Δύο ποιητικές συλλογές πρόλαβε να εκδώσει η Μαρία Πολυδούρη (1902-1930). Το 1928 τις Τρίλλιες που σβήνουν και το 1929 την Ηχώ στο χάος . Οταν τα ξηµερώµατα της 29ης Απριλίου 1930 πέθαινε στην κλινική Χριστοµάνου έχοντας επί δυόµισι και πλέον χρόνια ταλαιπωρηθεί από τη φυµατίωση, η απώλεια των Γραµµάτων ήταν πολύ µεγαλύτερη από αυτήν που φαντάζονταν εκείνη την εποχή οι οµότεχνοι και οι φίλοι της ποιήτριας.

Η περίπτωση Πολυδούρη, ή πιο σωστά ο ερωτικός δεσµός της µε έναν από τους µείζονες ποιητές, τον Κώστα Καρυωτάκη, επεσκίασε σε µεγάλο βαθµό το έργο της που, 80 χρόνια µετά τον πρόωρο θάνατό της, εξακολουθεί να υπάρχει κάτω από τη σκιά του. Οχι γιατί η επίδρασή του δεν υπήρξε καταλυτική, αλλά γιατί, αν ο έρωτας, ο θάνατος και η σάτιρα χαρακτηρίζουν το έργο του Καρυωτάκη, στα ποιήµατα της Πολυδούρη τα δύο από τα θέµατα που κυριαρχούν, ο έρωτας και ο θάνατος, είναι πιο άµεσα: η απειλή του επικείµενου θανάτου της ποιήτριας καθιστά οξύτερο τον ερωτισµό της, που αναδεικνύεται παντοδύναµος ακόµη και όταν η ποιητική της γλώσσα παρουσιάζεται συµβατική. Επ’ αυτού θα λέγαµε ότι η Πολυδούρη βρίσκεται κοντά στους άγγλους ροµαντικούς.

Η έκδοση των δύο συλλογών της Πολυδούρη σε έναν τόµο, που συνοδεύεται και από τα ανέκδοτα ποιήµατά της, δίνει τη δυνατότητα στο νεότερο αναγνωστικό κοινό να γνωρίσει µια από τις σηµαντικότερες ποιήτριες, η οποία µάλιστα έγραφε και δηµοσίευε σε µια εποχή κατά την οποία σπάνιζαν οι γυναίκες στον κόσµο των Γραµµάτων.

Πάθος για ζωή

Το πάθος της για τη ζωή, υπό την απειλή µάλιστα του θανάτου, είναι ταυτόσηµο µε το πάθος της για την τέχνη και τον πόθο της να εκφράσει τη γυναικεία ευαισθησία της, δηλαδή τον έρωτα ως υπέρτατη έκφραση της συγκίνησης.

Αν ο τίτλος που έδωσε ο επιµελητής Γιάννης Η. Παππάς σε αυτή την έκδοση (στίχος από το ποίηµα «Γιατί µ’ αγάπησες» του πρώτου βιβλίου της) µοιάζει µελοδραµατικός, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι γράφεται από µια γυναίκα η οποία αντικρίζει το φάσµα του θανάτου κάθε ηµέρα. Και αν η επίδραση του Καρυωτάκη είναι κάτι περισσότερο από έντονη στο πρώτο της βιβλίο (περισσότερο όσον αφορά τη στιχουργική και τη µορφολογία παρά τη θεµατογραφία), το πιο «καρυωτακικό» θα λέγαµε – και ένα από τα καλύτερα ελληνικά ποιήµατα – είναι το «Σ’ ένα νέο που αυτοκτόνησε».

Περιλαµβάνεται στο δεύτερο βιβλίο της, την Ηχώ στο χάος, που κυκλοφόρησε έναν χρόνο µετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και είναι ένα συγκλονιστικό πορτρέτο του ποιητή, ο οποίος ασφαλώς θα το προσυπέγραφε, αν ζούσε. Η Πολυδούρη αφήνει πίσω της τον λυρισµό της εποχής και εισέρχεται στη µοντέρνα ποίηση µέσα σε δύο αράδες. Το ίδιο ισχύει και για το τελευταίο από τα ανέκδοτα ποιήµατά της, αφιερωµένο στον Καρυωτάκη, όπου προβλέπει ότι οι νεότερες γενιές, τα «νέα παιδιά», θα δικαιώσουν τον αυτοκτόνο της Πρέβεζας φέρνοντας µαζί τους το «πλαστικό εκµαγείο» της δικής του «καινούργιας Εποχής».

Η αέναη περιπέτεια

Το έργο της Πολυδούρη είναι ευθέως συνδεδεµένο µε τη ζωή της. Η ένταση της εµπειρίας εκφράζεται µέσω της έξαρσης της συγκίνησης – βασικού γνωρίσµατος της αυθεντικής ροµαντικής ευαισθησίας, όπου, για να θυµηθούµε τον Σίλερ, η δύναµη της καρδιάς κινεί τα πάντα. Αλλά το πάθος της είναι τόσο καταλυτικό όσο και η φθίση που την κατατρώει. Οταν η σάρκα καίγεται, η ψυχή επαναστατεί. Για µια ροµαντική ευαισθησία, που συλλαµβάνει τη ζωή ως αέναη περιπέτεια, το τοπίο του πάθους είναι νυχτερινό. Ο κόσµος της Πολυδούρη παραµένει σκοτεινός και κλειστός, κόσµος δωµατίου. Και ο µόνος τρόπος να αποτυπωθεί είναι µια ποίηση όχι της έκτασης αλλά της έντασης, µονόχορδη κάποτε και επίµονη σαν τραγούδι, που επαναλαµβάνεται ώσπου να σβήσει στο σκοτάδι.

Πλάσµα της ρήξης και της αντίθεσης

Η Μαρία Πολυδούρη, η μικροαστή επαρχιωτοπούλα από την Καλαμάτα, ήταν πλάσμα της ρήξης και της αντίθεσης, πλάσμα ρομαντικό που από πολύ νωρίς είχε προβεί σε πράξεις πρωτοφανείς εκείνη την εποχή για κοπέλα της ηλικίας και του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Η κόρη του Ευγένιου Πολυδούρη, καθηγητή της μέσης εκπαίδευσης, από τα 17 της χρόνια άρχισε να ενδιαφέρεται για τα ζητήματα της γυναικείας χειραφέτησης και τη Ρωσική Επανάσταση.

Τον Καρυωτάκη τον γνώρισε στα 20 χρόνια της, φοιτήτρια της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και ο θυελλώδης έρωτάς τους, μολονότι διήρκεσε μόνο δύο χρόνια, τη σημάδεψε ως τον θάνατό της. Το 1925 εγκαταλείπει το πανεπιστήμιο, στη συνέχεια φοιτά στη uni0394ραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και κατόπιν στη Σχολή Κουνελάκη, παίζει στο έργο Κουρελάκι του Νικοντάμι, ξεκινά να γράφει ένα μυθιστόρημα που το αφήνει στη μέση και έπειτα αποφασίζει και παίρνει δίπλωμα ραπτικής. uni0394εν τη χωράει ο κόσμος γιατί ο εσωτερικός της κόσμος είναι εκρηκτικός. uni03A9σπου η φυματίωση την καθιστά για τρία χρόνια συγκάτοικο του θανάτου.

Τα τελευταία της ποιήματα αποδεικνύουν ότι δυστυχώς πέθανε την περίοδο ακριβώς όπου εισερχόταν σε μια φάση ωριμότητας, όπου οι νεανικές εξάρσεις οδηγούνταν σε ένα άλλο βάθος και η μεταφορά αποκτούσε στην ποίησή της διαστάσεις που θα την οδηγούσαν αλλού.

Εξακολουθεί βέβαια να είναι μια παραδειγματική μορφή, μια εξαίρετη και προπάντων γνήσια ποιήτρια. Οχι ωστόσο μεγάλη, όπως υπονοεί ο επιμελητής αυτής της έκδοσης.

Αλλά αυτά που πέτυχε στη διάρκεια μιας τόσο σύντομης ζωής δεν είναι διόλου λίγα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ