Από την πλατεία Εξαρχείων στο βροχερό αγγλικό τοπίο και από την επαρχία της δεκαετίας του ΄50 σε ένα δυστοπικό μέλλον εκτείνεται αδηφάγα η φαντασία των νέων συγγραφέων που θα εκτεθούν εφέτος για πρώτη φορά στη δύσκολη ελληνική λογοτεχνική αγορά. Το φθινόπωρο είναι η εποχή όπου δοκιμάζονται οι πρωτοεμφανιζόμενοι λογοτέχνες, καθώς οι πιο γνωστοί συγγραφείς προτιμούν την ευπώλητη χριστουγεννιάτικη αγορά.

Και εφέτος, παρ΄ ότι ζούμε σε καθεστώς κρίσης, οι εκδότες τόλμησαν να δοκιμάσουν και να «ρίξουν» στην αγορά νέους συγγραφείς. Διαβάσαμε τα βιβλία και των πέντε- όλοι τους με παράλληλη… μη συγγραφική δραστηριότητα: της επικοινωνιολόγου Βασιλικής Πέτσα, της τραγουδίστριας Βανέσας Αδαμοπούλου, του επιστήμονα Γιώργου Μητά, του μεταφραστή Δημήτρη Τανούδη και της ηθοποιού Δανάης Παπουτσή . Και διαπιστώσαμε τη θεματική, μορφική και γλωσσική ποικιλία τους.

Μιλώντας μαζί τους είδαμε τις διαφορετικές αφετηρίες και τις ασύμβατες πολλές φορές πορείες τους στον χώρο. Διαπιστώσαμε την άγνοιά τους για τη σκληρότητα της λογοτεχνικής πιάτσας, και αυτό ίσως συνιστά τεκμήριο αθωότητας, στοιχείο που μπορεί να τους σώσει. Σίγουρα κάθε νέο βιβλίο γεννιέται με την προσδοκία να φέρει κάτι καινούργιο και κάθε νέος συγγραφέας επιθυμεί να συμμετάσχει στη λογοτεχνική αγορά με το δικό του καινοτόμο στίγμα. Οι αναγνώστες θα κρίνουν τελικά το αποτέλεσμα.

Βασιλική Πέτσα
«Συνεισφέρω στον πλουραλισμό των αναγνωστικών “προϊόντων”»

Εχοντας πείρα στον εκδοτικό χώρο καθώς τον υπηρέτησε για ένα διάστημα, η Βασιλική Πέτσα μόλις εξέδωσε το βιβλίο της Θυμάμαι, μια ιστορία για τη νεανική βία και το πώς τη διαχειρίζεται η κοινωνία. Θυμίζει την ιστορία των δύο κοριτσιών που δολοφόνησαν έναν γέρο στην Κερκίνη Σερρών προκειμένου να βρουν λεφτά για να ταξιδέψουν στην Αθήνα των ονείρων τους και να ξεφύγουν από την ασφυκτική επαρχία, αλλά και πολλές άλλες.

Είναι ένα σπονδυλωτό, σφικτό κείμενο όπου μιλούν διαφορετικά πρόσωπα που γνώριζαν τις δύο κοπέλες. Το ζήτημα της ελευθερίας και του φόβου είναι κυρίαρχο. Μιλώντας για τη νέα γενιά σήμερα η συγγραφέας σημειώνει ότι «η διεύρυνση των καταναλωτικών επιλογών για τους νέους προσδίδει ίσως μια ψευδαίσθηση “ελευθερίας” σε καιρούς όλο και περισσότερο κλειστοφοβικούς, σε κοινωνίες κρίσης, όχι μόνο οικονομικής, αλλά κυρίως πολιτικής και ηθικής».

Διαπιστώνοντας τις διαφορές μεταξύ των νέων της επαρχίας και των πόλεων αναφέρει:

«Στο στενό πλαίσιο της επαρχίας η ώσμωση του δημόσιου και του ιδιωτικούμπορεί να δημιουργήσει μια αίσθηση αυξημένου κοινωνικού ελέγχου στους εφήβους. Αντίστοιχα, η κινδυνοφοβία των γονέων που διαμένουν σε μεγάλες πόλεις μπορεί να οδηγήσει σε υπερπροστατευτικές συμπεριφορές απέναντι στα παιδιά».

Τονίζει βεβαίως ότι το Διαδίκτυο είναι μια λύση για τους νέους καθώς «υπερβαίνει τους παραδοσιακούς χωροταξικούς διαχωρισμούς (περιφέρειαμητροπολιτικό κέντρο)». Η ίδια δεν θεωρεί ότι έχει κάποιον μέντορα, μια και «για να τεθεί ζήτημα μέντορααπαιτείται τουλάχιστον η συγκατάνευση, αν όχι η συνειδητή παρέμβαση ενός “πνευματικού καθοδηγητή”» .

Τέλος, πιστεύει ότι στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς «κορεσμός νέων βιβλίων είναι δύσκολο να υπάρξει,με τη συνεχή ανανέωση των προσφερόμενων επιλογών». Από τη μεριά της νιώθει ότι «συνεισφέρει στον πλουραλισμό των διαθέσιμων αναγνωστικών “προϊόντων”».

Δανάη Παπουτσή
«Ο ηθοποιός μεταφέρει μια ιστορία, ο συγγραφέας την επινοεί»

Η ηθοποιός Δανάη Παπουτσή εκδίδει το πρώτο της βιβλίο με τίτλο Σε αργή κίνηση από «μια έντονη ανάγκη για έκφραση». Δεν μπερδεύεται με το να υπηρετεί δύο τέχνες, αφού και οι δύο είναι «μη ανταγωνιστικές:ο ηθοποιός μεταφέρει μια ιστορία, ο συγγραφέας την επινοεί».

Πρόκειται για την ιστορία νέων ανθρώπων που ζουν στην ασφυκτική ατμόσφαιρα του κέντρου της Αθήνας, συνωστίζονται στα νεανικά στέκια, παίρνουν μέρος σε διαδηλώσεις, αγαπούν και δυστυχούν, ψάχνονται και χάνονται, αναζητούν κάτι που δεν ξέρουν. Η γραφή της Δανάης Παπουτσή μεταδίδει αυτόν τον ασθματικό χαρακτήρα με τον οποίο ζουν οι νέοι και, όπως η ίδια τονίζει, «η σκέψη και οι δράσεις της ηρωίδας γεννιούνται σε μια εποχή όπου δεν υπάρχει η πολυτέλεια για στοπ-καρέ – παρ΄ ότι αυτή τολμά να το κάνει με τον δικό της τρόπο».

Κυριαρχεί το ζήτημα της επικοινωνίας ή μήπως του φόβου για τον «άλλον»; «Δεν είναι ακριβώς φόβος» διευκρινίζει η συγγραφέας, «είναι μια αίσθηση μη οικειότητας. Αυτό κρύβει μια τεράστια ανάγκη για επικοινωνία που πασχίζει να εκπληρώσει η ηρωίδα.Ο φόβος είναι ένας οδηγός- τον χρειάζεσαι για να τον ξεπεράσεις.Ολοι μας “φοβόμαστε”,άρα όλοι μας επιθυμούμε».

Πιστεύει ότι φέρνει άραγε κάτι καινούργιο στη λογοτεχνία; «Δεν είναι κάτι που μπορώ να το κρίνω εγώ.Η αγορά δουλεύει με τους νόμους της, ο δημιουργός με τη φύση του και την επιθυμία του». Αν και η γραφή της διαθέτει ψήγματα θεατρικά, η ίδια δηλώνει ότι θαυμάζει αρκετούς συγγραφείς «αλλά δεν μπορώ να πω ότι θεωρώ κάποιον μέντορά μου».

Γιώργος Μητάς
«Πιστεύω ότι φέρνω τίμιες, καλογραμμένες ιστορίες»

Στο βιβλίο του Ιστορίες του Χαλ ο Γιώργος Μητάς αφηγείται τρεις ιστορίες που διαδραματίζονται στην πόλη Χαλ της Αγγλίας και όπου οι ήρωες περνούν από τη μία στην άλλη. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τις ιστορίες και μυθιστόρημα. Η γραφή του πολύ προσεγμένη, νιώθεις ότι είναι σίγουρος για τις λέξεις που χρησιμοποιεί. Σε ένα τοπίο υγρό και κρύο, σε μια νουάρ ατμόσφαιρα, οι βασικοί του ήρωες είναι μόνοι, δυστυχισμένοι και προσπαθούν να επικοινωνήσουν. Πρόκειται για ιστορίες μοναξιάς. «Ηθελα να μιλήσω για τη σκληρή μοναξιά των ανθρώπων,πίσω από την οποία ελλοχεύει πάντα ο βαθύς,υπαρξιακός φόβος.Οι ήρωές μου δυσκολεύονται αλλά αγωνίζονται να ζήσουν με όλες τους τις δυνάμεις,ελκόμενοι από την ομορφιά της ζωής, την οποία δεν παύουν στιγμή να αναγνωρίζουν.Και είναι αυτή η πίστη που με συγκινεί σε αυτούςστον σκληρό, άγνωστης έκβασης, αγώνα που δίνουν» λέει ο ίδιος.

Πώς ξεκίνησε να γράφει; «Η επιθυμία να γράψω και να μοιραστώ τις ιστορίες μου γεννήθηκε σε πολύ μικρή ηλικία,ελάχιστα χρόνια μετά τη συγκλονιστική εμπειρία των πρώτων αναγνώσεων.Ετσι,όταν ήρθε η ώρα,δεκαετίες αργότερα,η κατάσταση της αγοράς δεν με απασχόλησε ιδιαίτερα. Θέλω να πιστεύω ότι φέρνω τίμιες, καλογραμμένες ιστορίες, ιστορίες που πάντα θα έχουμε την ανάγκη να διαβάζουμε». Δεν διστάζει να μιλήσει για τις επιρροές του, τις «πρώτες και μεγαλύτερες» αγάπες του, που είναι ο Ντίκενς, ο Τολστόι, ο Θερβάντες, ο Λόντον, ο Πόου, ο Μαν, ο Χένρι Τζέιμς, ο Χέλντερλιν…

Βανέσα Αδαμοπούλου
«Δεν γράφω για να καλύψω κενά της αγοράς»

Η Βανέσα Αδαμοπούλου θα εκδώσει το μυθιστόρημα Αθώοι στον έρωτα. Η συγγραφέας, που είναι και τραγουδίστρια, αφηγείται την ιστορία ενός μεγάλου έρωτα στην επαρχία της μεταπολεμικής Ελλάδας μεταξύ δύο νέων παιδιών, της Σμαρώς και του Σάββα, οι οποίοι θα έρθουν αντιμέτωποι με τους αρτηριοσκληρωτικούς θεσμούς της επαρχιακής κοινωνίας.

Το θέμα της ακούγεται κάπως παλιομοδίτικο. Η ίδια παραδέχεται ότι οι αναφορές της βρίσκονται «στη μικροαστική και λαϊκή μυθιστοριογραφία, που περιλαμβάνει ηθογραφικά πορτρέτα απλών καθημερινών ανθρώπων, ιδιωματισμούς, έθιμα και άγραφους κανόνες της ζωής». Σημειώνει όμως ότι αισθάνεται «αποδεσμευμένη από οποιαδήποτε σύμβαση, είτε κοινωνική είτε φυσική», και δεν θεωρεί πως «το έργο χρειάζεται να δικαιολογεί μια συγκεκριμένη εικόνα και να “συμμορφώνεται” στο γεγονός ότι είμαι μια νέα,σύγχρονηκοπέλα.Η μεταπολεμική εποχή όπου εξελίσσεται η δράση στο βιβλίο μου υπήρξε για μένα ο ιδανικός καμβάς που με ενέπνευσε απόλυτα για να στήσω τους ήρωές μου χωρίς να ψάξω το γιατί».

Στην ερώτηση τι είναι αυτό που την παρακίνησε να γράψει και αν πιστεύει ότι φέρνει κάτι καινούργιο στην έτσι κι αλλιώς κορεσμένη από νέους τίτλους αγορά, απαντά: «Το βιβλίο αυτό δεν γράφτηκε εξαρχής για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένους εμπορικούς σκοπούς και να καλύψει ενδεχόμενα… κενά της εκδοτικής αγοράς. Ξεκίνησε με μια “παιδική αφέλεια” από πλευράς μου,του τύπου “γράφω μια ιστορία που δεν ξέρω πού θα με βγάλει και αν θα με βγάλει κάπου”. Αυτό μου έλυσε τα χέρια καθώς το μυαλό και τα συναισθήματά μου “πυροδοτούσαν” αβίαστα το λευκό χαρτί.Το ότι στην πορεία ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος αποφάσισε να συμπεριλάβει στις εκδόσεις του το έργο μου δείχνει τελικά πως,πέρα από αξιοπρεπής,η δουλειά μου μάλλονυπήρξε και εμπορικά ενδιαφέρουσα».

Δημήτρης Τανούδης
«Γράφεις γιατί δεν μπορείς να μη γράφεις»

Ο Δημήτρης Τανούδης έγραψε το μυθιστόρημα Σπασμός ως ενιαίο κείμενο παραληρηματικής γραφής. Θυμίζει στη φόρμα κάτι από το Πεθαίνω σα χώρα του Δημήτρη Δημητριάδη, Ο ίδιος παραδέχεται την επιρροή από το Φθινόπωρο του Πατριάρχη του Μάρκες.

Το αφήγημα αφορά έναν προβληματισμό πάνω στο τέλος(;) του ανθρώπινου γένους. Σε μια μελλοντική εποχή το ανδρικό σπέρμα έχει πάψει να γονιμοποιεί, οι άνθρωποι κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς απογόνους, όταν μια ηγετική ομάδα γυναικών παίρνει την απόφαση να βάλει σε μια γυάλινη φούσκα (κάτι σαν αυτή στην ταινία «Τρούμαν σόου») 23.000 νεαρούς και άλλες 23.000 νεαρές, όλοι τους 16 ετών, για να αφεθούν ελεύθεροι να επωάσουν τη νέα γενιά. Το πείραμα δεν λειτουργεί. Αποδεικνύεται ότι η απουσία συναισθηματικού περιβάλλοντος είναι το ειδοποιό όσο και καθοριστικό στοιχείο στην ανθρώπινη εξέλιξη.

Για το βιβλίο του ο συγγραφέας λέει ότι είναι «μια διερεύνηση της τάσης του ανθρώπινου γένους προς την καταστροφή του.Αλλά και μια καταγραφή της πίστης για την αναγέννησή του». Πρόκειται για ένα βιβλίο που κινείται στο όριο. «Στις οριακές καταστάσεις» λέει ο Δημήτρης Τανούδης «σκέφτεσαι πιο απλά και συνειδητοποιείς τα προφανή:η γέννησή μας ξεκινά από έναν σπασμό,φεύγουμε από τον κόσμο με έναν σπασμό,διερχόμαστε τον εν ζωή θάνατο του οργασμού με έναν σπασμό.Τα πάντα απορρέουν από και κατατείνουν προς αυτή την πρωτογενή δύναμη που ενυπάρχει στο ανθρώπινο σώμα».

Γιατί αποφάσισε να γράψει και να εκδώσει; «Πρόκειται για μια απόφαση που λαμβάνεται ενστικτωδώς:αρχίζεις να γράφεις γιατί δεν μπορείς χωρίς να γράφεις». Ωστόσο πιστεύει ότι κομίζει κάτι φρέσκο: «Ενα βιβλίο που εκδίδεται οφείλει να περιέχει το στοίχημα μιας καινοτομίας και ο “Σπασμός” αποτελείσε επίπεδο γλώσσας και φόρμας, δηλαδή ως τρόπος αφήγησης, μια νέα πρόταση στη λογοτεχνία».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ