Στην ακατάβλητη περί της οικονοµικής κρίσης λογόρροια της εποχής σπανίζει ο αρτιωµένος λόγος που να υποδεικνύει τις βαθύτερες αιτίες της και ταυτόχρονα να προσανατολίζει σε γόνιµη ψυχοπολιτική έξοδο. Μαζί µε τον αναβλύζοντα κοινωνικό θυµό περισσεύει και η ριζοσπαστική δηµαγωγία, αφού οι περισσότεροι στέκονται σχεδόν πάντα στη συµπτωµατολογία της ελληνικής «παρακµής», την οποία και θέλουν να θεραπεύσουν µε µια ακατάσχετη, αναποτελεσµατική και άδικη αρκετές φορές «µετρολογία» οι ιθύνοντες. Συµπολιτευόµενοι και αντιπολιτευόµενοι στη µεγάλη τους πλειονότητα συµµερίζονται τους κοινούς τόπους του σηµερινού µαρασµού, αποκλίνοντας στο συνταγολόγιο. Οι συνηθισµένες διαιρέσεις ενός παρελθόντος κόσµου που δεν λέει να παρέλθει.

Ατροφικός εαυτός

Στον αντίποδα µιας τέτοιας κατεστηµένης λογικής βρίσκεται ο κριτικός στοχασµός του Στέλιου Ράµφου. Για τον φιλόσοφο-συγγραφέα, η αναγκαία απάντηση στη σηµερινή κυρίαρχη εκδοχή της κρίσης δεν πρέπει να µας παγιδεύει σε έναν αποκλειστικά οικονοµικό ορίζοντα του προβλήµατος. Επίσης, η επιβεβληµένη και έµπρακτη ηθικοπολιτική αλληλεγγύη µας στα πραγµατικά θύµατα της κρίσης δεν µπορεί να παραβλέπει τη ζωτική επιταγή αναστοχασµού της κοινής µας ευθύνης για την τωρινή πτώση. Αλλά τι σηµαίνει ακριβώς ευθύνη; Γιατί να αισθανόµαστε υπεύθυνοι, ακόµα και «ένοχοι», για καταστάσεις και εξελίξεις που «µας ξεπερνούν»; Οποιος θέτει µε αυτόν τον τρόπο το ερώτηµα, είναι βέβαιο ότι θα περάσει δίπλα από το πρόβληµα. Ο Στ. Ράµφος βλέπει στην αποστροφή µιας εκούσιας αναγνώρισης της ευθύνης («το πρόβληµα είµαστε εµείς και όχι τα πράγµατα») µια ριζική άρνηση που µας εµποδίζει να συγκροτηθούµε ως αυτόνοµα υποκείµενα. Αποφεύγοντας να κοιτάξουµε µέσα µας δεν ενηλικιωνόµαστε, αναζητάµε δάνειους εχθρούς, «φροντίζουµε να έχουµε καθρέφτη την ιδέα µας για τον εαυτό µας». Ενας ατροφικός εαυτός όµως δεν ζει, δεν δηµιουργεί, κλέβει το (εισαγόµενο) παρόν των άλλων, είναι ένας µεταπρατικός εαυτός, που αποχαλινώνεται µέσα στην άµετρη, την εγωιστική φιλοδοξία, την αέναη ευωχία, σε ρήξη µε κάθε έννοια κοινής προοπτικής.

Ατελείωτο φαγοπότι

∆έσµια της ιστορικής συνέχειας µιας υπερπροστατευτικής, µιας οικογενειοκεντρικής κουλτούρας, που δεν έχει µάθει να θέτει ερωτήµατα («είµαστε µια κουλτούρα απαντήσεων» θα επισηµάνει ο Ράµφος), η γενιά της Μεταπολίτευσης δεν θέλησε να σπάσει τον φαύλο κύκλο του άπρακτου εαυτού, της νεοελληνικής ιδεολογίας που εικονίζεται στην αντιστασιακή τριάδα: αίµα – τόπος – συντεχνία. Ο αναγκαίος εκδηµοκρατισµός του 1974 και, ακόµη περισσότερο, αυτός του 1981, µε την είσοδο νέων λαϊκών στρωµάτων στη δηµοκρατική ζωή, συντελέστηκε έξω από κάθε µέριµνα εκπαιδευτικής και διανοητικής µεταρρύθµισης της κουλτούρας τους. Το αποτέλεσµα ήταν η µεγαλύτερη ενίσχυση εκείνης της λογικής της αέναης επιθυµίας, του «αχαλίνωτου θέλω», το οποίο χορηγείται από ένα διασπαστικό «εγώ», που δεν χωρά στα κριτήρια της ευθύνης. Ετσι, η µεταπολιτευτική επιθυµητική µηχανή εξέβαλε στο τρίγωνο: «Καγέν – απεργία – τραγούδι». Με τα ίδια τα λόγια του συγγραφέα: «Ενα φαγοπότι 35 ετών είναι φαγοπότι ψευδαισθήσεων και ο πραγµατικός λογαριασµός έρχεται τώρα. Το γλέντι στήθηκε πάνω στη βάσι ότι η βασιλεία των ουρανών είναι εντός ηµών. ∆ηλαδή στο τραπέζι επάνω, στις ψησταριές. Στο τραγούδι και στις διαδηλώσεις. Γιατί το µεγάλο τρίγωνο των τελευταίων 35 ετών ήταν διαδηλώσεις, απεργίες, πορείες, τραγούδι πολύ και Καγέν. Αυτό το τρίπτυχο ήταν εκείνο που καλούµαστε τώρα να πληρώσουµε και είναι λογικό ένας λογαριασµός να πρέπη να πληρωθή».

Το ανεξίτηλο χαρακτηριστικό αυτών των φαινοµενικά µόνο διαφορετικών σηµαινόντων; Η ροµαντική παραφορά τους, το γεγονός, δηλαδή, ότι είναι σύµβολα συναισθήµατος, µε τα οποία πλάθεται ο «ελληνικός αναρχοµηδενισµός», ένας πολιτισµικού τύπου συναισθηµατισµός που µας καθηλώνει στη νοσταλγία του παρελθόντος χρόνου. Και είναι, ακριβώς, αυτά τα σύµβολα που µας αποξενώνουν από την πραγµατικότητα: «Πέφτουµε στη θάλασσα και νοµίζουµε ότι πετάµε προς τον ουρανό». Βέρτιγκο.

Ενα σύµπαν παράνοιας

Με την έννοια αυτή, το ελληνικό πρόβληµα δεν είναι ζήτηµα αριθµολογικό (δηµοσιονοµικό), αλλά βαθιά αξιακό. Πρόκειται για παραδεδοµένες αξίες που έχουν γίνει συνήθεια και έχουν φτιάξει νοοτροπία, µια «ειδική» όµως νοοτροπία, µια παράνοια, που εικονίζεται σε τυφλές εµµονές αιµοδοτούµενες από έναν διαταραγµένο ψυχισµό. Ενα µπλοκαρισµένο συναίσθηµα που τρέφεται µε αυταπάτες, και εκτρέπεται σε συνωµοσιολογικές µανίες, σε γενικευµένες υποψίες, ενίοτε και σε κυνήγι µαγισσών χαρτογραφεί ένα σύµπαν παράνοιας. Οι απαρχές του χάνονται βαθιά µέσα στο παρελθόν, σε θρησκευτικοδογµατικές και ιστορικές επιλογές αιώνων, το παρόν του, ωστόσο, δεν παύει να επικαιροποιεί την ίδια συλλογική νεύρωση, την υποκατάσταση της πραγµατικότητας από τη φαντασίωση: «Ο συναισθηµατικά εγκλωβισµένος µέσος Ελληνας είναι κολληµένος στις “ιδέες” του και δεν εννοεί ν’ αλλάξη τίποτε ουσιαστικά, ασχέτως αν δηλώνη αντιεξουσιαστής, αριστερός, σοσιαλδηµοκράτης, ή – πολύ περισσότερο – λαϊκός δεξιός. Μιλούµε πρώτα για ψυχικά θρήσκο και κατόπιν για πιστό».

Αυτή η δεισιδαιµονική θρησκοληψία που ενσαρκώνεται στο παρανοϊκό σύµπαν, θεωρούµε ότι αποτελεί ένα σηµαντικό αναλυτικό εργαλείο που βοηθά αποφασιστικά να κατανοήσουµε το ελληνικό πρόβληµα. Ο Στέλιος Ράµφος θεωρεί αυτή τη θεµατική της «παράνοιας» κοµβικής σηµασίας ζήτηµα που µας αποκαλύπτει όλους τους αναβαθµούς ενός νοσηρού συλλογικού φαντασιακού. Με δυο λόγια, της νεοελληνικής ιδεολογίας, η οποία έχει θρυµµατίσει όλους τους καθρέφτες της αυτογνωσίας και έχει παραιτηθεί από κάθε έλλογη αναζήτηση νοήµατος. Βασική προϋπόθεση για την κατίσχυση αυτής της «ιδεολογίας»; Η καθήλωση σε έναν εκτός ιστορίας χρόνο. Αποτέλεσµα; Η παθητικότητα, η αδράνεια, η επιδίωξη της ευκολίας, η «παθογένεια µιας υπνοβατικής συµπεριφοράς» και, θα προσθέταµε, η αέναη αυτοθυµατοποίηση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ