Το εξοχικό σπίτι του Θοδωρή Καλλιφατίδη βρίσκεται σε ένα χωριουδάκι στο Γκότλαντ της Σουηδίας, το μεγαλύτερο νησί της χώρας, στη Βαλτική θάλασσα. «Περνάμε ένα συνηθισμένο καλοκαίρι. Τις περισσότερες ημέρες βρέχει.Το πολύ πολύ να πιάσουμε τους 25 βαθμούς Κελσίου.Τα βράδια ανάβουμε τη σόμπα» μας λέει. Η πραγματική του φωνή, όπως περνάει από το ακουστικό, είναι σαν την αντίστοιχη λογοτεχνική: μια ηρεμία που προσπαθεί να εισχωρήσει σε ένα ακαθόριστο βάθος. «Μου αρέσει να δουλεύω εδώ τα καλοκαίρια, είναι ήρεμα, δεν έχει πολυκοσμία» συνεχίζει.

Αυτή την περίοδο γράφει το νέο του βιβλίο- ελπίζει να εκδοθεί το 2013. «Εχω φτάσει τις 97 σελίδες» λέει. Δεν είναι λίγο για έναν λακωνικό συγγραφέα σπαρτιατικής καταγωγής που γεννήθηκε το 1938 στους Μολάους της Λακωνίας και μετά τον στρατό έφυγε μετανάστης στη Σουηδία. Το βιβλίο αφορά τον ρωμαίο ποιητή Οβίδιο, «τον πρώτο άδικα εξορισμένο άνθρωπο της Ιστορίας, ο οποίος εκδιώχθηκε απλώς επειδή έγραφε όμορφα ποιήματα».



Ο Καλλιφατίδης συγκαταλέγεται σήμερα στους σημαντικότερους συγγραφείς της σουηδικής γλώσσας. Ανήκει στις σπάνιες περιπτώσεις της λογοτεχνικής διγλωσσίας. Γράφει στα σουηδικά και ύστερα μεταφράζει τα βιβλία στα ελληνικά. Γράφοντας, περισσότερο διερωτάται παρά καταφάσκει ή κρίνει. Το τελευταίο του μυθιστόρημα Ο Αγιος Ηρακλής (πάντα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη) είναι μια επαναφήγηση της ζωής του μυθολογικού Ηρακλή απαλλαγμένη από τα θεϊκά χαρακτηριστικά του, γεμάτη απώλειες αλλά και χιούμορ, χωρίς ακαδημαϊκό δέος απέναντι στους αρχαίους ημών.

– Κύριε Καλλιφατίδη,γιατί επιλέξατε τώρα να ασχοληθείτε με τον Ηρακλή, ένα μυθολογικό πρόσωπο; Από πού προκύπτει το «άγιος» του τίτλου;



«Είδα ότι οι βίοι του Ηρακλή και του Χριστού είναι σχεδόν παράλληλοι ακόμη και στις λεπτομέρειες. Είχαν πατέρα θεό και μάνα θνητή. Δώδεκα άθλους ο ένας, δώδεκα μαθητές ο άλλος. Μεγαλούργησαν από μικρά παιδιά και είχαν μαρτυρικό θάνατο. Σε μένα αυτά δεν φάνηκαν τυχαία. Διαβάζοντας κυρίως μεσαιωνικά κείμενα αντιλήφθηκα ότι ο Ηρακλής είχε προσλάβει μια υπόσταση αγίου, ήταν κάτι σαν ήρωας του χριστιανισμού. Αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο γι΄ αυτόν θέλοντας να αντιμετωπίσω τα σύγχρονα προβλήματά μας. Οι άθλοι στην αφήγησή μου δεν είναι σύμβολα, είναι πραγματικά κοινωνικά προβλήματα που απηχούν τα δικά μας: την οικονομία, την ασφάλεια, το περιβάλλον. Διέκρινα φοβερούς παραλληλισμούς με ζητήματα όπως η τρομοκρατία και η διαφθορά και κατάλαβα ότι δίδονται απαντήσεις».

– Ο Ηρακλής προσπαθεί να κάνει το καλό αλλά μάλλον δεν τα καταφέρνει.Εχοντας στον νου τα συνήθη μοτίβα της γραφής σας,αναρωτιέμαι μήπως αποτυγχάνει συνεχώς επειδή νιώθει παντού ξένος.



«Κατ΄ αρχάς αποτυγχάνει επειδή η επιθυμία του να κάνει το καλό πέρασε στο επίπεδο του φανατισμού. Κάποια στιγμή το πολύ καλό καταστρέφει και το καλό, κάθε αρχή στρέφεται ενάντια στον εαυτό της. Αυτή η εμμονή να κάνεις πάντα το καλό κάποια στιγμή στραβώνει. Ασφαλώς και αισθάνεται ξένος ο Ηρακλής και αυτό έχει τεράστια σημασία για μένα. Δεν νιώθει μόνο ξένος, είναι κιόλας. Μεγαλώνει στη Θήβα ενώ κατάγεται από την Πελοπόννησο. Αισθάνεται δε περισσότερο γιος της μητέρας του παρά γιος του πατέρα του. Είναι μια προσωπικότητα που βιώνει τα πράγματα απ΄ έξω, ποτέ από μέσα. Αυτό τον οδηγεί σε πράξεις αποτρόπαιες, όπως η παιδοκτονία. Η μυθολογία ρίχνει το φταίξιμο στη θεά Ηρα, αλλά τι πιο λογικό να οδηγήθηκε σε μια τέτοια πράξη από τη ζήλια του, την αβεβαιότητά του για το αν όντως ήταν δικά του τα παιδιά της Μεγάρας;».

– Ο Ηρακλής σας είναι ένας ημίθεος που τον συντρίβουν οι ανθρώπινες αγωνίες.Στην πραγματικότητα,με αυτή τη μυθική δύναμη εύκολα κανείς τον θαυμάζει και τον λυπάται ταυτόχρονα…



«Ηθελα να αποσπάσω τον Ηρακλή από τη μυθολογία και να τον καταστήσω ένα κομμάτι του μαχόμενου ανθρώπου, του ανθρώπου που προσπαθεί να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Αυτό, ξέρετε, είναι ένα τεράστιο κομμάτι της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Ηρακλής, ως μυθολογία, δεν έχει καμία απολύτως σημασία για μας σήμερα. Θέλησα να γράψω για έναν άνθρωπο που γεννήθηκε με σκοπό να κάνει τους ανθρώπους πιο ελεύθερους και ειρηνικούς.

Ολοι θέλουμε, ως έναν βαθμό, να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο. Πολλοί όμως μπορούν περισσότερα από τους άλλους. Ο Ηρακλής μπορούσε περισσότερα από τον οποιονδήποτε.

Να το τεράστιο δώρο και η τραγωδία μαζί! Προσπάθησα να ζωντανέψω εκείνη την εποχή, όχι σαν μύθο αλλά σαν μια πραγματικότητα που όντως υπήρξε».

– Ο Ηρακλής αυτός πέρασε από τον κόσμο και ο κόσμος παρέμεινε ο ίδιος: καλός και κακός μαζί.Τους χρειαζόμαστε άραγε τέτοιους ήρωες;



«Αυτό πράγματι είναι ένα δύσκολο ερώτημα. Θέλησα να εισχωρήσω στο αίσθημα του Ηρακλή. Λέει ο ίδιος: “Εκανα πολλά αλλά στο τέλος τι πέτυχα;”. Αυτό βασανίζει πολλούς ανθρώπους. Θα έλεγα πως σήμερα μάλλον δεν χρειαζόμαστε καθόλου τους ήρωες, τους υπερανθρώπους. Χρειαζόμαστε ανθρώπους που θέλουν τουλάχιστον να μη χειροτερέψει ο κόσμος. Δεν αλλάζει ο κόσμος τόσο εύκολα. Ο μεσσιανισμός, ας πούμε, χαρακτηρίζει όλες τις μυθολογίες, όλες τις θρησκείες αλλά και τις πολιτικές πεποιθήσεις. Τη μια ήταν ο Χίτλερ, την άλλη ο Στάλιν. Ανά πάσα στιγμή “δημιουργούμε” κάποιον που θα μας λύσει όλα τα προβλήματα. Αυτή την τάση δεν την πολυεμπιστεύομαι- αφήστε που αποδείχθηκε τραγικά λανθασμένη».

– «Ορίστε,έρχονται εδώ ξυπόλυτοι, τους δίνουμε φαΐ και σπίτι,κι αυτό είναι το ευχαριστώ,μας σκοτώνουν.Αυτοί είναι χειρότεροι από τη Σφίγγα» λένε οι αρχαίοι Θηβαίοι για την οικογένεια του Ηρακλή.Το ίδιο λένε οι ευρωπαϊκές κοινωνίες (και η ελληνική) για τους μετανάστες σήμερα;



«Αυτό προκύπτει από την εμπειρία μου. Και εγώ στη Σουηδία είμαι ξένος εδώ και 47 χρόνια, χωρίς βέβαια να ζήσω τη δραματική κατάσταση που έζησε ο Ηρακλής. Οταν κάποτε με απέλυσαν από εκεί που έπλενα πιάτα με την κατηγορία ότι είχα κλέψει κάτι από το ταμείο (δεν μου είχε περάσει καν από το μυαλό), διαπίστωσα προς μεγάλη μου έκπληξη ότι δεν υπήρξε έστω ένας να πει “μα καλά, πώς είστε τόσο βέβαιοι ότι αυτός είναι ο κλέφτης;”. Η απάντηση ήταν απλή. Δεν ήταν τόσο το ότι ήμουν ξένος αλλά το ότι ήμουν ο μόνος πιο ξένος, γιατί μόλις είχα αρχίσει να δουλεύω. Οι άλλοι είχαν τακτοποιηθεί κάπως, είχαν κάνει φιλίες κτλ. Εγώ, που μπήκα τελευταίος στη δουλειά, αυτομάτως ήμουν και ο ένοχος».

– Ποια εικόνα έχετε εσείς στη Σουηδία για την Ελλάδα της κρίσης;



«Στην αρχή τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Ημασταν μια χώρα απατεώνων που ξεγέλασε την υπόλοιπη Ευρώπη, ήμασταν για πέταμα, κανείς δεν μπορούσε πλέον να μας εμπιστευθεί. Σιγά σιγά όμως η κατάσταση άλλαξε. Σταμάτησε ο φανατισμός ότι οι Ελληνες μάς κορόιδεψαν και πήραν τα λεφτά. Πλέον το πρόβλημα απέκτησε ευρύτερα και πιο αντικειμενικά χαρακτηριστικά. Αρχίζω να βλέπω μια κατανόηση και ως ένα σημείο από μας εξαρτάται αν η τελευταία θα μεγαλώσει ή θα τη χάσουμε εκ νέου. Στην αρχή ρίξαμε και εμείς πολύ εύκολα στους άλλους την ευθύνη. Πλέον αναζητούμε λύσεις απέναντι σε κάτι που δεν απειλεί μόνο την Ελλάδα αλλά την Ευρώπη ολόκληρη».

– Καθ΄ ότι δίγλωσσος συγγραφέας έχει σημασία η γνώμη σας: Είναι η γλώσσα μας η ταυτότητά μας;



«Η γλώσσα, και για έναν πολιτισμό και για έναν άνθρωπο προσωπικά, είναι το πιο βαθύ χαρακτηριστικό. Αναμφίβολα η γλώσσα μας είναι η ταυτότητά μας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αποκτήσουμε και άλλες ταυτότητες. Μπορούμε να καλλιεργήσουμε και άλλες ταυτότητες μέσω της γλώσσας- το έκαναν ο Κάλβος και ο Σολωμός με τα ιταλικά. Πρέπει να διαφυλάξουμε την ελληνική γλώσσα ως όργανο σκέψης. Εκεί κρύβεται ο πλούτος της για όλη την ανθρωπότητα. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Τη λέξη “μισαλλοδοξία” τη συνάντησα για πρώτη φορά στον Αριστοτέλη. Εχουν περάσει περίπου 30 αιώνες και αντίστοιχό της δεν έχει βρεθεί σε ευρωπαϊκή γλώσσα. Ποιο είναι; Ο φανατισμός; Οχι, δεν είναι το ίδιο. Φανατισμός είναι το να πιστεύεις με απόλυτο τρόπο στις δικές σου απόψεις. Μισαλλοδοξία είναι το να μισείς τις απόψεις των άλλων. Αυτό το καταπληκτικό εργαστήρι της ανθρώπινης νόησης που ενυπάρχει στην ίδια την ελληνική γλώσσα πρέπει να το προστατεύσουμε».

«Μέσω του Ιnternet το μίσος για τους ξένους γίνεται ακόμη πιο έντονο»

Το πρόσφατο μακελειό στη Νορβηγία ξεπερνά τα όρια του μεμονωμένου περιστατικού. Τι μαρτυρά για τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που το γέννησαν; Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης δεν μασάει τα λόγια του.

«Η πιο πετυχημένη απάντηση δόθηκε, νομίζω, από μια νορβηγίδα συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων που είχε υπάρξει και πολιτικός. Η θέση της ήταν ότι εμείς ανατρέφουμε αυτά τα τέρατα. Υπάρχουν τάσεις που τα γιγαντώνουν- όσο κι αν αυτό ακούγεται απόλυτο ή ενοχλητικό. Υπάρχει μεγάλη μοναξιά. Ο Νίτσε έλεγε ότι η μοναξιά είναι καλή για τις μεγαλοφυΐες, για τους άλλους όχι και τόσο. Αυτή η έλλειψη επαφής με τους άλλους ανθρώπους δημιουργεί χάσματα. Υστερα είναι το απρόσωπο μίσος που στρέφεται ενάντια στους ξένους. Μέσω του Ιnternet, όπου ο καθένας γράφει ό,τι θέλει χωρίς κανέναν έλεγχο, αυτό το μίσος γίνεται ακόμη πιο έντονο. Αν ανοίξει κανείς τέτοιες ιστοσελίδες στις σκανδιναβικές χώρες- αλλού δεν ξέρω τι γίνεται- θα φρίξει στην κυριολεξία. Βαθύ μίσος υπάρχει, κυρίως ενάντια στους μαύρους και στους μουσουλμάνους. Υπάρχουν βέβαια και πολιτικοί χειρισμοί που οξύνουν τα προβλήματα.

Ορισμένοι πολιτικοί, στην προσπάθειά τους να πάνε μπροστά, κάνουν λάθη. Παίρνουν λ.χ. την απόφαση να μην εορταστεί η εθνική επέτειος της Σουηδίας για να μην προσβληθεί κάποιος ξένος. Ολα αυτά αρρωσταίνουν περισσότερο τους ήδη αρρωστημένους. Πάντως το μεταναστευτικό πρόβλημα της Σουηδίας δεν είναι τόσο οι πολλοί μετανάστες όσο το ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν βρίσκουν πλέον δουλειά. Αυτό συμβαίνει με έναν τρόπο και στην Ελλάδα. Αν έβρισκαν, όλα θα ήταν ηπιότερα. Ολα αυτά μαζί γεννούν δολοφόνους σαν τον Μπρέιβικ».

Σουηδική αστυνομική λογοτεχνία, ένα βιομηχανικό είδος

Τα τελευταία χρόνια η σουηδική αστυνομική λογοτεχνία γνωρίζει παγκόσμια επιτυχία ή Πώς εξηγεί ο Θοδωρής Καλλιφατίδης τη συγκεκριμένη τάση;«Η υπόλοιπη Ευρώπη, λίγο ως πολύ, θεωρούσε τη Σουηδία μια χώρα-μοντέλο, με κοινωνική δικαιοσύνη, οργανωμένη, ελεύθερη. Ξαφνικά εμφανίζεται μια γενιά συγγραφέων που ασχολούνται με το αστυνομικό μυθιστόρημα και αποκαλύπτουν μια χώρα με άλλα χαρακτηριστικά:ρατσισμό, ανεργία, προβλήματα στην κοινωνική της συνοχή. Αυτό αντικειμενικά προκαλεί το ενδιαφέρον. Επιπλέον, αν συγκρίνει κανείς τα αστυνομικά που γράφονται στη Σουηδία με αυτά σε άλλες χώρες, είναι γεγονός πως οι Σουηδοί ανήκουν στους καλύτερους. Αυτή η τάση στη Σουηδία είχε μαζικά χαρακτηριστικά. Μια ολόκληρη γενιά γράφει καλά αστυνομικά μυθιστορήματα. Εχουν καταλάβει το κόλπο. Δεν μπορείς σήμερα να γράφεις δύσκολη, φιλοσοφημένη, στοχαστική λογοτεχνία, επειδή δεν ενδιαφέρει τον περισσότερο κόσμο. Μια φράση με πάνω από δέκα λέξεις είναι πρόβλημα για τον σύγχρονο αναγνώστη.

Μαθαίνουν να γράφουν τηλεγραφικά, πράγμα που διευκολύνει την ανάγνωση. Το αστυνομικό έχει γίνει λίγο βιομηχανικό είδος. Υπάρχει όμως και το αστυνομικό που φροντίζει τη γλώσσα. Η σύγχρονη σουηδική αστυνομική λογοτεχνία περιφέρεται στα ίδια μονοπάτια. Μολονότι υπάρχουν εξαιρέσεις, δεν με ενδιαφέρει ο τρόπος που γράφουν.

Είναι βαρετός, δεν έχει χιούμορ, δεν βρίσκω καμία πρωτοτυπία. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι έχω και δίκιο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ