεχωριστό νεύρο των µεγάλων λογοτεχνικών βάρδων της πατρίδας του (µαζί µε τον Τζον Μπάνβιλ και τον Κολµ Τόιµπιν), είναι τέτοια που ο αναγνώστης νιώθει να βρίσκεται εκεί µαζί µε την ηρωίδα, να τη συντρέχει απορροφώντας τη ζεστή βραχνάδα µιας φωνής που ως το τέλος παλεύει απέναντι στη συντριβή της ιστορίας και στον πόνο της απώλειας. Οι άνδρες της οικογένειας της Λίλι βρέθηκαν στο πλευρό του βρετανικού Στέµµατος σε µια µεταβατική περίοδο κατά την οποία οι επαναστατικές δυνάµεις υπέρ της ανεξαρτησίας στην Ιρλανδία βρίσκονταν σε αναβρασµό και κυνηγούσαν τους «συνεργάτες» της Αυτοκρατορίας.

Το µένος της εκδίκησης

Η Λίλι (κόρη αξιωµατικού) ανήκει στη µυθιστορηµατική οικογένεια των Νταν που ο συγγραφέας έχει δηµιουργήσει από τα προηγούµενα έργα του προκειµένου να βυθιστεί στην ταραχώδη σύγχρονη ιστορία της γενέτειράς του και να συµφιλιώσει τους συµπατριώτες του µε το δραµατικό εµφυλιοπολεµικό παρελθόν τους. Ο Γουίλι Νταν, για παράδειγµα, ήρωας του Μακριά, πολύ µακριά (εκδόσεις Πόλις, 2007), είναι ο αδελφός της που σε αυτό το βιβλίο τής γνωρίζει τον µετέπειτα πρώτο της σύντροφο Τατζ Μπιρ (τον καταδιώκουν επίσης οι αντάρτες του IRA ως µέλος της Αυτοκρατορικής Ιρλανδικής Χωροφυλακής), µε τον οποίο καταφεύγει στην Αµερική στο τέλος του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου, την πολυπόθητη «Χαναάν» του τίτλου, προκειµένου να αποφύγουν τα αντίποινα της πολιτικής βίας και να ζήσουν µακριά από το µίσος και τον αλληλοσπαραγµό.

Το µένος της εκδίκησης όµως περνάει τον Ατλαντικό και η Γη της Επαγγελίας ποτίζεται µε αίµα. Τη στιγµή που ο Τατζ είναι προσηλωµένος σε µια από τις «Αυτοπροσωπογραφίες» του Βαν Γκογκ µέσα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης τον σκοτώνουν µε τρόπο γκανγκστερικό. Η Λίλι, µε το φόρεµά της βαµµένο στο αίµα του πρώτου άνδρα που αγάπησε, προσπαθεί να ξεφύγει διαισθανόµενη ότι ο δολοφόνος θα προσπαθήσει να αποτελειώσει και την ίδια.

Εκτοτε η πορεία αυτής της ευάλωτης ύπαρξης µοιάζει να έχει µόνη πατρίδα της την εξορία από τόπους και συναισθήµατα. «Μπορεί να ‘χουµε ανοσία στον τύφο, στον τέτανο, στην ανεµοβλογιά, στη διφθερίτιδα, µα στη µνήµη ποτέ. ∆εν υπάρχει εµβόλιο για δαύτη» διαπιστώνει η Λίλι, η οποία θα παντρευτεί αργότερα τον Τζο Κίντερµαν, τον περίεργο αστυνοµικό που θα την εγκαταλείψει, ενώ θα δει και τον γιο τους Γουίλι να καταστρέφεται στιγµατισµένος από τη σαρωτική ήττα του Πολέµου του Βιετνάµ.

ΤΟΥΑΞΙΖΕΙΕΝΑ ΜΠΟΥΚΕΡ

Το «Εις γην Χαναάν» είναι ένα καταπληκτικό μυθιστόρημα γι’ αυτά που χάνει η ζωή και τα κερδίζει η μνήμη, μια λυρική ωδή στην ευγενή απαίτηση να ξαναζήσουμε το παρελθόν επειδή δεν αγαπήσαμε όσο θα θέλαμε, μια λαμπρή καταβύθιση στο πένθος και στην απώλεια. Για τον Σεμπάστιαν Μπάρυ το Βραβείο Μπούκερ είναι μια τιμή που έχει αργήσει πολύ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ