Οι ιστορίες της Wall Street δεν αφορούσαν ανέκαθεν τα golden boys. Υπάρχουν λογοτεχνικές ιστορίες- πολύ πριν από τη Δίκη του Κάφκα (1914)- που κυοφορούν μορφές και δυνατότητες ζωής όπου οι αξίες του δυτικού ορθολογισμού, και συνακόλουθα της μοντέρνας γραφειοκρατίας, υποβάλλονται σε ριζική επαναξιολόγηση. Μια τέτοια σκοτεινή φιγούρα είναι και η περίπτωση του Μπάρτλμπυ που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1853, εποχή κατά την οποία η Wall Street δεν αποτελούσε ακόμη τόπο οικονομικών συναλλαγών αλλά κυρίως δικηγορικών γραφείων, ή ακριβέστερα, όπως εξιστορεί ο Μέλβιλ, Καγκελαριών ή Ακυροδικείων. Η νουβέλα του Μέλβιλ σηματοδοτεί το τέλος του μεσάζοντος Ακυροδικείου (Chancery), δηλαδή εκείνης της ανθρωπιστικής αρχής της επιείκειας του αγγλοσαξονικού δικαίου που, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακύρωνε (cancel) την αυστηρή απόφαση του πάλαι ποτέ Βασιλικού Δικαστηρίου. Η Καγκελαρία αποτελεί λοιπόν έναν τόπο «προ του νόμου», όπου η γραφή και το δίκαιο διασταυρώνονται. Ο Μπάρτλμπυ εργάζεται στο γραφείο ενός τέτοιου εισηγητή Ακυροδικείου και, ίσως, γι΄ αυτόν τον λόγο, στο τέλος της νουβέλας όπου διαπιστώνεται ο θάνατος αυτής της «αθώας, χλομής ύπαρξης», ο αφηγητής, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον Εισηγητή, ταυτίζει το όνομα του νεκρού γραφέα του με εκείνο του ανθρωπισμού: «Ω, Μπάρτλμπυ! Ω, ανθρωπότης!».

Ονομα και πράγμα

Μετά την «αιφνίδια και βίαιη κατάργηση της θέσεως του Εισηγητή της Καγκελαρίας από το νέο Σύνταγμα» της Πολιτείας της Νέας Υόρκης γύρω στο 1850, οι άνεργοι πλέον γραφείς μετατρέπονται σε υλικό για λογοτεχνικές αφηγήσεις (ή σε συγγραφείς). Ετσι γεννιέται ένα πλήθος ιστοριών για «αντιγραφείς νομικών εγγράφων, ή γραφείς», όπως μας διαφωτίζει ο ίδιος ο αφηγητής στην εισαγωγή του, συγκαταλέγοντας τον Μπάρτλμπυ σε αυτές. Θα πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψη ότι το διήγημα γράφεται από κάποιον που και ο ίδιος υπήρξε γραφέας κατά την υπηρεσία του στη Νew Υork State Βank. Λίγους μήνες πριν από την έκδοση του Μπάρτλμπυ, δημοσιεύεται ένα παρόμοιο, ανώνυμο διήγημα με τίτλο: «Τhe Lawyer΄s Story» by a Μember of the Βar. Σε αυτό γίνεται ήδη λόγος για έναν «τελευταίο αντιγραφέα», ο οποίος εργάζεται, όπως και ο Μπάρτλμπυ, στην υπηρεσία ενός δικηγόρου. Τhe Βar είναι το όνομα για το Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης, και ταυτόχρονα μια μετωνυμία του ονόματος του Βar-tleby. Σημειωτέον ότι ο ανώνυμος συγγραφέας ήταν συνάδελφος του αδελφού του Μέλβιλ. Ακρως ενδιαφέ- ρουσα είναι η ερμηνεία της Κορνέλια Βίσμαν ότι ο γραφέας του Μέλβιλ δεν είναι παρά μια μετατόπιση του σημαίνοντος Βar από τον τίτλο της ανώνυμης νουβέλας σε κύριο όνομα. Με τον Μπάρτλμπυ λοιπόν, τον «bar-tender» (φύλακα και διαχειριστή της μπάρας του νόμου), όπως τον αποκαλεί με χιούμορ ο Μέλβιλ, ολοκληρώνεται η εποχή της Καγκελαρίας. Με την εισαγωγή της γραφομηχανής Ρέμινγκτον ΙΙ σε όλα τα δικηγορικά γραφεία και δικαστήρια από το 1880 και μετά, η εποχή της χειρόγραφης αντιγραφής χαράσσει τον μεταφυσικό κλοιό της, αφήνοντας τα χέρια – αυτό το ιδιάζον ανθρωπιστικό γνώρισμα- ελεύθερα ίσως μόνο για τη λογοτεχνική δραστηριότητα. Ιδού για ποιον λόγο πολλοί συγγραφείς του 20ού αιώνα αναγνωρίζουν στον ήρωα του Μέλβιλ τον αυθεντικό τους πρόγονο και πολλοί νομικοί το τελευταίο προπύργιο του ανθρωπισμού.

Ομως η ιστορία του Μπάρτλμπυ είναι γραμμένη μέσα από το «νεκρό γράμμα» και τη συμβολική διάταξη της Καγκελαρίας. Παντού υπάρχουν τοίχοι, κάγκελα, κιγκλιδώματα (bars), παραβάν, τζαμόπορτες. Πόσες φορές δεν συναντάμε τον Μπάρτλμπυ να στέκεται ακίνητος και βυθισμένος στους ρεμβασμούς του μπροστά σε έναν τυφλό τοίχο. Ας μην ξεχνάμε ότι η νουβέλα φέρει τον υπότιτλο Μια ιστορία της Wall Street, λειτουργώντας και η ίδια τρόπον τινά σαν ένας τοίχος (wall) που εμποδίζει την ερμηνευτική πρόσβαση του αναγνώστη στο νόημά της.

Η σκηνή της γραφής

Αλλωστε, μια προσεκτική ανάγνωση μας δείχνει πώς ο Μπάρτλμπυ ακροβατεί μεταξύ δύο εποχών: της χειρόγραφης και της εκμηχανισμένης γραφής. Ο γραφέας του Μέλβιλ δεν θα μπορούσε να μετατραπεί ο ίδιος σε γραφομηχανή, που θορυβεί ακόμη και τον ανθρωπιστή δικηγόρο/αφηγητή, αν δεν είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί η- υποτιθέμενη- παλαιά καλή Καγκελαρία.

Αυτή η εκκρεμότητα εγγράφεται και στην περιώνυμη γλωσσική διατύπωση με την οποία ο βοηθός του δικηγόρου σαμποτάρει την απρόσκοπτη λειτουργία του γραφείου, αρνούμενος, ήδη από την τρίτη ημέρα της εργασίας του, να εκτελέσει κάθε εντολή του αφεντικού του: «Θα προτιμούσα να μην» (Ι would prefer not to). Μια διατύπωση που, ενώ είναι γραμματικά και συντακτικά ορθή, όπως εξηγεί στο επίμετρο ο Ντελέζ, «το απότομο τελείωμά της, το not to, που αφήνει απροσδιόριστο ό,τι απωθεί, της προσδίδει έναν χαρακτήρα ριζοσπαστικό, ένα είδος ορίου συνάρτησης». Η ίδια η διατύπωση αποτελεί μια συντακτική μπάρα για το σημαινόμενό της, μια έκλειψη αναφοράς. Ως εκ τούτου, είναι αντιπροσωπευτική όχι μόνο του υποκειμένου της, του γραφέα, αλλά και του συνόλου της μοντέρνας εικονοκλαστικής λογοτεχνίας, η οποία έχει αποκοπεί από κάθε αναφορά.

Η πορεία του Μπάρτλμπυ ακολουθεί τον δρόμο από την Καγκελαρία στα κάγκελα της φυλακής, από τα νεοϋορκέζικα γραφεία στους Τάφους (Τhe Τombs), όπως ονομάζονταν ανεπίσημα οι κρατικές φυλακές της Νέας Υόρκης. Πρόκειται για τόπους εγκλεισμού, αυξανόμενης αισθητηριακής στέρησης, τους οποίους η Δύση αναγόρευσε σε ιδανικό σκηνικό της γραφής: πίσω από κάγκελα και τοίχους, εκεί, στην «καρδιά των αιώνιων πυραμίδων». Σε επιστολή του προς τον Χόθορν (1851), ο Μέλβιλ ανακοινώνει ότι «σε μία περίπου εβδομάδα πηγαίνω στη Νέα Υόρκη, όπου θα θαφτώ ζωντανός σε κάποια κάμαρα κάποιου τρίτου ορόφου και θα δουλεύω σαν τον σκλάβο… Εχω ένα προαίσθημα… ότι τελικά θα εξαντληθώ και θα πεθάνω». Ποτέ η νεοσύστατη μοντέρνα λογοτεχνία δεν κατάφερε να κατονομάσει με τόση ακρίβεια τη σχέση της γραφής με τη διαγραφή (cancel), τον θάνατο του συγγραφέα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ