«Πανέτοιμος μας είχε φτάσει στα δεκαοκτώ του από την Ασέα της Αρκαδίας με πλήρη εξάρτυση: με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους Κάφκα και τους Σαρτρ. Χώρια βέβαια την δημοτική παράδοση, που, αυτή, κυκλοφορούσε στο αίμα του και αναπηδούσε πίσω από κάθε του κρίση, κάθε του αντίδραση… Αλλ’ εμείς τη δημοτική γλώσσα και την παράδοση την εκμάθαμε. Σιγά-σιγά και με πολύ κόπο. Εκείνος τις βρήκε μέσα του, έτοιμες, μαζί με τα τραγούδια των προγόνων του, τις αφομοίωσε μαζί με «το γάλα της μητρός του» που θα ‘λεγε ο Σολωμός». Αυτά γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης για τον Νίκο Γκάτσο στο βιβλίο του «Εν Λευκώ» (Ίκαρος, 1995).Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια απ’ τη γέννηση και των δυο μεγάλων μας ποιητών.

Ο Νίκος Γκάτσος κατάφερε να επεξεργαστεί αφομοιωτικά το ξενόφερτο ρεύμα και να το εντάξει μέσα στον «κώδικα ιθαγένειας» της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης, λόγιας και λαϊκής, «που σαν ποτάμι κυλάει στις αρτηρίες της «Αμοργού»» αναφέρει στην ερμηνευτική του μελέτη «Ο Νίκος Γκάτσος και η ελληνική λαϊκή παράδοση» (εκδ. Αρμός) ο Γεώργιος Ι. Θανόπουλος (1947) ο οποίος διδάσκει στον τομέα της Βυζαντινής Φιλολογίας και Λαογραφίας της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

«Ο ποιητής, άτομο με γερή πνευματική βάση, διαπίστωνε πως χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού υπερρεαλισμού απαντούσαν ατόφια στην ελληνική παράδοση και μάλιστα σε δυο πόλους της, στον Όμηρο και στο δημοτικό τραγούδι» γράφει ο Γεώργιος Ι. Θανόπουλος ερμηνεύοντας το δυσνόητο, ως ένα σημείο, ποιητικό έργο του Γκάτσου μέσα από έναν εξαιρετικά διαφωτιστικό δρόμο: αυτόν της λαϊκής παράδοσης. «Η ιδιαίτερη αυτή γραφή του -υπερρεαλισμός και λαϊκός λόγος – είναι και τα στοιχεία που τον διαχωρίζουν από τους πρώτους του ελληνικού υπερρεαλισμού -κυρίως από τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο» συνεχίζει ο ίδιος διαπιστώνοντας ότι ο Γκάτσος προσάρμοσε ευκρινέστερα τον υπερρεαλιστικό λόγο στην ελληνική πραγματικότητα.

Συνολικά ο Νίκος Γκάτσος μέσα στην ποίησή του συνδέει την ελληνική λαϊκή και λόγια παράδοση με το μοντέρνο ευρωπαϊκό λογοτεχνικό ρεύμα, αφομοιώνοντάς το όμως μέσα από έναν απολύτως δικό του, προσωπικό λόγο. «Με το έργο του αποδεικνύει πως ό,τι βγαίνει απ’ το συλλογικό υποσυνείδητο – και τέτοια είναι τα έργα της λαϊκής δημιουργίας – είναι πιο στέρεο, πιο ελκυστικό, και γι’ αυτό πιο καθολικά αποδεκτό». Ο ποιητής «προβαίνει σε εμβαθύνσεις και προεκτάσεις του υλικού, εκφράζοντας και τον δικό του γενικότερο προβληματισμό».

Η μελέτη καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνεται από ένα υπερρεαλιστή δημιουργό το συλλογικό ασυνείδητο μέσω της αυτόματης γραφής. Η ανάγνωση του ποιητικού έργου του Γκάτσου είναι, εν προκειμένω, εξονυχιστική. Δεν παρατίθενται απλά κάποια παραδείγματα, αλλά προσεγγίζεται, σχολιάζεται, αναλύεται και ερμηνεύεται όλο το ποιητικό του έργο. Αυτή η εξονυχιστική, στίχο προς στίχο, ανάγνωση της «Αμοργού», ένα έργο που ο Γκάτσος έγραψε στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, ένα ποίημα γεμάτο Ελλάδα που παραμένει και σήμερα κατ’ εξοχήν πρωτοποριακό, μας οδηγεί να καταλάβουμε «πώς ο Γκάτσος συνδύασε το μοντέρνο, εικονοπλαστικό, παράλογο, ανοίκειο και αφηρημένο -βασικά γνωρίσματα του υπερρεαλισμού- με το παραδοσιακό, το λαϊκό, κάτι που είχε πραγματοποιήσει προηγουμένως ο Λόρκα στην Ισπανία, από του οποίου το έργο (που μετέφρασε κιόλας) είχε γοητευθεί».

Ίσως ο Γκάτσος, σύμφωνα με τον Γεώργιο Ι. Θανόπουλο, να μην μπορεί τυπικά να χαρακτηριστεί ορθόδοξα υπερρεαλιστική φωνή. Αντιλαμβάνεται όμως τον εαυτό του, όπως και ο Σεφέρης, ο Εγγονόπουλος, ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης, σε μια διαλεκτική συγγένεια με τους εντόπιους προγόνους. Ο Γκάτσος «σηματοδοτεί την εξέλιξη και αναδεικνύει το καινούργιο συνεχίζοντας την παράδοση και ταυτόχρονα απομακρυνόμενος απ’ αυτήν». Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ποιητή, που παρ’ ότι στρέφεται στο πρωτοποριακό λογοτεχνικό ρεύμα μένει ταυτόχρονα σταθερός στην ελληνική παράδοση.