Γιoς ενός «τίµιου» ληστή χρηµαταποστολών, ο Νικολάι κάνει τα πρώτα του βήµατα σε µια χώρα τού πουθενά, την Υπερδνειστερία, στενή λωρίδα γης µεταξύ Ουκρανίας, Ρωσίας και Ρουµανίας όπου εγκαταστάθηκαν τη δεκαετία του ‘30 οι εγκληµατίες που διώχθηκαν από τη Σιβηρία. ∆ηµιουργήθηκε εκεί µια σεβαστή κοινότητα εγκληµατιών η οποία αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητη χώρα της πρώην ΕΣΣ∆ το 1990, δεν αναγνωρίστηκε από κανένα κράτος και έκτοτε αγνοείται η τύχη της. Ενα από τα µέλη της όµως αιφνιδίως µας απασχολεί. Ο Νικολάι Λίλιν, συνονόµατος µε τον ήρωά του, γεννηµένος το 1981 στην Υπερδνειστερία, είναι ο συγγραφέας αυτού του πρώτου αυτοβιογραφικού µυθιστορήµατος που εκδόθηκε στην Ιταλία το 2009.

∆εν κάνει να πυροβολείς µέσα στο σπίτι, µαθαίνει ο Νικολάι από µικρός. Η κακόφηµη γειτονιά του στην ήδη κακόφηµη πόλη Μπέντεν είναι σαν µια µεγάλη οικογένεια. Υπάρχουν απαράβατοι κανόνες εγκληµατικής συµπεριφοράς για τα µέλη της κοινότητας. Τα αρσενικά της οικογένειας δεν µιλούν ποτέ σε αστυνοµικούς – λένε ό,τι θέλουν στη γυναίκα τους για να τους τα µεταφέρει εκείνη. Απαγορεύεται να πάρουν οτιδήποτε από τα χέρια αστυνοµικού. Απαγορεύεται να χρησιµοποιούν µονογράµµατα ή κωδικούς για τα όπλα τους, τα οποία φέρουν κανονικά ονόµατα και είναι χωρισµένα στα «δικά τους» πιστόλια για καθηµερινή χρήση και στα «άλλα» όπλα, τα οποία και πάλι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: στα «τίµια» για το κυνήγι στο δάσος – όπου επιτρέπεται να κυνηγούν µόνο για να χορτάσουν την πείνα τους – και σε αυτά του «κρίµατος» για εγκληµατικούς σκοπούς. Τα τελευταία τα «βαφτίζουν» σε σιβηριανές εκκλησίες.

Οταν η Ρωσία καταλαµβάνει τα εδάφη τους και ο ποταµός γεµίζει από σώµατα τουφεκισµένων συµπολιτών, οι Σιβηριανοί είναι οι µόνοι από τους εγκληµατίες της πόλης που προσπαθούν να πολεµήσουν τους ρώσους εισβολείς. Οι άλλοι αρχίζουν να συνθηκολογούν, εκείνοι δεν συνεργάζονται µε κανέναν και δεν υποστηρίζουν κανέναν.

Μολότοφ για παιδιά

Στο βιβλίο ο Νικολάι µαζί µε ένα τσούρµο αγόρια αγωνίζονται για να συνεχίσουν την παράδοση των προγόνων τους οι οποίοι επί εκατοντάδες χρόνια επετίθεντο στα εµπορικά καραβάνια του Τσάρου και τώρα ληστεύουν οχήµατα χρηµαταποστολών στην κεντρική Ρωσία. Μιλούν για τη φυλακή σαν να πρόκειται για κάτι τελείως φυσιολογικό, όπως άλλα παιδιά µιλούν για τη στρατιωτι κή θητεία ή τι θα γίνουν όταν µεγαλώσουν. Εκείνος σε ηλικία έξι ετών λαµβάνει ως δώρο από τον θείο του την πίκα, έναν σουγιά µε µακριά και λεπτή λάµα, σηµάδι ότι λογίζεται ως νεαρός εγκληµατίας.

Σε ηλικία δώδεκα ετών δέχεται την πρώτη του ποινική δίωξη για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Λίγο αργότερα ανακαλύπτει πώς µπορούν µε την παρέα του να καίνε τα περιπολικά στην αυλή του αστυνοµικού τµήµατος χρησιµοποιώντας σφεντόνα. Καθώς οι µολότοφ είναι πολύ βαριές για να τις πετάξουν και πάντα καταλήγουν πάνω στον τοίχο, φτιάχνει ο ίδιος µερικές µίνι µολότοφ και σφεντόνες λίγο µεγαλύτερες για την εκτόξευση και τα καταφέρνει. Η χαρά του είναι απερίγραπτη. Καθώς βλέπει τις τολύπες καπνού να υψώνονται στην αυλή και ακούει τις κραυγές των µπάτσων, αισθάνεται σαν ιππότης που παλεύει µε τους δαίµονες και τους εξολοθρεύει.

Αντίθετα από τις άλλες εγκληµατικές κοινότητες της περιοχής, Γεωργιανούς, Αρµένιους, Ουκρανούς, που συνηθίζουν να σηµαδεύουν την επικράτειά τους µε σχέδια ή επιγραφές και φορούν ρούχα µε νεκροκεφαλές, οι Σιβηριανοί δεν γράφουν ούτε ζωγραφίζουν στους τοίχους, δεν βρίζουν, δεν προσβάλλουν τον Θεό ή τη µάνα τους, συµπαραστέκονται στους αδύναµους και εναντιώνονται σε ό,τι αντιπροσωπεύει την εξουσία στον κόσµο. Σε αντίθεση µε τους άλλους πάλι, οι Σιβηριανοί κάνουν µόνο χειροποίητα τατουάζ όπου εξιστορούν τις εµπειρίες και τα στάδια της ζωής τους κωδικοποιηµένα σε µια απεικόνιση που µε τα χρόνια γίνεται όλο και πιο άρτια και δυσνόητη. Παρ’ ότι είναι µια παλιά και πολύ πλούσια κοινότητα, ντύνονται µε ρούχα που υπογραµµίζουν τη σιβηρική ταπεινότητα και αγνότητα. Οτιδήποτε αµερικανικό απαγορεύεται. Καθόλου κοσµήµατα, ακριβά αυτοκίνητα, τυχερά παιχνίδια. Σε δύο πράγµατα µόνο ξοδεύουν ευχαρίστως τα χρήµατά τους: όπλα και ορθόδοξες εικόνες.

Καλύτερα στο χαρτί παρά στο σώµα

Τα ερωτήματα έπεσαν βροχή στην Ιταλία με την έκδοση του βιβλίου το 2009. Σιβηριανός εγκληματίας έφτασε στα 23 του στην Ιταλία και έμαθε τη γλώσσα τόσο καλά ώστε να γράψει έξι χρόνια αργότερα τα απομνημονεύματά του απευθείας στα ιταλικά; Πώς ο μεγάλος εκδοτικός οίκος Einaudi τον εναγκαλίστηκε αμέσως;

Υπήρξαν φωνές επιδοκιμασίας όπως αυτή του Σάιμον Σέμπαγκ-Μοντεφιόρε, συγγραφέα του Ο νεαρός Στάλιν, ο οποίος εξήρε το συναρπαστικό, παραστατικό και συχνά κωμικό ύφος του Λίλιν, αλλά δεν έλειψαν ειρωνικά και δηκτικά σχόλια όπως αυτό του Εντσο Μπαρανέλι: «Ιστορίες συναρμολογημένες ασύνδετα και ακανόνιστα… Μετά τη “Σιβηρική αγωγή” ο Λίλιν θα χρειαζόταν ίσως και ολίγη λογοτεχνική αγωγή».

Ο αποκηρυγμένος Ρομπέρτο Σαβιάνο, διάσημος πλέον συγγραφέας τού Γόμορρα, ήρθε να καθαρίσει για όλους: όχι μόνο εκτίμησε το έργο του συνομηλίκου του Λίλιν αλλά φρόντισε να εξασφαλίσει κρυφή συνάντηση και αποκλειστική συνέντευξη για τη «Repubblica».

Η Σιβηρική αγωγή εκδόθηκε σε 14 γλώσσες σε 20 χώρες και προγραμματίστηκε η μεταφορά της στον κινηματογράφο από τον Γκαμπριέλε Σαλβατόρες.

Ακολούθησε δεύτερο βιβλίο του Λίλιν το 2010 με τίτλο Caduta libera (Ελεύθερη πτώση), με τις εμπειρίες του ως σαμποτέρ κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Τσετσενία, όπου συμμετείχε εκπληρώνοντας την υποχρεωτική στατιωτική θητεία του. Σήμερα ο Λίλιν αρθρογραφεί για την «Espresso» και δηλώνει ξεκάθαρα ότι προτιμά τη γραφή στο χαρτί παρά πάνω στο σώμα με τατουάζ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ