«Οσο υπάρχει ακόµαη ράτσα µας θα αποτελεί και το αίνιγµα όλων των εποχών» σηµειώνει µε µια ενθουσιώδη βεβαιότητα ο Μαρκ Τουέιν για τη Ζαν ντ’ Αρκ στο τελευταίο ολοκληρωµένο µυθιστόρηµά του «Ιωάννα της Λωρραίνης». Ο θαυµασµός τού µεγάλου χιουµορίστα της αµερικανικής λογοτεχνίας γι’ αυτή τη βοσκοπούλα που µεγάλωσε σ’ ένα µικρό αγροτικό χωριό της Ανατολικής Γαλλίας και µόλις στα δεκαεπτά της χρόνια έγινε η πρώτη γυναίκα της Ιστορίας που ανέλαβε την ανώτατη διοίκηση ολόκληρου εθνικού στρατού, ήταν ειλικρινής και απέραντος. «Σε ηλικία δεκαέξι ετών, η Ζαν ντ’ Αρκ δεν έδι νε την παραµικρή ένδειξη ότι η ζωή της θα γινόταν ιπποτικό µυθιστόρηµα » αναφέρει ο ίδιος, καθώς µεγαλείο όµοιο σαν αυτό της ιστορικής προσωπικότητας που έκανε ηρωίδα του « δεν υπάρχει, ούτε σε ιστορική καταγραφή ούτε σε µυθοπλαστική επινόηση».

Η ιστορία της Ζαν ντ’ Αρκ και των «Φωνών» της είναι γνωστή στους περισσότερους. Πότε όµως εισέβαλε τόσο θριαµβευτικά, υπό ποιες συνθήκες έκανε αυτό «το θαυµαστό παιδί» την ξεχωριστή του είσοδο στην Ιστορία; Ο Εκατονταετής Πόλεµος, που άρχισε το 1337, µαινόταν αδιάκοπα ώσπου στο τέλος η Αγγλία καθυπόταξε τη Γαλλία αρχικά µε την τροµερή νίκη της στο Κρεσί, το βαρύ πλήγµα που τής κατάφερε ύστερα στο Πουατιέ και την απίστευτη ήττα στο Αζινκούρ µε την οποία γονάτισε τους Γάλλους σ’ αυτές τις εµβληµατικές µεταξύ τους µάχες. Την εποχή που η Ζαν απολάµβανε την ανεµελιά των παιδικών της χρόνων παίζοντας µε τα αδέλφια και τους φίλους της γύρω απ’ το Νεραϊδόδεντρό τους, η Γαλλία ήταν ένα ερείπιο. Η µισή ανήκε στην Αγγλία και η άλλη µισή δεν ανήκε σε κανέναν. Ο διάδοχος του γαλλικού θρόνου, Κάρολος ο Ζ’, ετοιµαζόταν να δραπετεύσει απ’ τη θάλασσα. Τότε ξεκινάει αυτό που ο Μαρκ Τουέιν αποκαλεί ένα «εκπληκτικό θαύµα». Μέσα απ’ τις στάχτες ενός έθνους, τα αποµεινάρια και την ερηµιά του, αναδύεται, έπειτα από τρεις ολόκληρες γενιές, µια αµόρφωτη, φτωχή κι όµορφη χωριατοπούλα για να αρχίσει «η πιο σύντοµη κι εκπληκτική εκστρατεία που έχει καταγραφεί ποτέ στην ιστορία». Τέλειωσε µέσα σε επτά εβδοµάδες. «Σε επτά εβδοµάδες, σακάτεψε αµετάκλητα έναν γιγαντιαίο πόλεµο που ήταν ενενήντα ενός ετών» αρχικά λύνοντας την πολιορκία τής Ορλεάνης κι έπειτα τσακίζοντας τον εχθρό στην πεδιάδα του Πατέ.

Η µυθιστορηµατική αυτή βιογραφία της Ζαν ντ’ Αρκ είναι ουσιαστικά µια επική ωδή πεντακοσίων και πλέον σελίδων προς την ταπεινοφροσύνη και την ηθική της ακεραιότητα, την αµόλυντη πίστη και τη φιλοπατρία της, είναι µια ηρωική αγιογραφία (κυριολεκτικά κακό λόγο µέσα δεν βρίσκει κανείς) για την ανιδιοτελή «λυτρώτρια της Γαλλίας» που η Καθολική Εκκλησία έριξε στην πυρά σαν όργανο του σατανά. Αν ο Τουέιν συγκρατούσε λίγο την υµνολογική του παραφορά µπορεί να µιλούσαµε για τις µισές σελίδες. ∆ύσκολα όµως ο αναγνώστης κακιώνει µε αυτόν τον δεινό αφηγητή σ’ αυτό το βιβλίο «που γράφτηκε από αγάπη».

Ο Τουέιν έχει συνείδηση του εγχειρήµατός του. Παρακολουθεί «από πρώτο χέρι» τη σύντοµη ζωή και το έργο της επικεντρωµένος στο µεγάλο µυστήριο της προσωπικότητάς της, µένοντας ταυτόχρονα πιστός στις ιστορικές πηγές ανεξάρτητα, όπως υπογραµµίζει, απ’ το αν αυτό το έργο τής το ανέθεσε ο Θεός ή αν το ανέλαβε µόνη της (εν προκειµένω οι «Φωνές» δεν είναι θεόσταλτες). Με το συγγραφικό alter ego του, τον άρχοντα Λουί ντε Κοντ, που γίνεται ακόλουθος και γραµµατέας της και ο οποίος τη συντροφεύει στις µάχες µαζί τον Παλαδίνο (τον απίστευτο φαφλατά σηµαιοφόρο της που αλαφραίνει την ατµόσφαιρα) ο συγγραφέας µας οδηγεί µπροστά στο επαίσχυντο έγκληµα του διαβολικού επισκόπου (και οργάνου των Αγγλων) Κοσόν του Μποβέ, την προδοσία και την «καύση µιας αγίας» στην πυρά, ενώ εκείνη κρατούσε δύο ξυλαράκια στο σχήµα του σταυρού στην πλατεία της παλαιάς αγοράς της Ρουέν. Ο Λουί ντε Κοντ µας τα αφηγείται όλα αυτά, στα γεράµατά του, έχοντας ζήσει και την αποκατάσταση του ονόµατος της Ζαν, µετά την αναψηλάφηση της στηµένης δίκης της που ζήτησε ο Κάρολος ο Ζ’ απ’ τον Πάπα για να µη χάσει το στέµµα που του φόρεσε η Ζαν σ’ εκείνη τη λαµπρή τελετή στη Ρεν, όπου ο Τουέιν φτάνει στην τελειότητα της αναπαραστατικής του δεινότητας.

Πότε σοβάρεψε ο χιουµορίστας

Κάποια μέρα, ενώ ο Μαρκ Τουέιν (1835-1920) επέστρεφε απ’ τη δουλειά, βρήκε στον δρόμο ένα σκισμένο φύλλο που έφερε στο διάβα του ο αέρας. Περίεργος καθώς ήταν, άρχισε να το διαβάζει και ανακάλυψε ότι ανήκε σ’ ένα ιστορικό βιβλίο που αφορούσε τη Ζαν ντ’ Αρκ. O βιογράφος του «πατέρα της αμερικανικής λογοτεχνίας», όπως τον χαρακτήρισε ο Γουίλιαμ Φόκνερ, υποστηρίζει ότι απέκτησε αυτό το φλογισμένο ενδιαφέρον για την Ιωάννα της Λωρραίνης την εποχή που ακόμα ήταν μαθητευόμενος τυπογράφος στο Χάνιμπαλ του Μιζούρι όπου μεγάλωσε. Η έλξη που του άσκησε αυτή η προσωπικότητα ήταν τεράστια και κορυφώθηκε πολλά χρόνια μετά με τη συγγραφή του μυθιστορήματος, όταν οι «Προσωπικές αναμνήσεις της Ιωάννας της Λωρραίνης» εμφανίστηκαν σε συνέχειες στο Harper’s Magazine το 1895. Ο Τουέιν τότε ήταν ήδη συγγραφέας διεθνούς φήμης.

Είχε εκδώσει με επιτυχία τα δύο γνωστότερα μυθιστορήματά του:

«Χάκλμπερι Φιν» και «Τομ Σόγερ». Οι αναγνώστες όμως δεν υποδέχθηκαν θετικά τη δική του εκδοχή για τη Ζαν ντ’ Αρκ, καθώς θεωρήθηκε ότι σε αυτή την ιστορία – που ο Τουέιν θεωρούσε την καλύτερή του – παρεξέκλινε απ’ το στυλ του χιουμορίστα που τον έκανε δημοφιλή. Η εξονυχιστική και γεμάτη σεβασμό έρευνα του Τουέιν για τη ζωή της Ζαν ντ’ Αρκ κράτησε δώδεκα ολόκληρα χρόνια, ενώ άλλα δύο χρειάστηκε ο ίδιος για να το γράψει.

Η μετάφραση της Εφης Καλλιφατίδη είναι πραγματικά χυμώδης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ