Είναι καλοκαίρι και έχουν διακοπές. Μια παρέα 26 εννιάχρονων αγοριών αποφασίζουν να ακολουθήσουν την παρότρυνση του δασκάλου τους και ανεβαίνουν για να ζήσουν έναν-δύο μήνες στα βουνά της Ρούμελης. «Θα μάθετε τόσα πράματα», τους είχε πει εκείνος, «που ούτε το βιβλίο ούτε γω μπορώ να σας πω». Φτάνει να έχουν θάρρος, πειθαρχία, κατοικία, τροφή και την άδεια των γονιών τους.

Τα παιδιά θέλουν να δοκιμάσουν και ανεβαίνουν στα ψηλά βουνά με μουλάρια φορτωμένα προμήθειες. Δεν πηγαίνουν σε οργανωμένη κατασκήνωση, δεν υπάρχουν στην ουσία μεγάλοι να τα επιβλέπουν και ο σύγχρονος αναγνώστης θα αναρωτηθεί πώς οι γονείς άφησαν τα παιδιά τους να ζήσουν εβδομάδες ολομόναχα στο βουνό. Είναι ίσως το μοναδικό στοιχείο που έρχεται σε σύγκρουση με τη σύγχρονη πραγματικότητα στη θαυμάσια νουβέλα Τα ψηλά βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου, η οποία κλείνει εφέτος τα 93 χρόνια της και ανήκει πλέον στην κατηγορία του θρύλου της παιδικής λογοτεχνίας και του εκπαιδευτικού βιβλίου.

Το κείμενο πρωτοκυκλοφόρησε ως αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού το 1918. Εικονογραφημένο με σχέδια του συγγραφέα και εικόνες του εικαστικού Πέτρου Ρούμπου, δουλεμένο στις λεπτομέρειές του από μια συντακτική επιτροπή στην οποία συμμετείχαν φημισμένα μέλη του εκπαιδευτικού δημοτικισμού, ο Δημήτρης Ανδρεάδης, ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Παύλος Νιρβάνας και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ήταν ένα από τα δεκατρία αναγνωστικά της βενιζελικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917-1920.

Αποτελεί, όπως γράφει ο μελετητής Χάρης Αθανασιάδης στον τόμο Καλλιτέχνες και λογοτέχνες στα αναγνωστικά, 1860-1960 (ΜΙΕΤ, 2010), «την πιο προωθημένη, υποδειγματική από λογοτεχνική άποψη,έκφραση του τριπλού αναπροσανατολισμού της σχολικής γνώσης που επιδίωκαν οι εκφραστές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού:δημοτική γλώσσα με γραμματική και συντακτική συνέπεια, έμμεση διαπαιδαγώγηση των μαθητών σύμφωνα με τις προτροπές της Νέας Αγωγής και αστική ιδεολογία με έμφαση στον ορθό λόγο ως μέσο για την επίτευξη της συλλογικής προόδου».

Προοδευτικό αλλά βραχύβιο

Η διάρκεια ζωής αυτού του προοδευτικού αναγνωστικού ήταν σύντομη, μόλις δυόμισι χρόνια. Μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1920 τα βιβλία της εκπαιδευτικής του μεταρρύθμισης πολεμήθηκαν με μένος. «Να καώσι ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως και να καταδιωχθώσι ποινικώς οι υπαίτιοι» προτρέπει το 1921 η Εκθεσις της Επιτροπείας της διορισθείσης προς εξέτασιν της γλωσσικής διδασκαλίας των δημοτικών σχολείων που υπογράφουν συντηρητικοί καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με την αφορμή της συμπλήρωσης 90 χρόνων από την Εκθεση της Επιτροπείας, ο φιλόλογος και γνωστός παπαδιαμαντιστής Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος αναπτύσσει το χρονικό της πρόσληψης των Ψηλών βουνών, σε ύφος προσωπικό, στο πυκνά τεκμηριωμένο επίμετρο που υπογράφει στη νέα, 39η έκδοση του βιβλίου από την Εστία.

Ο Παλαμάς επαινεί το νέο αναγνωστικό, ο Ξενόπουλος γράφει ότι διαφέρει από τα άλλα «όσο η αυγή από τη νύχτα», αλλά η δημοτικίστρια Γαλάτεια Καζαντζάκη – ασύμβατα προς την αριστερή ιδεολογία με την οποία την έχουμε συνδέσει- κατηγορεί τον συγγραφέα, σε κριτική της το 1919, ότι γράφει ένα βιβλίο «αναίσθητο και άψυχο» και ότι παραπέταξε τις έννοιες του Θεού και του έθνους που θα έδιναν στο βιβλίο ανώτερη πνοή.

Πράγματι, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ποιητής, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, κριτικός, μάχιμος δημοτικιστής και διακεκριμένος εικαστικός, έχει παραπετάξει από το βιβλίο πολλά από τα στοιχεία που έδιναν πνοή σε προηγούμενα αναγνωστικά: την απόσταση από την πραγματικότητα, την ψυχρότητα, τον διδακτισμό, τους ψεύτικους χαρακτήρες, τη σοβαροφάνεια. Η λογοτεχνική γλώσσα του ενσωματώνει τη λαϊκή αφήγηση, το δημοτικό τραγούδι, το ποίημα και την επιστολή, έχει χιούμορ και δροσιά. Η ιστορία του έχει δράση με ενδιαφέρον, στην αφήγησή του συμμετέχουν καλοί και κακοί αλλά και ζώα που μιλούν. Διηγούμενος τις περιπέτειες των ηρώων του εκφράζει τον σεβασμό στη διαφορετικότητα, υμνεί το ελεύθερο πνεύμα, κηρύσσει την προστασία της φύσης και παρουσιάζει τα οφέλη της εργατικότητας, της ομαδικής προσπάθειας και της προσφοράς.

Απάντηση στην ελληνική διγλωσσία

«Τι απλά παιδιά που έγιναν» θαυμάζει ο αφηγητής τους μικρούς ταξιδιώτες όπως σκαρφαλώνουν στο βουνό. Ξεχνούν γρήγορα τις ανέσεις της αστικής ζωής τους και προσαρμόζονται στη ζωή στο ύπαιθρο. Οργανώνονται σε μια μικρή κοινότητα, ανοίγουν δρόμους, πιάνουν επαφές με τους γείτονες χωρικούς και τους τσοπάνους στα βουνά, μαθαίνουν πώς αλέθει ο μύλος το σιτάρι, πώς φτιάχνονται τα κάρβουνα, τι ορυκτά κρύβει στα σπλάχνα του το βουνό και από πού έρχεται το νερό. Στη μικρή κοινωνία τους μαγειρεύουν, χτίζουν, μπαλώνουν. Αναλαμβάνουν ρόλους, γίνονται νοσοκόμοι του πληγωμένου κορφολόγου μπαρμπα-Κώστα, δάσκαλοι του αγράμματου βοσκόπουλου Λάμπρου, δασοφύλακες. Αντιλαμβάνονται ο καθένας τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του, γίνονται υπεύθυνοι και αναγνωρίζουν σιωπηρά αρχηγό τους εκείνον που αποδεικνύεται ικανότερος.

Αν ο στόχος των δημιουργών ενός αναγνωστικού είναι να σμιλεύσουν τον ιδεατό πολίτη για την κοινωνία τους, το αναγνωστικό του 1918 θα αποτελεί πάντοτε σχολικό ανάγνωσμα εν εφεδρεία διότι προσανατολίζεται προς έναν πολίτη με αρετές διαχρονικές. Απόδειξη ότι πενήντα τόσα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, το 1974, χρησιμοποιήθηκε και πάλι για μικρό διάστημα στη διδακτική πρακτική. Η κίνηση αυτή, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, υπογραμμίζει και τη σημειολογική αξία του βιβλίου ως συμβόλου της αλλαγής και του προοδευτισμού στην εκπαίδευση.

Στις ημέρες μας παραμένει επίκαιρο όχι μόνο ως συμβολικό και διαχρονικό ανάγνωσμα αλλά και ως εφηρμοσμένη και επιτυχημένη πρακτική για την ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας στα μικρά παιδιά, που τόσο μας απασχολεί τελευταίως. Τα Ψηλά βουνά με τη δημοτική γλώσσα τους δεν έδωσαν απάντηση μόνο στο ζήτημα της ελληνικής διγλωσσίας αλλά και στο ερώτημα τι είδους γλώσσα προσφέρουμε στους νεόκοπους αναγνώστες. Πρότειναν μια γλώσσα ζωντανή, ομιλούμενη, εύπλαστη και λογοτεχνική, που ελκύει το παιδί στο βιβλίο και στην ανάγνωση.

Η μακροζωία του αναγνώσματος αποδεικνύει ότι τα Ψηλά βουνά κατάφεραν να εκπληρώσουν εκείνο που αποτελεί τον ουσιαστικό στόχο του σχολικού βιβλίου, την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας. Διότι είναι το μόνο παράδειγμα σχολικού βιβλίου που έχουμε το οποίο, όταν έπαψε να ζει ως υποχρεωτικό ανάγνωσμα, ξεκίνησε μια νέα ζωή ως ελεύθερο.

7 σταθμοί στην ιστορία των αναγνωστικών

1917-1920. Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Βενιζέλου για εκσυγχρονισμό,διάταγμα της επαναστατικής κυβέρνησης Θεσσαλονίκης για τη δημοτική στα αναγνωστικά.

1921. Αντιμεταρρυθμιστική νομοθεσία,έκθεση της Επιτροπείας της διορισθείσης προς εξέτασιν της γλωσσικής διδασκαλίας των δημοτικών σχολείων με προτροπή να «καώσι» τα βιβλία της μεταρρύθμισης.

1937. Ιδρυση του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων από το καθεστώς Μεταξά,οριστική κατάργηση του πολλαπλού βιβλίου και καθιέρωση του μοναδικού σχολικού εγχειριδίου που διανέμεται από το κράτος.Το σχολικό βιβλίο βελτιώνεται τυποτεχνικά και γίνεται πιο φθηνό,παράλληλα όμως ελέγχεται πλήρως από την κρατική εξουσία.

1964. Αποτυχημένη προσπάθεια γενικού εκσυγχρονισμού με τη μεταρρύθμιση Παπανούτσου, καθιέρωση της δημοτικής.

1967. Ανατροπή όλων των μεταρρυθμίσεων με την κήρυξη της χούντας,επιστροφή στην καθαρεύουσα.

1975-1976. Ριζική αλλαγή εκπαιδευτικού συστήματος, καθιέρωση της δημοτικής.

1982-1985. Καθιέρωση του μονοτονικού,εισαγωγή των νέων αναγνωστικών για το Δημοτικό «Η γλώσσα μου».

«Να φέρουμε το εξωσχολικό ανάγνωσμα μέσα στην τάξη»

Η επανέκδοση του υποδειγματικού αναγνωστικού του Ζαχαρία Παπαντωνίου συνέπεσε με τη μεγάλη καθυστέρηση στην έκδοση και στη διανομή των εφετινών σχολικών εγχειριδίων και έδωσε αφορμή για μια σύντομη συζήτηση για την πορεία του σχολικού βιβλίου με δύο ειδικούς της εκπαίδευσης.

«Δύσκολα απομονώνουμε άλλο βιβλίο το οποίο να επηρέασε τόσο αποφασιστικά την εκπαίδευση όσο τα “Ψηλά βουνά”» τόνισε εξαρχής στο «Βήμα» ο ιστορικός της Εκπαίδευσης Αλέξης Δημαράς, πρόεδρος του νέου Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, υπογραμμίζοντας τη γλωσσική, την παιδαγωγική και την αισθητική σημασία αυτού του αναγνωστικού στην ιστορία της νεοελληνικής εκπαίδευσης. Η ιστορία των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων από το 1917 και εξής είναι ένα τανγκό: με βήματα μπροστά και κινήσεις ριζικής αναθεώρησης της εκπαίδευσης προς την κατεύθυνση της προόδου και βήματα ματαιώσεων και οπισθοδρομήσεων. Το κύριο πεδίο έκφρασης των αντίπαλων ιδεολογιών των κυβερνήσεων και καθεστώτων που εξουσίασαν τον τόπο είναι η γλώσσα, με τη δημοτική και την καθαρεύουσα να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται εναλλάξ από τα σχολικά βιβλία με οριστική επίλυση του ζητήματος με την καθιέρωση της δημοτικής με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Μεταπολίτευσης. Με αυτό το ζήτημα ξεκαθαρισμένο, αν εστιάσουμε στα σχολικά βιβλία του Δημοτικού για τη Γλώσσα, η γενική άποψη που επικρατεί μεταξύ των ειδικών είναι ότι η ποιότητά τους έχει βελτιωθεί πολύ και αισθητικά και ποιοτικά.

Μπορεί να μη συμμετέχουν λογοτέχνες στη συγγραφή των αναγνωστικών, όπως παλαιότερα ο Παπαντωνίου, ο Δροσίνης, ο Καρκαβίτσας , ο Ξενόπουλος και ο Μυριβήλης, αλλά δεν υπάρχει πλέον ανάγκη, εξηγεί στο «Βήμα» η Βενετία Αποστολίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Λογοτεχνίας και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. «Η διδασκαλία της γλώσσας έχει εξειδικευθεί πολύ σήμερα και υπακούει σε άλλη φιλοσοφία.Τα σύγχρονα βιβλία της γλώσσας περιέχουν κείμενα από εφημερίδες και περιοδικά και άλλες πηγές που αποτυπώνουν την καθημερινή χρήση της γλώσσας, γι΄ αυτό και δεν υπάρχει ανάγκη συνεργασίας με λογοτέχνες στη σύνταξή τους».

Για τη γνωριμία των παιδιών με τον αισθητικά ελκυστικό λόγο στο δημοτικό σχολείο υπάρχει άλλο βιβλίο, το Ανθολόγιο. «Το ζητούμενο είναι να αναβαθμιστεί η χρήση του Ανθολογίου στη σχολική τάξη,η οποία τώρα είναι πολύ περιορισμένη» λέει η κυρία Αποστολίδου. Προς αυτή την κατεύθυνση προσανατολίζονται τα νέα αναλυτικά προγράμματα που θα εφαρμοστούν πιλοτικά εφέτος σε σχολεία όλης της επικράτειας.

Το στοίχημα όμως για την ανάπτυξη της φιλαναγνωσίας στο δημοτικό σχολείο είναι «να συμφιλιώσουμε τους μαθητές της πρώτης τάξης του Δημοτικού με την ιδέα του σχολικού βιβλίου. Μετά την ποικιλία των προσχολικών βιβλίων με τα οποία έχουν εξοικειωθεί φθάνοντας στο σχολείο τα περισσότερα παιδιά,το μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο με το οποίο έρχονται αντιμέτωπα με την έναρξη της σχολικής ζωής τα παιδιά έρχεται ως σοκ, γι΄ αυτό και τα καταπιέζει και τα δυσκολεύει σε σημείο που για ορισμένα παιδιά η ανάγνωση να καταλήγει επαχθής. Πρέπει να φέρουμε το εξωσχολικό ανάγνωσμα μέσα στην τάξη και να το συμφιλιώσουμε με το ενδοσχολικό» επιμένει η κυρία Αποστολίδου, «είτε με τη δημιουργία μιας βιβλιοθήκης μέσα στην τάξη- 20-25 βιβλία αρκούν για να υπάρχει η αίσθηση ότι το βιβλίο κυκλοφορεί στην τάξη- είτε με τη μορφή e-book και τη χρήση των ψηφιακών μέσων».

Το υπουργείο Παιδείας προτείνει να χρησιμοποιηθούν στα σχολεία εναλλακτικά τα ψηφιακά μέσα ώσπου να λυθεί το πρόβλημα του εφοδιασμού τους με βιβλία. Μήπως όμως αυτά απειλούν το σχολικό βιβλίο; «Εχουν ειπωθεί πολλά για την εγκατάλειψη και τον θάνατο του σχολικού βιβλίου. Δεν υπάρχουν δεδομένα που να δείχνουν ότι ο ρυθμός και η αποτελεσματικότητα με την οποία μαθαίνουν οι μαθητές με τη χρήση νέων τεχνολογιών διαφέρει απ΄ ό,τι με το βιβλίο. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι το σχολικό βιβλίο δεν έχει πεθάνει αλλά έχει σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη διδακτική και παιδαγωγική πράξη» υποστηρίζει ο κ. Αλέξης Δημαράς.

Ο ίδιος υπενθυμίζει τα πολλά διδακτικά εγχειρίδια από τα οποία είχαν επιλογή οι εκπαιδευτικοί πριν από την επιβολή του μοναδικού σχολικού εγχειριδίου από τον Μεταξά, ενώ σημειώνει ότι η πρόκληση για το σχολικό βιβλίο στη σύγχρονη ελληνική εκπαίδευση είναι «να ξεφύγουμε από το μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο.Η καθυστέρηση στην έκδοση των σχολικών βιβλίων εφέτος μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι ίσως είμαστε οι μόνοι που δίνουμε τόση σημασία στο σχολικό εγχειρίδιο. Αν στη διδασκαλία γινόταν χρήση και άλλων πηγών,η έλλειψη ενός βιβλίου δεν θα δημιουργούσε τόσο μεγάλο ζήτημα. Είναι αναγκαίο να περάσουμε στο λεγόμενο “πολλαπλό βιβλίο”, που θα καλύπτει και τις ανάγκες διδασκαλίας στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ