Ενας νεαρός άνδρας βρίσκεται νεκρός στην είσοδο πολυκατοικίας στο Σύνταγµα ενώ απέξω οι Αγανακτισµένοι διαδηλώνουν. Μια γυναίκα εξαφανίζεται µυστηριωδώς από τη Θεσσαλονίκη. Ο Σαλονικιός Αλέξης Ολµέζογλου και ο ∆ηµήτρης Σκούρος, ένα γερασµένο alter ego του, αναζητούν ο πρώτος τον δράστη του εγκλήµατος και ο δεύτερος τη µοιραία γυναίκα.

Γνώριµοι και οι δύο από προηγούµενα έργα του Πέτρου Μαρτινίδη, ροµαντικοί µποέµ ή λούζερ, ανάλογα µε το πώς βλέπει τον κόσµο κάποιος, οι ερασιτέχνες ντετέκτιβ είναι δύο διανοούµενοι που µε τις φωνές τους µπολιάζουν την αστυνοµική αφήγηση µε την ειρωνεία του πανεπιστηµιακού µυθιστορήµατος. ∆ιδάκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και νυν άνεργος δηµοσιογράφος ο Ολµέζογλου, έκπτωτος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου µε αυτοκτονικές διαθέσεις ο Σκούρος, µετακινούνται ο πρώτος µεταξύ Θεσσαλονίκης – Αθήνας και ο δεύτερος στο Παρίσι της αριστερής όχθης, σε µια αστυνοµική ιστορία µε γρήγορο ρυθµό που εκτυλίσσεται µέσα στο πρώτο δεκαπενθήµερο του περασµένου Ιουλίου.

Το µυθιστόρηµα του Μαρτινίδη, το οποίο βρίσκεται ήδη στα βιβλιοπωλεία, δεν µπορεί παρά να γράφτηκε συγχρονικά µε τα γεγονότα που αφηγείται, συµπεραίνουµε εύκολα. Πρωταγωνίστριά του, όπως και στα αντίστοιχα µυθιστορήµατα του Πέτρου Μάρκαρη, είναι η πάλλουσα επικαιρότητα. Το σύγχρονο αστυνοµικό µυθιστόρηµα είναι το κοινωνικό µυθιστόρηµα της εποχής µας, διατυµπανίζουν σε όλες τις γλώσσες οι συγγραφείς που καλλιεργούν το είδος. Αν το καλοσκεφτούµε όµως, µήπως αυτό δεν ίσχυε ανέκαθεν για το αστυνοµικό αφήγηµα; Εκείνο ίσως που το διαφοροποιεί σήµερα από παλαιότερα κείµενα είναι ακριβώς η µηδενική απόσταση από την αφηγούµενη πραγµατικότητα. Η φόρµα του αστυνοµικού αφηγήµατος µοιάζει ολοένα και συχνότερα να καταλήγει το πρόσχηµα για µια ρεαλιστική αναπαράσταση της πραγµατικότητας που ανανεώνει µε ελκυστικό τρόπο το ξεχασµένο είδος του χρονογραφήµατος.

Στο «Χωρίς αποζηµίωση» η αστυνοµική ιστορία στο πρώτο επίπεδο διαβάζεται µονορούφι ως το τέλος. Φταίχτες αποδεικνύονται οι συνήθεις ένοχοι. Εστω και αν παραµένουν ατιµώρητοι, αυτή η αποκάλυψη ανακουφίζει τον αναγνώστη και η αφήγηση, σε ό,τι αφορά το έγκληµα και την τιµωρία του, έχει επιτελέσει τον προορισµό της.

Πίσω από τον γρίφο, οι δύο αφηγητές παρατηρούν, σχολιάζουν τα συνθήµατα στα πανό των Αγανακτισµένων, καταγράφουν την τρέχουσα αγωνία του νεοέλληνα, στοχάζονται: Πλησιάζει η Ελλάδα του µνηµονίου την Αργεντινή της χρεοκοπίας; Είναι ο ακυβέρνητος επαναστατηµένος όχλος λιγότερο επικίνδυνος από τους διεφθαρµένους αστούς πολιτικούς; Αποτελεί η διανόηση του ακαδηµαϊκού κατεστηµένου των δηµαγωγικών µεθοδεύσεων, του αριβισµού και των τηλεοπτικών παραθύρων, έµπιστο καθοδηγητή στην έξοδο από την κρίση; Θα ενεργοποιήσει η νεόκοπη συλλογικότητα της κοινωνίας των πολιτών το αίσθηµα της ατοµικής ευθύνης;

Οπως παλιά το καλό χρονογράφηµα, το µυθιστόρηµα τελειώνει έχοντας επιτύχει να µας διασκεδάσει, να τροχίσει το βλέµµα µας, να εµβαθύνει στον κυνισµό και, ταυτόχρονα και αντινοµικά, να µας υποβάλει την ιδέα ενός ελπιδοφόρου αύριο όπου «οι γέροι πίθηκοι µπορούν εν τέλει να µάθουν καινούργιες γκριµάτσες».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ