Στη Γαλλία είναι απαράβατος κανόνας. Κάθε πολιτικός, υποψήφιος για κάποιο σηµαντικό δηµόσιο αξίωµα, εκκινεί την εκστρατεία του εκδίδοντας ένα βιβλίο. Ο Φρανσουά Ολάντ, πρώην γραµµατέας του Σοσιαλιστικού Κόµµατος και από τους βασικούς υποψηφίους των Σοσιαλιστών για το χρίσµα του κόµµατος εν όψει των προεδρικών εκλογών της άνοιξης του 2012, συνεχίζει αυτή την παράδοση, ανατρέχοντας µάλιστα στο παράδειγµα των θεµελιωτών της, στον Ζορές και στον Μπλουµ, αλλά και στον Ντε Γκωλ και στον Μιτεράν. Γιατί το «βιβλίο» αποτελεί αναπόσπαστο κοµµάτι του πολιτισµού της γραφής, µαζί µε την εφηµερίδα και το σχολείο, το σπουδαιότερο «εργαλείο γνώσης και χειραφέτησης», όπως λέει ο ίδιος ο Ολάντ. Σίγουρα µια τέτοια παράδοση υπακούει σήµερα στις γνωστές επικοινωνιακές πρακτικές του πολιτικού µάρκετινγκ, παρ’ όλα αυτά διασώζει από το παρελθόν την ακριβή κουλτούρα της γραφής, αλλά και µια απόλαυση ανάγνωσης.

Ο Φρανσουά Ολάντ εκθέτει στις σελίδες αυτού του µικρού τόµου, που έχει τη µορφή συνέντευξης, σύντοµων ερωταπαντήσεων, τις θέσεις του για όλα τα θέµατα της γαλλικής κοινωνικο-πολιτικής ζωής και την ταυτότητα της Αριστεράς.

Για την κρίση εµπιστοσύνης που σοβεί και στο γαλλικό πολιτικό σύστηµα και την «απογοήτευση» από τη διακυβέρνηση του Νικολά Σαρκοζί, τη ρήξη των δεσµών αλληλεγγύης ανάµεσα στις γενεές, τις αυξανόµενες κοινωνικές ανισότητες, την αποβιοµηχάνιση. Για τον Ολάντ η διάχυτη κοινωνική δυσφορία, στα όρια µιας εθνικής κατάθλιψης, αντιµετωπίζεται µε την προαγωγή του αποκαλούµενου «γαλλικού ονείρου».

Πρόκειται, αναµφισβήτητα, για ένα σλόγκαν του Ολάντ στην κούρσα για την προεδρία, το οποίο ο ίδιος προσεγγίζει γενικόλογα: οικονοµική, κοινωνική, οικολογική και πολιτισµική πρόοδος για όλους, ανάκτηση της εµπιστοσύνης στο µέλλον, το προσωπικό µέλλον, αλλά και στο εθνικό, το ευρωπαϊκό και το παγκόσµιο.

Προτεραιότητα στη δηµοκρατία, η οποία πρέπει να ιεραρχήσει εκ νέου τις θέσεις των αγορών, του χρήµατος και των θρησκειών.

Παραδοσιακός Σοσιαλιστής

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σταθερή υπεράσπιση εκ µέρους του Σοσιαλιστή ηγέτη των αρχών της εκκοσµίκευσης, βασικής αρχής της γαλλικής δηµοκρατίας (republique), η οποία απειλείται από την κοινοτιστική συγκρότηση ορισµένων θρησκευτικών µειονοτήτων, όπως και η προσήλωσή του στην πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Κρίνοντας τους Σοσιαλιστές συνυποψηφίους του ο Ολάντ εκφράζει τον σκεπτικισµό του για το περί «αποπαγκοσµιοποίησης» (σε µία µόνο χώρα, στη Γαλλία) αίτηµα που έχει υιοθετηθεί από τον θεωρούµενο ηγέτη της αριστερής πτέρυγας του κόµµατος Αρνό Μοντεµπούρ, ενώ εκφράζεται µε κολακευτικά λόγια για τον «δεξιό» Σοσιαλιστή συνυποψήφιό του Μανουέλ Βαλς. Πράγµατι, ο τελευταίος έχει ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια ταράξει τα λιµνάζοντα νερά του Σοσιαλιστικού Κόµµατος υποβάλλοντας «προκλητικές» ιδέες («ερεθιστικά ερωτήµατα», λέει ο Ολάντ) για µια σειρά θέµατα, όπως αυτή για την υπεράσπιση της «εθνικής ταυτότητας» ή την ένταση των προσπαθειών για την καταστολή της εγκληµατικότητας.

Εν τούτοις, ο ίδιος ο Ολάντ δίνει την εντύπωση ότι παραµένει εκφραστής της παράδοσης του γαλλικού σοσιαλισµού: αποδέχεται την αναγκαιότητα µιας σειράς µεταρρυθµίσεων (π.χ., στα πανεπιστήµια, τα οποία βλέπει ως κέντρα καινοτοµίας και επιχειρηµατικότητας), ταυτόχρονα όµως µένει πιστός στη θολή φιγούρα ενός «αριστερού µεταρρυθµισµού»: στην ύπαρξη ενός ισχυρού προστατευτικού κράτους προνοίας, σε έναν κεντρικό «σχεδιασµό» της οικονοµίας, ενός κράτους-µοχλού της οικονοµικής ανάπτυξης. Ο Ολάντ εκπροσωπεί τον διαρκή µετεωρισµό του κόµµατός του κατά την τελευταία εικοσαετία ανάµεσα στην παλαιά σοσιαλδηµοκρατία και στον σοσιαλ-φιλελευθερισµό. Από τον τελευταίο «κλέβει» ιδέες τις οποίες επιχειρεί να γονιµοποιήσει µέσα στη ρεπουµπλικανική παράδοση της χώρας του, διανθισµένη µε εξισωτικές ιδέες.

Το σοσιαλιστικό όνειρό του δεν περιορίζεται, για παράδειγµα, στη διεκδίκηση της «ισότητας ευκαιριών» για τους νέους που προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις αλλά και στις «ευκαιρίες που παρέχει η ισότητα».

Είναι µέσα σε αυτό το πλαίσιο που δεσµεύεται να συγκαλέσει, αν προκριθεί από τα µέλη και τους φίλους του κόµµατός του και αν τελικά εκλεγεί στο ύπατο αξίωµα της χώρας του, µια «συνδιάσκεψη για την κοινωνική δηµοκρατία» µε διπλό στόχο: την αναοριοθέτηση των αρµοδιοτήτων µεταξύ νοµοθετικής εξουσίας και θεσµών κοινωνικής διαβούλευσης και συµµετοχής και τη συνακόλουθη αναδιαπραγµάτευση του «κοινωνικού συµβολαίου», όπου οι θεµατικές της απασχόλησης, της επαγγελµατικής εξέλιξης, του αγώνα εναντίον της εργασιακής αβεβαιότητας, της µισθολογικής ισότητας ανδρών και γυναικών, της καταπολέµησης του εργασιακού άγχους και οι νέες µορφές εταιρικής διακυβέρνησης θα τεθούν στην ηµερησία διάταξη.

«Κανονικός» πρόεδρος

Στο πεδίο της πολιτικής δηµοκρατίας ο Ολάντ βλέπει τον προεδρικό του ρόλο σε σηµαντική απόκλιση από τον σηµερινό ένοικο των Ηλυσίων. Ο πρόεδρος δεν µπορεί ούτε πρέπει να είναι παντού παρών (αυτή την εικόνα θέλησε στην αρχή της θητείας του να περάσει ο Σαρκοζί) ούτε να είναι «ουρανόπεµπτος», ένας απεσταλµένος της πρόνοιας. Για τον Σοσιαλιστή ηγέτη, και τα δύο αυτά υποδείγµατα είναι ξεπερασµένα.

Το δικό του παράδειγµα θα είναι αυτό ενός «κανονικού» προέδρου που θα δεσµεύεται από ένα προγραµµατικό «συµβόλαιο» µε τους πολίτες και το οποίο θα υλοποιεί µια οµάδα (η κυβέρνηση).

Αυτός ο µικρός τόµος δεν µας πληροφορεί µόνο για ορισµένες από τις ιδέες που διακινούνται σήµερα στη γαλλική σοσιαλιστική Αριστερά, αλλά είναι και µια πολύ καλή εισαγωγή για τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήµατα που τίθενται εν όψει των γαλλικών προεδρικών εκλογών του επόµενου έτους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ