Στις 15 Ιουλίου, ηµέρα εορτασµού του Αγίου Σουίδιν, σύµφωνα µε µια καθολική πρόληψη που έχει τις ρίζεςτης στην ελισαβετιανή εποχή, οι άνθρωποι στη γηραιά Αλβιώνα συζητούν για τον καιρό και αποδέχονται ότι θα είναι ακριβώς ίδιος για τις επόµενες 40 ηµέρες. Στο νέο µυθιστόρηµα τού άγγλου συγγραφέα και σεναριογράφου Ντέιβιντ Νίκολς µε τίτλο Μία ηµέρα (2009) ο Ντέξτερ Μέιχιου και η Εµα Μόρλεϊ γνωρίζονται την ηµέρα της αποφοίτησής τους από το Πανεπιστήµιο του Εδιµβούργου, περνούν µαζί τη νύχτα της 15ης Ιουλίου 1988 και το πρωί ετοιµάζονται να ακολουθήσουν (κατά τα φαινόµενα) δύο διαφορετικούς δρόµους.

Αυτό συµβαίνει εν πολλοίς στο βιβλίο. Αλλά οι ανθρώπινες σχέσεις, όπως φαίνεται να υπονοεί ο συγγραφέας, δεν καθορίζονται από τις όποιες αποφάσεις λαµβάνουν οι συναισθηµατικά εµπλεκόµενοι. Οι ιστορίες αυτού του είδους άλλωστε έχουν βασανιστικές νοητικές συνέχειες που και αυτές µε τη σειρά τους δεν έχουν αναγκαστικά κάποιον προορισµό. Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν λειτουργούν µε διακόπτες, µολονότι οι ήρωες εν προκειµένω αγγίζουν µε εξωπραγµατική επιτυχία την ουσία µιας τέτοιας συνθήκης.

Ο αναγνώστης παρακολουθεί τους δύο ήρωες για µία εικοσαετία, κατά την οποία οι ζωές τους έχουν περιπλεχθεί µε τέτοιον τρόπο ώστε να συντηρηθούν τα αισθήµατά τους σε µια λεπτή γραµµή απροσδιοριστίας ανάµεσα στη φιλία και στον έρωτα.

Για την ακρίβεια, αυτή η άρρητη κοινή τους άρνηση να ορίσουν αυτό που τους συµβαίνει, αυτή η αµφιβολία για τον εαυτό και τον άλλον (είτε ως αντικείµενο του πόθου είτε ως αδελφή ψυχή) είναι ό,τι µας αποτρέπει από το να χαρακτηρίσουµε το βιβλίο µια απλή ιστορία αγάπης, ένα σοφιστικέ ροµάντζο µε αναφορές στην Τζέιν Οστιν και στον Τόµας Χάρντι, µολονότι πρόκειται στην ουσία για έναν ακόµη ανεκπλήρωτο έρωτα που ούτε ο πρώτος θα είναι ούτε και ο τελευταίος στη ζωή και στη λογοτεχνία. Αυτή είναι η κινητήριος δύναµη του βιβλίου, που απέσπασε πολύ θετικές κριτικές στις αγγλοσαξονικές εφηµερίδες και γέµισε τα βαγόνια του µετρό (µε αφορµή την ταινία που προβλήθηκε πρόσφατα βασισµένη σε αυτό) µε τις φθηνές χαρτόδετες εκδοχές του. Ο Νίκολς έχει συλλάβει την τερατώδη ανασφάλεια της εποχής του και την τοποθετεί σαν τοίχο ανάµεσα σε δύο ανθρώπους.

Ερωτας χωρίς χάπι εντ

Η εφηµερίδα «The Observer» έγραψε για τον συγγραφέα ότι είναι «ο άνδρας που έκανε το έθνος να κλάψει» σχολιάζοντας την τεράστια απήχηση του µυθιστορήµατος. Καταπώς φαίνεται ο Νίκολς πέτυχε να συγκινήσει τους Αγγλους µε µια γλυκόπικρη ερωτική ιστορία, εγγράφοντας την απώλεια, το αµείλικτο πέρασµα του χρόνου που συντρίβει τους ανθρώπινους δισταγµούς, τον φόβο µπροστά σε αυτό που θέλουµε αλλά για κάποιους µυστήριους λόγους το σκοτώνουµε µέσα µας _ ακόµη και όταν µπορούµε να το διεκδικήσουµε, σε µια ευρύτερη αλλαγή των ηθών της κοινωνίας τα τελευταία 20 χρόνια.

Υπό µία άλλη πιο λοξή ανάγνωση, η ιστορία του Ντέξτερ και της Εµα είναι µια πολύ πειστική αναπαράσταση των ανθρώπινων σχέσεων του καιρού µας. Και από αυτήν ακριβώς την άποψη προκαλεί την απογοήτευση (όχι τόσο για τις λογοτεχνικές αρετές της, υπάρχουν αρκετές καλές σελίδες, αλλά και για την αφόρητα κλισέ τηλεοπτική διάστασή της). Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι υπάρχει ένα δοµικό πρόβληµα, µια πολιτισµικής φύσεως δυσανεξία στις ανθρώπινες σχέσεις.

Η ιστορία δεν έχει – πράγµα προβλέψιµο – αυτό που λέµε ευτυχισµένο τέλος. Κατά τα λοιπά, µπορεί να συγκινήσει, δεν µπορεί όµως να παρηγορήσει. Και δεν παρηγορεί επειδή η συγκίνηση αυτή έχει εγκλωβιστεί στην επικράτεια του αναλώσιµου: όπως ακριβώς και οι σχέσεις. Επί της ουσίας, οι ήρωες, αποδεχόµενοι πλήρως την πεποίθηση ότι η ζωή έχει τους δικούς της κανόνες και ο χρόνος τη δική του τάξη ίασης των πραγµάτων (ό,τι δηλαδή τα ηρωικά ροµάντζα ονόµαζαν µοίρα), ζουν σχεδόν µια ολόκληρη ζωή κινούµενοι από ψυχαναγκασµούς, βυθισµένοι ο ένας στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά και στη µαταιοδοξία, η άλλη σε µια πουριτανική αυτολύπηση που αναχαιτίζεται (ευτυχώς για τον αναγνώστη) από το αιχµηρό της χιούµορ.

Και οι δύο συνάπτουν σχέσεις που κατά βάθος δεν επιθυµούν, βρίσκουν εραστές επειδή υπάρχουν και βιολογικές ανάγκες και γενικώς βιώνουν τη ζωή τους σαν µια θλιβερή παράδοση που περιµένει ασµένως την ωριµότητα. Το Μία ηµέρα είναι στην καλύτερη περίπτωση διασκεδαστικά αφελές και παιδιάστικα γλυκό και στη χειρότερη ένα προβλέψιµο και καλογραµµένο µελόδραµα. Ο αναγνώστης θα διαβάσει µε ενδιαφέρον την ιστορία, αλλά δεν θα ευχηθεί να τη ζήσει κιόλας.

Και σεναριογράφος

Ο Ντέιβιντ Νίκολς σπούδασε υποκριτική, αλλά τελικά αποφάσισε να γίνει συγγραφέας. Εχει γράψει σενάρια για πολλές τηλεοπτικές σειρές του BBC, όπως το «Cold feet», καθώς επίσης το «Rescue me» και το «I saw you». Ηταν υποψήφιος για τα βραβεία της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και Τηλεόρασης (BAFTA). Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο πρωτάρης της χρονιάς (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Introbooks), γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία ενώ έγραψε και το σενάριο για την ομώνυμη ταινία.

Το Μία ημέρα είναι το τρίτο του μυθιστόρημα. Εφέτος έγινε ταινία από τη δανέζα σκηνοθέτιδα Λόνε Σέρφινγκ, με την Αν Χάθαγουεϊ και τον Τζιμ Στέρτζες στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο Νίκολς φυσικά έγραψε το σενάριο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ