Φανταστείτε μια μεγάλη αλάνα που βρίσκεται ανάμεσα σε μια χωματερή και σε μια γκρίζα θάλασσα. Εκεί, ανάμεσα σ’ ένα νεκροταφείο από σκελετούς αυτοκινήτων, σωρούς από μπάζα, σκεβρωμένα σιδερικά και λόφους απ’ τα σκουπίδια της παρακείμενης πόλης, έχουν στήσει οι άνθρωποι του περιθωρίου μια δική τους κοινωνία όπου «κάθε ντροπή καταπίνεται κι ακόμη και τα πιο αποτρόπαια μυστικά αποσιωπούνται». Είναι, με δυο λόγια «Ο Όλυμπος των απόκληρων», όπως τιτλοφορεί το νέο του μυθιστόρημα ο αλγερινός συγγραφέας Γιασμίνα Χάντρα (1955) το πραγματικό όνομα του οποίου (πίσω απ’ το γυναικείο συγγραφικό ψευδώνυμο) είναι Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ.

Αυτοί οι σκληροτράχηλοι ρακοσυλλέκτες και σαβουροφάγοι επιβιώνουν ακριβώς πάνω στα αποφάγια του σύγχρονου τρόπου ζωής έχοντας πλέον συμβιβαστεί με την αποτυχία τους στην πόλη και το αδηφάγο σύστημά της. Προσπαθούν η επιβίωση του ενός να μην επηρεάζει αρνητικά την επιβίωση του άλλου. Όλοι κοιτάνε το κονάκι της προσωπικής τους εξαθλίωσης και δε θέλουν φασαρίες και μπερδέματα. Βρίσκονται σε μια κατάσταση παράξενου αυτοοικτιρμού, έχουν αγγίξει ένα είδος ψυχικής λιτότητας. «Δεν θέλω τίποτα, δεν ζητώ τίποτα, δεν περιμένω τίποτα» λέει ένας απ’ τους εξαθλιωμένους που υποστηρίζει ότι δεν του καίγεται καρφί για τους άλλους. Η κοινωνία αυτή διέπεται από ιδιαίτερες αρχές όπως «αληθινή ελευθερία σημαίνει να μη χρωστάς τίποτα σε κανέναν» και «αληθινός πλούτος είναι να μην περιμένεις τίποτε από τους άλλους». Στην αλάνα αυτή ζουν μόνο Χορ (αραβική λέξη) «Ελεύθεροι άνθρωποι» δηλαδή, όπως λέει ο Ας ο Μονόφθαλμος στον προστατευόμενό του, τον Τζούνιορ τον Χαζούλη.

Ο Ας, που είναι μουσικός και έχει ζήσει τη ζωή του, με τα τραγούδια και τις ιστορίες του, κάνει καθημερινά κατήχηση στον Τζούνιορ, που ακόμα δεν έχει κλείσει τα τριάντα του χρόνια, προσπαθώντας να τον πείσει ότι «είμαστε πανευτυχείς μ’ αυτά που δεν έχουμε» καθώς «η δική μας φτώχεια έχει ψυχή κι αυτό κάνει τη διαφορά». Θέλει με κάθε τρόπο να τον κρατήσει κοντά του. Φοβάται ότι κάποια μέρα θα του σφηνωθεί η ιδέα να πάει στην πόλη, γι’ αυτό και τον κατσαδιάζει όποτε ο Τζούνιορ πηγαίνει μέχρι τις παρυφές της για να χαζέψει τα αυτοκίνητα. Στο μόλο, στην άλλη πλευρά της αλάνας, είναι «τα λημέρια των υποκριτών» που δεν αρκούνται στα όσα τους προσφέρει η χωματερή και πάνε κάθε τόσο και ψάχνουν τα σκουπίδια της πόλης. Στο μόλο την εξουσία την έχει ο Πασάς, ένας πανύψηλος ξερακιανός δυνάστης με τατουάζ, που τρομοκρατεί τους αυλικούς του, ένα μπουλούκι που μεθοκοπά και αναπτύσσει την εκδοχή της ζηλοφθονίας που μπορεί να δημιουργήσει μονάχα η φτώχεια στους ανθρώπους.

Ο Χάντρα έχει δημιουργήσει αλλοπαρμένους χαρακτήρες, άλλους στα όρια της τρέλας, άλλους στα όρια της ανυπαρξίας, αστείους και θλιβερούς, προκειμένου να φτιάξει την ανθρωπογεωγραφία της αποτυχίας και των ματαιωμένων ονείρων. Όταν εξαφανίζεται ο νεαρός εραστής του Πασά, ο Πίπο, όλοι αναστατώνονται και φοβούνται ότι η απογοητευμένη, τσίγκινη κεφαλή της χωματερής θα αρχίσει να ξεσπά πάνω τους την τυφλή οργή της. Ευτυχώς ο Πίπο επέστρεψε, ομολόγησε ότι πήγε στην πόλη επειδή «ήθελε να αλλάξει ζωή» αλλά απέτυχε και αποφάσισε να επιστρέψει στη σιγουριά και στην προστασία του Πασά.

Κάποια μέρα όμως, εμφανίζεται απ’ το πουθενά ένας ξένος και διαταράσσει ακόμα περισσότερο την ηρεμία της αλάνας, «ένας παράξενος άνθρωπος που ξεφύτρωσε απ’ τον ήλιο». Πρόκειται για τον Μπεν Αντάμ που στα αραβικά σημαίνει «ο υιός του ανθρώπου». Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είναι ο «αιώνιος άνθρωπος που προκαλεί τα δράματα και τα θαύματα» (οι μονόλογοί του είναι τα πιο απολαυστικά κομμάτια του βιβλίου). Όταν ο Πασάς τον ρωτάει από πού έρχεται η γιγαντιαία και βιβλική αυτή μορφή, που έχει άσπρα μαλλιά και φορά ένα λευκό χιτώνα, απαντά «από τη μνήμη του Χρόνου… Είμαι ο αιώνιος άνθρωπος… Σας ξέρω όλους, έναν-έναν, ξέρω την ιστορία σας από την εποχή των προϊστορικών σπηλαίων ως τις κρεμάλες της Δευτέρας Παρουσίας»…

Ο Τζούνιορ θαμπώνεται απ’ τη διδασκαλία του Μπεν Αντάμ που του λέει σ’ έναν διάλογο μύησης ότι «όποιος επιλέγει να μη χρωστά τίποτα στους άλλους και επιπλέον δεν περιμένει τίποτα, παύει να ζει». Η πίστη του στον Ας τον Μονόφθαλμο κλονίζεται. Ο ίδιος ο Ας συνεργάζεται με τον Πασά, που κατά τ’ άλλα σιχαίνεται, προκειμένου να εκδιώξει αυτόν τον «αγύρτη» που προσπαθεί να γυρίσει τα μυαλά (πουλώντας ελπίδα και την ελευθερία της επιλογής) σ’ αυτούς που υποτάχθηκαν στο χειρότερο αμάρτημα, τον ξεπεσμό. Ο Μπεν Αντάμ πριν φύγει αναγκάζει τον Ας να αντιμετωπίσει τις ενοχές του παρελθόντος του και δίνει σ’ αυτό το φιλοσοφικό και αλληγορικό παραμύθι για μεγάλα παιδιά ένα απροσδόκητο και σκληρό τέλος.

Ο Γιασμίνα Χάντρα γράφει διερωτώμενος, όπως ο Σαρτρ, για το πώς πρέπει να ζούμε. Αναδύεται μέσα απ’ τις εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις των ηρώων του το εξής μεγάλο και καίριο δίλημμα: Πώς πρέπει να ζούμε; Επιπλέον πώς πρέπει άραγε να επιλέξουμε; Με βάση τα καλύτερα ή τα χειρότερα που συνθέτουν τον κόσμο γύρω μας; Η απάντηση δεν είναι εύκολη αλλά ο συγγραφέας υποδεικνύει το σημείο απ’ το οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε: την αξιοπρέπεια.

Τα πιο σημαντικά βιβλία του Γιασμίνα Χάντρα, ωστόσο, είναι τα πολιτικά του θρίλερ, αυτά που διαπραγματεύονται το φαινόμενο της τρομοκρατίας σε μια εποχή που ισχύουν τα μανιχαϊστικά δόγματα για τη «σύγκρουση των πολιτισμών». Αυτά τα βιβλία θα τα διάβαζε ο συμπατριώτης του ο Αλμπέρ Καμύ με μεγάλη περηφάνια.

Μυθιστόρημα
Γιασμίνα Χάντρα
Ο Όλυμπος των απόκληρων
Μετάφραση Γιάννης Στρίγκος
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011, σελ. 167, τιμή 12 ευρώ