Η ποίηση, όπως και ολόκληρη ητέχνη, είναι µια µάχη µε τον χρόνο: ένας αδιάκοπος αγώνας όχι µόνο κατά της φθοράς που θα κυριαρχήσει µοιραία κάποια στιγµή επί δικαίων και αδίκων, αλλά και εναντίον της απώλειας της µνήµης, που µπορεί να διατηρηθεί µόνο αν µετατραπεί η εµπειρία µας (µικρή ή µεγάλη) σε ένα σύνολο συγκινησιακά φορτισµένων λέξεων. Ο Γιάννης Βαρβέρης πάλεψε προς µια τέτοια κατεύθυνση από την πρώτη ως και την τελευταία ποιητική του συλλογή.

Το Βαθέος γήρατος κυκλοφορεί περίπου πέντε µήνες µετά τον θάνατο του Βαρβέρη και κλείνει οριστικά τον κύκλο της παραγωγής του µε έναν θρήνο για τη µητέρα. Πρό κειται για έναν προθανάτιο θρήνο, που πενθεί ζωντανή τη µητέρα, διασώζοντας τις καθηµερινές κινήσεις της υπέργηρης µορφής της λίγο πριν από το τέλος: ένα τέλος που γεµίζει πανικό τον αφηγητή της συλλογής µε το ανυπέρβλητο κενό το οποίο θα φέρει όταν τα πάντα θα σκεπαστούν από την απουσία και τη σιωπή. Ο ποιητής ακονίζει τη µνήµη του για τη µητέρα η οποία θα χαθεί, ξέροντας πως ο χρόνος που αποµένει είναι ελάχιστος και πως ό,τι κι αν γίνει όλες οι παρατάσεις έχουν εξαντληθεί. Η πάλη µε τον χρόνο, ωστόσο, δεν δίνεται µόνο για να µην ενσκήψει η λήθη, αλλά και για να απαθανατιστεί (κι ας µοιάζει µε σχήµα οξύµωρο) η φθορά.

Ενα από τα πιο επίµονα µοτίβα του κύκνειου άσµατος του Βαρβέρη είναι η ανέκκλητη δύναµη και η απείρως διαβρωτική ικανότητα της φθοράς: η µητέρα όταν σέρνει τα πόδια της ανήµπορη µέσα στο δωµάτιο, η µητέρα όταν βγαίνει στον δρόµο και δεν µπορεί να αναγνωριστεί λόγω ηλικίας από κανέναν, η µητέρα όταν µπερδεύει τα ονόµατα των αγαπηµένων της, για να συµπλέξει απροσδόκητα ζώντες και τεθνεώτες. Μια ζωντανή νεκρή µητέρα, που πάντως επιµένει να ζει και να αυξάνει την καταλυτική επίδραση της φθοράς.

Η ποίηση του Βαρβέρη είναι εξ ολοκλήρου στραµµένη προς τον θάνατο, είτε τη δούµε στην πρώτη της περίοδο, όπου ο θάνατος στέκει ακόµη στον προθάλαµο, λειτουργώντας περισσότερο ως λεκτικό ersatz και λιγότερο ως απτός, σωµατοποιηµένος φόβος, είτε την παρακολουθήσουµε στην ώριµη φάση της, όπου η προοπτική της έλευσής του αποκτά τις διαστάσεις ενός πολύπαθου δράµατος.

Στο Βαθέος γήρατος ο θάνατος αποµακρύνεται από την περιοχή του ποιητικού εγώ για να µετατοπιστεί σ’ ένα πρόσωπο το οποίο µολονότι έχει καταγάγει θρίαµβο επάνω του µε την αιωνόβια παρουσία του, τον βάζει αθέλητα στο παιχνίδι από την πίσω πόρτα, αποδεικνύοντας την αµάχητη κυριαρχία του.

Και η ποιητική σκηνοθεσία ξέρει εν προκειµένω καλά πώς να προκαλεί το αιφνιδιαστικό ρίγος: «Επρεπε χρόνια πριν/ να είχες φύγει./ Οµως φοβάµαι µήπως τώρα/ το εκλάβω σαν συνέπεια φυσική/ µήπως τα δάκρυα/ σου τα ‘χω προπληρώσει/ ή ακόµα µήπως, ποιος το ξέρει/ πρέπει εσύ να ετοιµάζεσαι/ για µια, χωρίς εµένα/ αβάσταχτη επιβίωση».

Εχω γράψει και άλλοτε πως ο Βαρβέρης αποβάλλει από ένα σηµείο του έργου του και µετά τη γλωσσική και εικονοποιητική φαντασµαγορία µε την οποία ξεκινά την πορεία του στην ποίηση, τείνοντας όλο και πιο συστηµατικά προς την απέριττη, αποσταγµένη έκφραση. Τώρα όµως στη συλλογή µε την οποία απευθύνει το ύστατο χαίρε, ο λόγος του εµφανίζεται εντελώς απογυµνωµένος: σαν ένα λεπίδι που χαράζει ένα κοµµάτι γυαλί ή έναν όγκο πάγου.

Θα έλεγα ότι από το Βαθέος γήρατος έχει υποχωρήσει ακόµα και η δραµατική ένταση που συνέχει βιβλία όπως το Στα ξένα (2001), τα Πεταµένα λεφτά (2005) ή το Ο άνθρωπος µόνος (2009). Το ποιητικό βίωµα είναι πλέον τόσο ισχυρό ώστε χρειάζεται ελάχιστα µέσα για να λειτουργήσει.

Είναι ένα βίωµα που πηγάζει αβίαστα από κάθε φράση και από κάθε στίχο, κρατώντας από την παλαιότερη διαδροµή του Βαρβέρη µόνο τη διαπεραστική ειρωνεία του, η οποία µαζί µε τη διαγραφή του οποιουδήποτε εξωτερικού διάκοσµου (αν υπήρξε ποτέ διάκοσµος στα ποιήµατά του) σχηµατίζει ένα τοπίο δυναµιτισµένων κρυστάλλων: «Αν έρθει η ώρα/ τα χρόνια που έχεις κρύψει/ στην ταυτότητα/ θ’ απαιτήσω/ να τα ζήσεις».

Στο Λουτράκι µε τον Τίνο Ρόσι

Το Βαθέος γήρατος είναι ένας θρήνος για το υπερήλικο πρόσωπο της μητέρας, αλλά και ένα ταξίδι στο παρελθόν: ένα ταξίδι από την Αθήνα του παρόντος στο Λουτράκι μιας άλλης, εντελώς ξεχασμένης εποχής, όταν οι λουτροπόλεις περιβάλλονταν με μια λεπτήαστική αύρα, τα ζευγάρια χόρευαν υπό τους ήχους του Τίνο Ρόσι και τα ιαματικά νερά αποτελούσαν ένα είδος εξωτικής περιπέτειας. Οι λουτροπόλεις κάνουν την εμφάνισή τους και σε άλλες συλλογές του Βαρβέρη, εδώ όμως καταλαμβάνουν κεντρική θέση, όχι για να διεγείρουν τη νοσταλγία και να σκορπίσουν τη μελαγχολία, αλλά για να μεταμορφωθούν σε σκηνικό ενός διαμελισμένου ποιητικού βίου, που δεν θα επιδιώξει να βρει ποτέ την ενότητά του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ