Η εισαγωγή του υπερρεαλισµού στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, µε πρωτεργάτες τον Ανδρέα Εµπειρίκο, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Νικόλαο Κάλας και τον Θεόδωρο Ντόρρο, υπήρξε επεισοδιακή: το νέο ποιητικό ρεύµα, που αντλούσε το ανατρεπτικό του πνεύµα από τον κύκλο του Μπρετόν στο Παρίσι (µε την εξαίρεση του Ντόρρου ο οποίος ήταν µάλλον κάτι σαν προποµπός), συνάντησε µεγάλες αντιδράσεις και γρήγορα έγινε αντικείµενο χλευαστικής κριτικής, αν όχι και προπηλακισµού.

∆εν είχαν ασφαλώς την ίδια τύχη όσοι ακολούθησαν τον υπερρεαλιστικό δρόµο λίγο µετά το τέλος του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου. Μπορεί και τότε το κλίµα να µην ήταν ιδιαιτέρως ενθαρρυντικό, αλλά τα τείχη είχαν χωρίς αµφιβολία πέσει και οι καινούργιοι προσήλυτοι µπορούσαν να βαδίσουν σε ένα σαφώς πιο ευνοϊκό έδαφος. Αυτό είναι το κλίµα µέσα στο οποίο θα εµφανιστεί η Μάτση Χατζηλαζάρου (1914-1987), µια ποιήτρια που θα αφιερώσει τη ζωή και την τέχνη της στον έρωτα και θα κοσµήσει τα µεταπολεµικά γράµµατα µε την ιδιότυπη εκφραστική της.

Γεννηµένη στη Θεσσαλονίκη και προερχόµενη από µια οικογένεια µε δυνατές ρίζες στο εµπόριο, τις τραπεζικές δραστηριότητες και τη διπλωµατία, η Μάτση (ένα παιχνίδι που έκανε η ίδια µε τα βαφτιστικά της ονόµατα Μαρία και Λουκία) θα παντρευτεί τον Ανδρέα Εµπειρίκο (η πρώτη του σύζυγος) και θα δηµιουργήσει σχέσεις µε τον επίσης υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Καµπά (ο Εµπειρίκος και ο Καµπάς θα συναντηθούν µε τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Παπατζώνη, τον Σαχτούρη και τον Βαλαωρίτη στη συντροφιά του πρωτοποριακού λογοτεχνικού Τετραδίου, που θα τυπώσει το παρθενικό του τεύχος τον Μάρτιο του 1945).

Με τον Καµπά, η Μάτση θα επιβιβαστεί στο πολυσυζητηµένο µεταγωγικό Ματαρόα, για να ταξιδέψουν ως υπότροφοι του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών (µαζί µε πολλούς ακόµη νέους της αριστερής διανόησης) στη Γαλλία. Εκεί η Μάτση θα ερωτευτεί πρώτα τον ισπανό ζωγράφο Χαβιέρ Βιλατό (ανιψιό του Πικάσο) και κατόπιν τον Κορνήλιο Καστοριάδη (την εποχή που εξέδιδε την επαναστατική πολιτική επιθεώρηση Socialisme ou Barbarie).

Βυθισµένη στα πάθη της

Σε όλα τα χρόνια των ερωτικών της περιπλανήσεων (στον κατά λογο θα πρέπει να προσθέσουµε άλλους δύο γαµήλιους δεσµούς), η Μάτση δεν θα πάψει να γράφει και να δηµοσιεύει ποιήµατα. Ποιήµατα τα οποία θα δώσουν στην εγγενώς υπερρεαλιστική της γλώσσα µια έντονα λυρική ανάσα, περιορίζοντας το ασύνδετο των εικόνων και τον διαλυτικό λογικό διαµελισµό που θα χαρακτηρίσουν το έργο των προκατόχων της. Ποιήµατα τα οποία θα βαθύνουν από την άλλη µεριά το υπερρεαλιστικό ρήγµα µε την πραγµατικότητα (η λοξή λογική είναι κάποτε πολύ πιο διαβρωτική από το λογικό χάος), για να φέρουν στην επιφάνεια έναν ερωτικό κόσµο βυθισµένο στο πάθος των αισθηµάτων και του σώµατος, αλλά και σκιασµένο από µια διαρκή εσωτερική ταραχή και µαταίωση.

Αποτελεί ευτύχηµα το γεγονός ότι ο Χρήστος ∆ανιήλ, που διδάσκει στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήµιο και στο Ανοιχτό Πανεπιστήµιο Κύπρου, µας καλεί να θυµηθούµε (ή να γνωρίσουµε) τη Μάτση Χατζηλαζάρου µέσα σε ένα ευ ρηµατικό (τόσο ως προς τη σύνθεση όσο και ως προς την τυπογραφική του µορφή) άλµπουµ. Ενα άλµπουµ το οποίο ξεδιπλώνει τον βίο και την ποιητική της παραγωγή βασισµένο στα πλέον διαφορετικά υλικά: συνεντεύξεις της ίδιας για τη δουλειά της και τρίτων για την προσωπικότητά της, αποσπάσµατα από κριτικές και µελέτες για την ποίησή της, µαρτυρίες για τις καλλιτεχνικές εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη του µεταπολέµου, φωτογραφίες, γκραβούρες, όπως και συστατικές επιστολές (ο ∆ανιήλ παρεµβάλλει στον κεντρικό κορµό της εξιστόρησής του και µια δραστική ανθολόγηση των ποιηµάτων της Μάτσης).

∆εν θα µπορούσε, νοµίζω, να υπάρξει καλύτερη προετοιµασία για την εκ νέου υποδοχή µιας υψηλόβαθµης ποιήτριας, που όπως εύκολα αποδεικνύει ακόµη και το απλό ξεφύλλισµα του άλµπουµ, διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις, όχι µόνο για να υποστηρίξει την ιστορική της αξία, αλλά και για να εκτοξευθεί µε τεράστια δύναµη στο µέλλον.

Πολλές απόψεις, καµία κριτική

Το υποδειγματικό άλμπουμ του Χρήστου Δανιήλ για τη Μάτση Χατζηλαζάρου, την πρώτη ελληνίδα υπερρεαλίστρια, όπως αναφέρεται στον υπότιτλο (την ακολούθησε πολύ γρήγορα η Μαντώ Αραβαντινού), θα είχε διανύσει με πολύ πιο ζωντανό τρόπο τη διαδρομή του αν ο επιμελητής ξεπερνούσε τα παραθέματά του. Ο Δανιήλ συγκεντρώνει πλήθος απόψεις για το έργο της Χατζηλαζάρου σε μια κατά τεκμήριον συνεκτική και οργανωμένη αφήγηση, αλλά δεν αποτολμά μια δική του αποτίμηση για μια ποιήτρια την οποία έχει ψάξει και μελετήσει εις βάθος.

Η ερευνητική επάρκεια και η φιλολογική εγκυρότητα απαιτούν για την ολοκλήρωσή τους και τον κριτικό λόγο. Ο Δανιήλ, περιέργως, τον αποφεύγει. Ετσι, όμως, έχουμε μια κάπως κολοβή ερμηνευτική πρόταση, που δεν θέλει να αναμετρηθεί ευθέως με το αντικείμενό της, αφήνοντάς το επί της ουσίας ασχολίαστο. Κακώς, διότι είναι ολοφάνερο πως ο Δανιήλ είχε κάθε δυνατότητα για να το κάνει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ