«Το Μνηµόνιο θα µπορούσε να είχε αποτραπεί αν από τον Μάρτιο του 2009 ως τον Μάρτιο του 2010 είχαν ληφθεί πρακτικά µέτρα». Ο πρώην υπουργός Οικονοµικών Νίκος Χριστοδουλάκης καταθέτει την ως σήµερα πιο σκληρή, αναλυτική και εµπεριστατωµένη κριτική του Μνηµονίου και κυρίως των χειρισµών που προηγήθηκαν της υπογραφής του, από τη σκοπιά του πολιτικού φιλελευθερισµού. Στο βιβλίο του «Σώζεται ο Τιτανικός; Από το Μνηµόνιο ξανά στην ανάπτυξη» ακτινογραφεί την εκτός ελέγχου πορεία της ελληνικής οικονοµίας από το 2008, παρουσιάζει την περιδίνηση του δωδεκαµήνου Μαρτίου 2009 – Μαρτίου 2010 και αποδίδει ευθύνες για λάθος χειρισµούς που κόστισαν ακριβά, κυρίως στην προηγούµενη αλλά και στην παρούσα κυβέρνηση. Ο Χριστοδουλάκης αποφεύγει τη δραµατοποίηση, τους χαρακτηρισµούς και τα ονόµατα. Μόνο ένα όνοµα σε 223 σελίδες, της Αλέκας Παπαρήγα. Οσοι αναζητούν ένα θερινό ανάγνωσµα που «τα λέει χοντρά» για τα πρόσωπα που έφταιξαν και υφαίνει συνωµοσιολογικά σενάρια, θα απογοητευθούν. Το βιβλίο δεν προσφέρει «εκτόνωση». Η προσπάθεια για «κλινική» εξέταση των αιτιών της κατάρρευσης επιτυγχάνει όµως τον στόχο. Ο καθηγητής της ΑΣΟΕΕ και της LSE σφάζει µε το βαµβάκι. Χρησιµοποιεί στέρεα επιχειρήµατα και παρουσιάζει τα στοιχεία αναλυτικά, µε τρόπο εύληπτο και διαφωτιστικά διαγράµµατα. Από αυτή την άποψη πρόκειται για έργο αναφοράς στο οποίο θα στηριχθούν οι µελ λοντικές έρευνες για το τι συνέβη τα «µοιραία χρόνια» πριν από το Μνηµόνιο και κατά τον πρώτο χρόνο της εφαρµογής του.

Φαίνεται εξάλλου ξεκάθαρα ότι ο συγγραφέας γνωρίζει την ελληνική οικονοµία πολύ καλύτερα από τους τεχνοκράτες της τρόικας. Από τα ωραιότερα σηµεία του βιβλίου είναι η αποδόµηση των προκάτ συνταγών των δανειστών, όπως η εµµονή για τη µείωση των µισθών στον ιδιωτικό τοµέα, αλλά και η ανάλυση για το πώς οι αυξήσεις του ΦΠΑ, αντί να αυξάνουν, µειώνουν τα έσοδα του ∆ηµοσίου…

Το «τελειωτικό πλήγµα»

Η βασική ευθύνη για την κατάρρευση της οικονοµίας αποδίδεται στη Νέα ∆ηµοκρατία. Το «έγκληµα» έχει ταυτοποιηθεί, η ανάλυση παρουσιάζει ξεκάθαρα όσα συνέβησαν. Οι τότε υπουργοί Οικονοµικών Γ. Αλογοσκούφης και Ι. Παπαθανασίου δεν κατονοµάζονται, τα πεπραγµένα τους όµως… λάµπουν. Το «τελειωτικό πλήγµα στην ελληνική οικονοµία» επήλθε, κατά τον συγγραφέα, τη διετία 2008-2009. Ξεχωρίζουν δύο παράγοντες. Πρώτον, η πρωτοφανής διόγκωση του ελλείµµατος στο ισοζύγιο πληρωµών, το οποίο από ποσοστό 5% του ΑΕΠ ετησίως «πέταξε» στο 15% του ΑΕΠ το 2008. Η Ν∆, αντί να ανησυχήσει για την καταναλωτική εκτίναξη του εξωτερικού ελλείµµατος, συνέχισε να στηρίζει την κατανάλωση εισαγοµένων (π.χ. µε την κατάργηση των τεκµηρίων και την επιδότηση της αγοράς Πόρσε – Καγέν) αλλά και την ευνοϊκή µεταχείριση των offshore εταιρειών. Ο δεύτερος παράγοντας είναι ασφαλώς η δηµοσιονοµική κατάρρευση. Τα αίτια της (εν πολλοίς) πελατειακής εκτίναξης των δαπανών και του υπερδανεισµού του 2009 (34 δισ. ευρώ) αναλύονται µε καθαρότητα. Το όνοµα του πρώην υπουργού Οικονοµικών Γ. Παπακωνσταντίνου απουσιάζει επίσης, παρ’ ότι ο τίτλος του βιβλίου στηρίζεται στον δικό του παραλληλισµό της Ελλάδας µε τον «Τιτανικό». Ο Χριστοδουλάκης καταλογίζει στον Παπακωνσταντίνου αδράνεια µετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2009, ότι σχεδίασε τον προϋπολογισµό του 2010 «σαν να µην υπήρ χε κρίση» και στη συνέχεια δέχθηκε «πρωτοβουλίες που οδήγησαν σε απρόσµενη διόγκωση του ελληνικού χρέους», όπως η µεταφορά εγγυηµένων δανείων των ∆ΕΚΟ και άλλων οργανισµών (κάτι που δεν ισχύει σε άλλες χώρες της ΕΕ).

Παράλληλα, τον κατηγορεί εµµέσως πλην σαφώς ότι έριξε στη θάλασσα το αίµα που συγκέντρωσε τους καρχαρίες, κάνοντας λόγο για «ακατανόητη τακτική» έκδοσης οµολόγων: «Μετά τις εκλογές του 2009 η νέα κυβέρνηση, αντί να επεκτείνει τον βραχυχρόνιο δανεισµό και να µαζέψει όσα αποθεµατικά µπορούσε µε σχεδόν µηδαµινό κόστος, στράφηκε κατά κύριο λόγο στα µακροχρόνια οµόλογα. Εκείνα όµως γίνονταν όλο και πιο ακριβά µετά το φθινόπωρο του 2009 και έτσι αποδύθηκε µόνη της σε κυνήγι εντυπώσεων όπου διαρκώς έβγαινε χαµένη».

Τεκµήριο αυτοκριτικής

Από την εισαγωγή κιόλας ο πρώην υπουργός θέτει στον εαυτό του το ερώτηµα που ξέρει ότι θα δεχθεί: «Γιατί αυτά που επισηµαίνεις και προτείνεις δεν έγιναν όταν ήσουν στην κυβέρνηση Σηµίτη, την περίοδο 1996-2004; Και τουλάχιστον, προτού τα προτείνεις σε άλλους να τα εφαρµόσουν, µήπως θα έπρεπε να κάνεις αυτοκριτική, επειδή είτε εσύ τότε τα αγνοούσες είτε τα ήξερες και τα παραµέλησες;». Η απάντηση εκτείνεται σε µία σελίδα και συνεχίζεται σε ολόκληρο το βιβλίο.

Ο συγγραφέας ζητεί από τον αναγνώστη να δεχθεί ως «τεκµήριο αυτοκριτικής για όσα δεν έγιναν νωρίτερα» τις λύσεις που προτείνει για τα σηµερινά προβλήµατα.

Ξεχωριστή αναφορά γίνεται και στο θέµα των swaps της Goldman Sachs, κίνηση που ολοκληρώθηκε πριν από τον Οκτώβριο του 2001, όταν και ανέλαβε υπουργός Οικονοµικών.

«Η χειρότερη δουλειά του κόσµου»

Βασικό μέλος του Συντονιστικού της κατάληψης του Πολυτεχνείου το 1973, ο Ν. Χριστοδουλάκης υπήρξε στέλεχος της ανανεωτικής Αριστεράς και υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ από τον Οκτώβριο του 2001 ως τις εκλογές του Μαρτίου του 2004.

Η θητεία του ως υπουργού και η γνώση των πραγμάτων «από μέσα» προκύπτει όμως έμμεσα, από τις λεπτομέρειες της ανάλυσης.

Ο συγγραφέας αρνείται να μεταδώσει το κλίμα και την ατμόσφαιρα από τη σκοπιά του ανθρώπου που κάθησε στην καρέκλα, στο πόστο που έγινε «η χειρότερη δουλειά στον κόσμο». Αυτός είναι ο βασικός (αυτο)περιορισμός του βιβλίου: η πεισματική άρνηση του γράφοντα να προσφέρει στον αναγνώστη αφηγηματικές, βιωματικές ανάσες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ